Skip to main content

Η αγορά της Θεσσαλονίκης, το ντόμινο των λουκέτων και η παρέμβαση των Βρυξελλών

Η κρίση ακρίβειας και ο περιορισμός της κατανάλωσης απειλούν την αγορά της Θεσσαλονίκης. Τα μέτρα της κυβέρνησης δεν αρκούν, χρειάζεται και η ΕΕ.

Μειωμένη η αγοραστική κίνηση στη Θεσσαλονίκη, επισημαίνουν οι μαγαζάτορες. Όλοι, κι όχι μόνον όσοι ασχολούνται με την ένδυση και την υπόδηση, αλλά ακόμη και όσοι ασχολούνται με την εστίαση, που λογικά θα έπρεπε να πάρει τα πάνω της μετά τη λήξη των περισσότερων περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.

Από τη μια είναι και ο καιρός, όμως αυτή δεν είναι η ουσιαστική αιτία που οι τζίροι των καταστημάτων βρίσκονται πολύ χαμηλά. Όπως δεν είναι αιτία και η παραδοσιακή γκρίνια. Αντιθέτως, όσοι παραμένουν στην αγορά αγωνιούν και θέλουν να αισιοδοξούν. Η αιτία είναι η ακρίβεια. Κι αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά όλοι. Άλλωστε, το επικαλούνται οι ίδιοι οι καταναλωτές, οι οποίοι βρίσκουν τις προσφορές (ακόμη και εκτός εκπτωτικής περιόδου συνεχίζονται κανονικά) ελκυστικές, όμως δηλώνουν αδυναμία να ξοδέψουν.

Και δεν είναι μόνον ο περιορισμός των εισοδημάτων. Είναι και η ανασφάλεια για τη συνέχιση της κρίσης ακρίβειας.

Την ίδια ώρα υπάρχουν κάποια καταστήματα εστίασης, που είναι συχνά πυκνά γεμάτα και αποτελούν το επιτυχημένο παράδειγμα μέσα στην κρίση, παρότι δεν είναι και τα φτηνότερα. Όπως μου εξηγούσε έμπειρος καταστηματάρχης και ενεργός συνδικαλιστικά στην περιοχή, «ορισμένα μαγαζιά έχουν φτιάξει ένα όνομα και γεμίζουν ακόμη περισσότερο μέσα στην κρίση, επειδή ο κόσμος διαθέτει λιγότερα χρήματα, όμως θέλει να τα ξοδέψει πηγαίνοντας στο καλύτερο κατά τη γνώμη του μαγαζί, στο πιο φημισμένο. Έτσι ακόμη και πελάτες άλλων μαγαζιών τώρα που σπανίζουν οι έξοδοί τους προτιμούν να 'ξεγελάσουν' τον εαυτό τους πηγαίνοντας σε ένα από τα μαγαζιά που παλιά θεωρούσαν απλησίαστα λόγω τιμών, για να έχουν μια –έστω επίπλαστη- εμπειρία απόλαυσης του ξεχωριστού από το συνηθισμένο».

Σε κάθε περίπτωση αυτά τα καταστήματα έχουν βρει τον τρόπο να έχουν σταθερή πελατεία και να είναι ελκυστικά είτε εντός, είτε εκτός κρίσης. Οι συγκεκριμένες επενδύσεις ήταν άλλωστε μεγάλες και πολλές από αυτές εκτός συναγωνισμού από τις υπόλοιπες κλασικού μεγέθους επιχειρήσεις στην εστίαση. Για την ένδυση και την υπόδηση τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί υπάρχει μια ισορροπία, με τη ζυγαριά να γέρνει προς τα καταστήματα που πουλάνε το φτηνότερο. Ωστόσο, είναι τόσο υποτονική η κίνηση (παρότι έφυγε και ο παραδοσιακά κακός Φεβρουάριος), που ακόμη και τα καταστήματα τα οποία καταγράφουν τζίρους να καταφεύγουν σε προσφορές και μειώσεις των τιμών βιτρίνας για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Σε συνδυασμό με το αυξημένο πλέον λειτουργικό κόστος, η κατάσταση στην αγορά της Θεσσαλονίκης μυρίζει μπαρούτι.

Η κυβέρνηση έκανε αυτό που θεωρεί καλύτερο για να περιοριστεί η επιβάρυνση στα νοικοκυριά. Ειδικά το επίδομα για το Πάσχα είναι λογικό ότι θα πέσει στην αγορά και θα τονώσει την προπασχαλινή περίοδο. Είναι ικανό να αναστρέψει την κατάσταση; Προφανώς όχι. Όμως, θα δώσει τη δυνατότητα σε πολλούς επιχειρηματίες να κρατήσουν ζωντανές τις επιχειρήσεις τους μέχρι να περάσει η μπόρα. Σε συνδυασμό και με τις ρυθμίσεις υπέρ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που επίσης υιοθέτησε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, το κύμα «λουκέτων» που προβλέφθηκε για την αγορά ειδικά της Θεσσαλονίκης είναι δυνατό να αποφευχθεί. Και κυρίως να αποφευχθεί το ντόμινο αρνητικών εξελίξεων που θα επιφέρει μια τέτοια εξέλιξη στην τοπική οικονομία.

