Skip to main content

Η δημόσια διαμάχη Πατουλίδου-Μανδρίνου αποκάλυψε έναν εμφύλιο που όλοι… γνώριζαν

Η ουσία του ζητήματος έγκειται στο ότι η Θεσσαλονίκη ως τουριστικός προορισμός πορεύεται σταθερά στον αυτόματο πιλότο -ή σχεδόν-, με την καθόλου αμελητέα στήριξη της ιστορίας και της γεωγραφίας

Ο… εμφύλιος των τελευταίων ημερών στη Θεσσαλονίκη δεν είναι καινούργιος. Η κόντρα ανάμεσα στην αυτοδιοίκηση και τους ξενοδόχους σοβεί εδώ κι ένα χρόνο… ημιυπογείως, αλλά, πλέον, βγήκε στη δημοσιότητα. Αντικείμενο της διαμάχης είναι το έργο του στρατηγικού σχεδιασμού τουριστικής ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης, το οποίο ουδέποτε ανατέθηκε προς υλοποίηση. Η μεν κ. Πατουλίδου καταγγέλλει ότι η Ένωση Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης τής ζήτησε προεκλογικά -και σχεδόν εκβιαστικά- να αναθέσει απευθείας τη δουλειά των 160.000 ευρώ σε συγκεκριμένη εταιρεία, ώστε οι ξενοδόχοι να στηρίξουν και να συμβάλλουν στη δαπάνη. Η δε ΕΞΘ επιμένει ότι από την προηγούμενη Άνοιξη είχε προειδοποιήσει πως για το συγκεκριμένο θέμα η διαβούλευση έχει εξαντληθεί και ότι θα έπρεπε κάποια στιγμή το έργο να προχωρήσει στην πράξη, μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης. Επειδή, μάλιστα, η ΕΞΘ διατηρούσε αμφιβολίες για την πρόοδο του συγκεκριμένου έργου είχε προειδοποιήσει δημοσίως ότι προεκλογικά θα έδινε στη δημοσιότητα «ονόματα και διευθύνσεις» όσων θεωρούσε ότι ευθύνονταν. Παράλληλα, όπως φάνηκε από τις δημόσιες αντεγκλήσεις των προηγούμενων ημερών, είχε στείλει επιστολή στην κ. Πατουλίδου, ως πρόεδρο του Οργανισμού Τουρισμού Θεσσαλονίκης, και σε άλλους εμπλεκόμενους με την οποία σημείωνε ότι για να συμμετάσχει στη σχετική δαπάνη έπρεπε να πειστεί ότι η δουλειά δεν έχει απλώς ανατεθεί, αλλά προχωράει με ικανοποιητικό τρόπο.  

Το συγκεκριμένο έργο, πάντως, δεν έχει ακόμη ανατεθεί, αλλά αυτό είναι μάλλον το λιγότερο για το τουριστικό προϊόν της Θεσσαλονίκης, το οποίο εδώ και χρόνια υποαποδίδει. Εν μέρει λόγω της αδυναμίας των φορέων που εμπλέκονται με τον τουρισμό να συνεργαστούν, αλλά και να ανταποκριθούν επαγγελματικά. Ο… καβγάς της Βούλας Πατουλίδου με τον πρόεδρο των ξενοδόχων της Θεσσαλονίκης Ανδρέα Μανδρίνο είναι η κορυφή ενός παγόβουνου, στη βάση και τον κύριο όγκο του οποίου καταγράφεται έλλειψη συνεργασίας και εμπιστοσύνης. Διότι η ουσία του ζητήματος έγκειται στο ότι η Θεσσαλονίκη ως τουριστικός προορισμός πορεύεται σταθερά στον αυτόματο πιλότο -ή σχεδόν-, με την καθόλου αμελητέα στήριξη της ιστορίας και της γεωγραφίας. Η ανθρώπινη παρέμβαση είναι ελάχιστη και αποσπασματική, παρά την πεποίθηση των επαγγελματιών του τουρισμού ότι η πόλη έχει λαμπρό μέλλον. Απόδειξη γι’ αυτό είναι οι σημαντικές επενδύσεις που πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια σε χώρους φιλοξενίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές τις ημέρες εξελίσσονται οι εργασίες για την κατασκευή δύο ξενοδοχείων πολυτελείας στο κέντρο της πόλης -πιο κέντρο δεν υπάρχει. Του ΝΥΧΧ στο ημιτελές οκταώροφο κτήριο της Τσιμισκή 1 και η καινούργια μονάδα του ομίλου Ηλέκτρα, ένα 11ώροφο ξενοδοχείο στη συμβολή των οδών Τσιμισκή με Εθνικής Αμύνης. Τα κεφάλαια πολλών εκατ. ευρώ που τοποθετούνται στη συγκεκριμένη αγορά αποδεικνύουν την πίστη του ιδιωτικού τομέα στην τουριστική προοπτική της Θεσσαλονίκης.
Το πρόβλημα με τη διαχείριση και οργανωμένη ενδυνάμωση του τουριστικού προϊόντος της Θεσσαλονίκης είναι πολιτικό και γι’ αυτό δύσκολα θα λυθεί. Είναι σαφές πως ό,τι γίνει θα ξεκινάει από το σημείο… μηδέν και άρα για τα ουσιαστικά αποτελέσματα απαιτούνται μερικά χρόνια, σίγουρα διάστημα μεγαλύτερο από τον εκλογικό κύκλο. Είναι δηλαδή ενδεχόμενο ο περιφερειάρχης, ο αντιπεριφερειάρχης ή ο δήμαρχος που θα συμβάλλουν να μην προλάβουν να δρέψουν πολιτικά τους καρπούς της προσπάθειάς τους και γι’ αυτό δίνουν προτεραιότητα σε άλλους τομείς «αμέσου αναφλέξεως» και γρήγορων αποτελεσμάτων.  

