Skip to main content

Η οδός Λαγκαδά, ο Μίκης Θεοδωράκης και το… αδειανό πουκάμισο μιας μετονομασίας

Σε μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, με θηριώδες κυκλοφοριακό πρόβλημα, η ανακίνηση της μετονομασίας ενός δρόμου, ο οποίος λόγω της κρισιμότητάς του για τη λειτουργία της πόλης έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, συνιστά λεπτομέρεια

Για τους Έλληνες πολιτικούς, πολιτικάντηδες και δημοσιολογούντες πολλά πράγματα -σχεδόν τα πάντα- είναι εύκολα. Στα λόγια φυσικά. Ιδιαίτερα όσοι θεωρούν ότι όλες οι εξελίξεις ορίζονται από την έννοια της πολιτικής βούλησης, έχουν τα πάντα τακτοποιημένα μέσα στο κεφαλάκι τους. Και τα «ναι» και τα «όχι». Ενίοτε και τα «ίσως», τα οποία οι ίδιοι πλασάρουν ως πολιτικό πολιτισμό και διάθεση συνεννόησης και διαλόγου, ενώ στην πραγματικότητα είναι απλώς αποτέλεσμα αμηχανίας ή διστακτικότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο η προσπάθεια που γίνεται εδώ και περίπου έναν χρόνο από αυτοδιοικητικούς και άλλους παράγοντες στη Θεσσαλονίκη για τη μετονομασία της οδού Λαγκαδά σε οδό Μίκη Θεοδωράκη έχει κάποιο ενδιαφέρον. Όταν δεν έχει την… πλάκα της. Διότι σε μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, με θηριώδες κυκλοφοριακό πρόβλημα, η ανακίνηση της μετονομασίας ενός δρόμου, ο οποίος λόγω της κρισιμότητάς του για τη λειτουργία της πόλης έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, συνιστά λεπτομέρεια. Στην πραγματικότητα πρόκειται για περιττή ενέργεια, που αποσκοπεί μόνο στις εντυπώσεις.

Προφανώς οι τοπικοί άρχοντες στη Θεσσαλονίκη -νυν και πρώην- αισθάνθηκαν κάποια στιγμή την ανάγκη να τιμήσουν τον Μίκη Θεοδωράκη. Τον μεγάλο συνθέτη και σπουδαίο Έλληνα, ο οποίος με τη μουσική και την προσωπικότητά του αγγίζει τον ελληνισμό στο σύνολό του. Μετά το θάνατό του κάποιοι έκριναν ότι η Θεσσαλονίκη δεν τον έχει τιμήσει εν ζωή όσο του άξιζε και θέλησαν να δώσουν το όνομά του σε έναν δρόμο. Σε έναν μεγάλο δρόμο, ανάλογο και αντάξιο του αναστήματός του. Όχι σε μια μικρή πλατεία, όπως συνέβη με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ταπεινός μαθητής του οποίου ήθελε να θεωρείται κατά δήλωσίν του ο Θεοδωράκης, αλλά αυτό συνιστά… λεπτομέρεια. Ούτε σε κάποιο υγρό κι ανήλιαγο στενό, όπως συμβαίνει με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Ανδρέα Μιαούλη και άλλους ήρωες της Επαναστάσεως και επιφανείς Έλληνες. Έτσι κι αλλιώς ο Θεοδωράκης στη συνείδηση των Ελλήνων -προφανώς και των αυτοδιοικητικών της Θεσσαλονίκης- είναι συνυφασμένος με διευρυμένα… μεγέθη. Με πληθωρικές καταστάσεις, όπως ακριβώς η φιγούρα του να διευθύνει το «Άξιον Εστί», τον «Επιτάφιο», τη «Ρωμιοσύνη», το «Μαουτζάουζεν» και τους άλλους κύκλους τραγουδιών του. Δίπλα στο όνομά του βρίσκονταν πάντα μεγάλες ιδέες, μεγάλα νοήματα, μεγάλες μουσικές, μεγάλες ορχήστρες, μεγάλα και γεμάτα στάδια. Το δρομάκι δεν θα του πήγαινε και ούτε κάποιος δήμαρχος ή βουλευτής θα έκανε φασαρία για κάτι μικρότερο από μια… λεωφόρο.

Σε αυτή, λοιπόν, τη συνθήκη η απόφαση της αποκεντρωμένης διοίκησης να απορρίψει το συγκεκριμένο αίτημα τεσσάρων δήμων από τους οποίους διέρχεται ο συγκεκριμένος δρόμος δημιούργησε αντιδράσεις. Κι αυτό επειδή η επιμονή των… γραφειοκρατών του Δημοσίου να τηρήσουν τη νομοθεσία και τις οδηγίες της διοίκησης ότι τα ονόματα των δρόμων δεν μπορούν να αλλάζουν ούτε εύκολα ούτε συχνά, δεν έπεισε τους αιρετούς. Οι οποίοι -ας μη γελιόμαστε- στο όνομα του Θεοδωράκη θα κατοχύρωναν όχι μόνο μια κάποια δημοσιότητα, αλλά και το κύρος που προσδίδει ένα μεγάλο όνομα του πολιτισμού -και της πολιτικής- σε όσους ασχολούνται με τη μνήμη του. Διότι όσο ήταν εν ζωή ο Θεοδωράκης αρκετοί έκαναν καριέρα και κοινωνική διαδρομή ως… φίλοι του Μίκη. Μετά τον θάνατο, ενδεχομένως οι τιμές στο όνομά του να εξασφαλίζουν ακόμη κάποια γαλόνια.