Να βελτιωθούν τα πράγματα προς το παρόν είναι αδύνατο. Να περιοριστούν οι επιπτώσεις είναι ως ένα βαθμό εφικτό. «Να τις μετριάσουμε, όχι να τις μηδενίσουμε», που είπε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, στο briefing της Θεσσαλονίκης. Σε ποιο βαθμό; Προφανώς στο βαθμό της επιβίωσης των νοικοκυριών και της αποφυγής κατάρρευσης των οικογενειακών προϋπολογισμών.

Είναι δεδομένο ότι με την έκρηξη του πληθωρισμού και με το μέγεθος της κρίσης ακρίβειας, μια κυβέρνηση μόνη της δεν μπορεί να δώσει λύσεις, χωρίς να εκτροχιάσει τα δημόσια οικονομικά. Από τέτοιους εκτροχιασμούς έχει καεί η γούνα μας στην Ελλάδα. Και μάλιστα σε εποχές που δεν ήταν τόσο άσχημες οι καταστάσεις στην οικονομία και την αγορά.

Συνεπώς, να ζητάει κάποιος να ληφθούν μέτρα χωρίς να συνυπολογιστεί η δημοσιονομική κατάσταση μιας χώρας, που ακόμη δεν είναι σε επενδυτική βαθμίδα, είναι μάλλον επιπόλαιο. Γι' αυτό άλλωστε και η αντιπολίτευση είναι ως ένα βαθμό φειδωλή στις πιέσεις της προς την κυβέρνηση και συγκρατημένη ως προς τις προτάσεις της για παροχές προς τους πολίτες.

Τι χρειάζεται; Κυρίως να δείξει η Ευρωπαϊκή Ένωση αντανακλαστικά και να συνδράμει αποφασιστικά στον περιορισμό των επιπτώσεων της ακρίβειας, η οποία είναι άλλωστε πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Κάποια βήματα από την ΕΕ έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει όμως οπωσδήποτε να εγκαταλείψει κάποια στιγμή και η ΕΕ τη φοβική στάση της απέναντι στις προκλήσεις, να γίνουν οι παρεμβάσεις της πιο επίκαιρες και να ξεβολευτούν λιγάκι στα γραφεία τους στις Βρυξέλλες, δίνοντας απαντήσεις στην καθημερινότητα των πολιτών. Αλλιώς, αν στα δύσκολα η ΕΕ ενεργεί με καθυστέρηση ή απέχει ή ενεργεί με ανεπάρκεια, τότε το χάσμα μεταξύ της κοινωνίας και των Βρυξελλών αντί να περιορίζεται θα διευρύνεται.

Κάποιος θα σκεφτεί εάν είναι σωστό να αναζητούμε «σωτηρία» στην ΕΕ. Η απάντησή μου είναι πως πρέπει να αναζητήσουμε, ειδικά σε προβλήματα υπερτοπικού ή υπερεθνικού αν θέλετε χαρακτήρα, λύσεις από την ΕΕ. Όχι για να της δώσουμε εμείς το ρόλο που προσπαθεί και δεν μπορεί να αποκτήσει η ίδια, αλλά επειδή οι εθνικές κυβερνήσεις σε προβλήματα που δεν πηγάζουν αποκλειστικά εντός των συνόρων αδυνατούν να παρέμβουν αποτελεσματικά. Όχι τόσο όσο θα ήθελαν οι πολίτες. Άσε που οι εθνικές κυβερνήσεις βρίσκουν πάντα καταφύγιο για να καλύψουν τις δικές τους αδυναμίες στον εξωγενή παράγοντα, στο διεθνή χαρακτήρα των κρίσεων...

Επειδή κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει πότε η κρίση ακρίβειας θα περάσει, πότε θα ομαλοποιηθεί η λειτουργία της αγοράς ενέργειας, πότε θα τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και πότε η πανδημία, οφείλουν η ελληνική και οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εκτός από τα μέτρα που οι ίδιες λαμβάνουν να πιέσουν και την ΕΕ για ένα κοινό σχέδιο δράσης, ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση τώρα που συμβαίνει κι όχι ετεροχρονισμένα, όπως συνηθίζεται.

Σε άλλη περίπτωση, τα όποια μέτρα θα μοιάζουν με ασπιρίνες για τον καρκίνο και πολλοί πολίτες, πολλές επιχειρήσεις μπορεί να πέσουν θύματα αυτής της θεμελιώδους αδυναμίας εντός των εθνικών συνόρων και εντός των συνόρων της ΕΕ να θωρακίσουμε τις κοινωνίες μας απέναντι στις απειλές.