Επί της ουσίας, πάντως, η σοβαρή ενασχόληση με την προώθηση του τουρισμού στη Θεσσαλονίκη απαιτεί να ξεκινήσει κάποιος από το μηδέν. Η πόλη χρειάζεται αρχικά τουριστική ταυτότητα, η οποία προφανώς θα αξιοποιήσει και θα συνδυάσει όλα της τα πλεονεκτήματα. Από το ιστορικό παρελθόν, τα μνημεία και την εγγύτητα σε παγκόσμια τοπόσημα, μέχρι τον σύγχρονο τρόπο ζωής, το θαλάσσιο μέτωπο, την αγορά, τη διασκέδαση και φυσικά τις γαστρονομικές ιδιαιτερότητες. Θα ακολουθήσει η διαμόρφωση του κατάλληλου πακέτου, το οποίο θα μπορεί να προβληθεί και να πουληθεί με όρους μάρκετινγκ σε όσο το δυνατόν περισσότερες από τις ευνοϊκότερες για τη Θεσσαλονίκη εθνοτικές, κοινωνικές και ηλικιακές ομάδες, τόσο μέσα στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ειδικά στις ανεπτυγμένες αγορές. Από εκεί και πέρα απαιτείται χρήση όλων των σύγχρονων και παραδοσιακών μέσων επικοινωνίας, συνέπεια και υπομονή για το αποτέλεσμα. Είναι σαφές ότι όλα αυτά δεν μπορούν να τα διεκπεραιώσουν τα πολιτικά πρόσωπα με τους προσωπικούς τους συνεργάτες, οι οποίοι συνήθως επιλέγονται περισσότερο με όρους εμπιστοσύνης παρά εξειδίκευσης. Χρειάζονται επαγγελματίες, οι οποίοι αφενός θα προτείνουν τη στρατηγική, αλλά και θα αναλάβουν να υλοποιήσουν όσα συμφωνηθούν χωρίς… χωσιές και παρεμβάσεις, ώστε να κριθούν από το αποτέλεσμα. Πόσο πιθανό είναι να γίνουν αυτά στη Θεσσαλονίκη; Μάλλον μηδενικές οι πιθανότητες, αφού η μέχρι σήμερα πρακτική δεν αλλάζει εδώ και χρόνια, καθώς περιορίζεται σε μεμονωμένες ασυντόνιστες κινήσεις. Ο Οργανισμός Τουρισμού Θεσσαλονίκης, ο οποίος ιδρύθηκε στη δεκαετία του 2000, πολύ πριν εμφανιστεί στα δημόσια πράγματα η σημερινή πρόεδρός του Βούλα Πατουλίδου, ξεκίνησε με φιλόδοξους στόχους. Να «επιβάλλει» τη συνεργασία των φορέων της πόλης, ώστε να υπάρξουν συνέργειες και πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Αλλά και να θέσει τις βάσεις για μακροχρόνια, συστηματική διαμόρφωση και προβολή του τουριστικού πακέτου της Θεσσαλονίκης. Είκοσι χρόνια μετά, τα αποτελέσματα δεν έχουν δικαιώσει τις φιλοδοξίες των πρώτων εξαγγελιών, αφού -ειδικά στα χρόνια της κρίσης- οι φορείς που συμμετέχουν είχαν άλλες… φουρτούνες να διαχειριστούν. Άλλωστε στη Θεσσαλονίκη -όπως φάνηκε και στο τελευταίο επεισόδιο ΟΤΑ - ΕΞΘ- δεν υπάρχει ιδιαίτερη κουλτούρα συνεργασίας. Το αντίθετο. Οι πορείες των φορέων είναι μοναχικές και παράλληλες, ακόμη κι όταν αφορούν το ίδιο πεδίο. Με τον κάθε καπετάνιο που ηγείται να χαράσσει τη δική του ρότα…