Ο Μίκης θα διαφωνούσε

Ο Μίκης Θεοδωράκης στη ζωή και στη δράση του ήταν πληθωρικός, ορισμένες φορές ανοικονόμητος. Του άρεσαν και επέλεγε τα εντυπωσιακά πράγματα. Μόνο που προσέγγιζε τα θέματα με καλλιτεχνική νοοτροπία, δηλαδή με τη διάθεση και τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού. Είναι πιθανόν εάν ζούσε να ήθελε να δει το όνομά του σε κάποιον δρόμο της Θεσσαλονίκης. Στην προσπάθεια όμως μετονομασίας της οδού Λαγκαδά δεν φέρει καμία ευθύνη. Αντίθετα ως άνθρωπος αρχών ίσως να κατανοούσε τους γραφειοκράτες που απέρριψαν το σχετικό αίτημα, μόνο και μόνο επειδή ο ίδιος αντιλαμβανόταν ότι οι δρόμοι, που έχουν ο καθένας τη δική του ιστορία, δεν (πρέπει να) αλλάζουν εύκολα ονομασία. Επειδή τα ονόματα των δρόμων είναι… καταδικασμένα να διατηρούνται στο πέρασμα του χρόνου. Να περνούν από γενιά σε γενιά σηματοδοτώντας την ιστορική και συμβολίζοντας τη χωροταξική συνέχεια ενός τόπου. Άλλωστε οι ίδιοι οι δρόμοι αντιστέκονται -αν δεν παίρνουν τη ρεβάνς- επί του πεδίου. Στη Θεσσαλονίκη -για παράδειγμα- οι περιπτώσεις αλλαγής της ονομασίας μιας οδού δεν… περπατούν. Οι άνθρωποι που ζουν πέριξ της Γεωργίου Παπανδρέου εξακολουθούν δεκαετίες μετά να την αποκαλούν Ανθέων, ενώ οι περιοχές που διασχίζει η Κωνσταντίνου Καραμανλή την αναγνωρίζουν ως Νέα Εγνατία. Φυσικά με τα GPS στα κινητά και το Google Maps τα πράγματα είναι διαφορετικά. Μόνο η παραλιακή λεωφόρος  Μεγάλου Αλεξάνδρου, την οποία οι παλαιότεροι γνώρισαν ως λεωφόρο Κένεντι, επιβλήθηκε άνετα με το νέο της όνομα, αλλά σε αυτήν την περίπτωση ο λόγος είναι προφανής. Αντίθετα, στην περίπτωση της ταπεινής οδού Λαγκαδά, που αν πάρει το όνομα του Μίκη θα αναβαθμιστεί σε… λεωφόρο, δεν συντρέχει κανένας σοβαρός και ουσιώδης λόγος αλλαγής. Ο δρόμος ονομάστηκε έτσι επειδή οδηγεί καρφί από το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Εκτός κι αν υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι με το όνομα του Μίκη Θεοδωράκη καρφωμένο σε κάποιες γωνίες σηματοδοτείται ταυτόχρονα πολιτιστική αναβάθμιση. Εάν ανάμεσά μας υπάρχουν τέτοιοι… τύποι ας αναρωτηθούν πόσο (δεν) άνθισε ο ελληνικός πολιτισμός -και ειδικά το ελληνικό θέατρο ή το σινεμά- επειδή ανά την Ελλάδα υπάρχουν δεκάδες θεατρικές και κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά και ευρύτεροι χώροι πολιτισμού που ονομάζονται «Μελίνα Μερκούρη».      

Ας τον τιμήσουν αλλιώς
 
Για να μην αδικούμε, όμως, τους δημάρχους που δια της μετονομασίας της οδού Λαγκαδά θέλουν να τιμήσουν τον Μίκη Θεοδωράκη, καθώς οι άνθρωποι μάλλον έχουν καλές προθέσεις, ας το κάνουν με άλλον τρόπο. Οι ίδιοι είναι απολύτως ευφάνταστοι για βρουν αυτόν τον διαφορετικό τρόπο, που ταιριάζει στον Μίκη Θεοδωράκη και ό,τι εκείνος πρέσβευε. Δύο είναι τα χαρακτηριστικά που όλοι αναγνωρίζουν και στα οποία οι πάντες συμφωνούν. Το ένα φυσικά είναι η μουσική, αφού ο Μίκης -το έλεγε ο ίδιος, το διαφήμιζε κυριολεκτικά- ήταν πάνω και πέρα απ’ όλα τα άλλα μουσικός και ως μουσικό ήθελε να τον θυμούνται οι Έλληνες. Επιπλέον, από ιδεολογική άποψη ο Θεοδωράκης ήταν ενωτικός, αγωνιζόταν ενάντια στους διχασμούς, τους οποίους θεωρούσε πραγματική κατάρα. Επομένως οι τέσσερις δήμοι -δήμαρχοι και δημοτικά συμβούλια, ως εκπρόσωποι των δημοτών τους- ας συνεργαστούν για να δημιουργήσουν έναν θεσμό αφιερωμένο στη μουσική του Θεοδωράκη, στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Φερ' ειπείν ένα ετήσιο διήμερο ή τριήμερο κατά τη διάρκεια του οποίου η μουσική και τα τραγούδια του Μίκη θα ακούγονται σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης σε τόσο υψηλό επίπεδο ώστε αυτό το… συνεργατικό, διαδημοτικό «φεστιβάλ Θεοδωράκη», να αποτελεί σημείο αναφοράς για όσους αγαπούν τη μουσική του στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, όπου υπάρχουν, ζουν και αναπνέουν Έλληνες.