Skip to main content

Έρευνα ΓΣΕΒΕΕ: Σε ποιους δείκτες εμφανίζουν αισιοδοξία οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τι φοβούνται για το μέλλον

Το πλήρες άνοιγμα της οικονομίας, η καλή τουριστική περίοδος και τα μέτρα στήριξης που εφαρμόστηκαν ήταν οι παράγοντες για την περαιτέρω άνοδο του θετικού κλίματος

Πιο αισιόδοξες εμφανίζονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις το πρώτο εξάμηνο του 2023 σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο, σύμφωνα με πληροφορίες του ΑΠΕ-ΜΠΕ για τα ευρήματα της εξαμηνιαίας έρευνας της ΓΣΕΒΕΕ, ενώ σε ό,τι αφορά στην ρευστότητα και τα ταμειακά διαθέσιμα, από την χαρτογράφηση προκύπτει ότι καλύτερη εικόνα παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις σε νησιωτικές περιοχές, ενώ το πιο σοβαρό πρόβλημα φαίνεται να αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις εστίασης.

Από τις απαντήσεις που επεξεργάστηκε η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) στο πλαίσιο της εξαμηνιαίας έρευνας που πραγματοποιεί από το 2009, προκύπτει ότι το πλήρες άνοιγμα της οικονομίας, η καλή τουριστική περίοδος και τα μέτρα στήριξης που εφαρμόστηκαν ήταν οι παράγοντες για την περαιτέρω άνοδο του θετικός κλίματος.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ενισχύθηκε περαιτέρω το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και διαμορφώθηκε στις 69,5 μονάδες αποτελώντας την υψηλότερη επίδοση που έχει καταγραφεί σε έρευνα κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι προσδοκίες των ελληνικών ΜμΕ, μετά από 2 εξάμηνα υποχώρησης αυξάνονται. Ειδικότερα και όσον αφορά το πρώτο εξάμηνο του 2023, ο δείκτης προσδοκιών των ΜμΕ ο οποίος αποτελείται από το άθροισμα των θετικών και σταθερών προσδοκιών αυξαίνεται στις 66,5 μονάδες, χωρίς ωστόσο να προσεγγίζει τα προ πανδημίας επίπεδα κάτι που ερμηνεύεται ως προϊόν της ευρύτερης αβεβαιότητας που κυριαρχεί.

Πάντως, σε ό,τι αφορά στους δείκτες αβεβαιότητας και βιωσιμότητας, σημαντική υποχώρηση κατά 10 περίπου μονάδες παρουσιάζει ο δείκτης αβεβαιότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων προσεγγίζοντας το προ πανδημίας επίπεδο. Συγκεκριμένα, το 28,7% εκφράζει φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς του στο μέλλον ενώ αποκλιμάκωση παρουσιάζει και ο δείκτης βιωσιμότητας καθώς υποχωρεί στο 3,6% (από 6,5% το προηγούμενο εξάμηνο) των επιχειρήσεων που κινδυνεύουν άμεσα με λουκέτο.

Σημειώνεται ότι η έρευνα είναι η πρώτη για το 2023 που διεξάγει το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ σε εξαμηνιαία βάση. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την εταιρία MARC σε πανελλαδικό δείγμα 804 μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), το διάστημα 27 Ιανουαρίου έως 15 Φεβρουαρίου 2023.

Κύκλος εργασιών

Ο κύκλος εργασιών, σύμφωνα με τις πληροφορίες του ΑΠΕ-ΜΠΕ για τα ευρήματα της έρευνας, το Β' εξάμηνο του 2022 μπορεί να χαρακτηριστεί ως ισορροπημένος καθώς το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι είχαν αύξηση είναι ακριβώς ίδιο με αυτών που δήλωσαν μείωση (33,3%), ενώ 32,1% δήλωσε πως δεν μεταβλήθηκε.

Για τις επιχειρήσεις που δήλωσαν αύξηση κύκλου εργασιών (33,3%) ο μέσος όρος αύξησης ήταν 18,8%, ενώ για τις επιχειρήσεις που δήλωσαν μείωση κύκλου εργασιών (33,3%) ο μέσος όρος μείωσης ήταν 27,4%.

Η εικόνα εμφανίζεται καλύτερη για τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες και σαφώς χειρότερη στο εμπόριο ενώ οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις που δήλωσαν αύξηση κύκλου εργασιών είναι αναλογικά περισσότερες σε σχέση με τις μικρότερες ενώ το αντίστροφο ισχύει για όσες δήλωσαν μείωση.

Ζήτηση - Παραγγελίες προς προμηθευτές

   Το 36,4% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι η ζήτηση αυξήθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2022, το 32,3% δήλωσε πως παρέμεινε η ίδια, ενώ το 31,2% δήλωσε ότι μειώθηκε.

   Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις καθώς και αυτές που ανήκουν σε νησιωτικές περιοχές παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα σε σχέση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις ως προς την ζήτηση.

   Επιπλέον, το 30,5% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε αύξηση των παραγγελιών προς προμηθευτές το δεύτερο εξάμηνο του 2022, το 33,2% δήλωσε πως δεν μεταβλήθηκαν, ενώ το 35,7% μείωσε τις παραγγελίες του.

Ρευστότητα - Ταμειακά διαθέσιμα

Το 41,5% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε μείωση της ρευστότητας του σε αντίθεση με το 25,6% που δήλωσε αύξηση και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις είναι αυτές που παρουσιάζουν πολύ καλύτερα στοιχεία σε σχέση με τις μικρότερες επιχειρήσεις ενώ καλύτερη εικόνα παρουσιάζουν και οι επιχειρήσεις σε νησιωτικές περιοχές.

Στο μεταξύ, ιδιαίτερα δύσκολη παραμένει η κατάσταση για ένα πολύ μεγάλο μέρος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων όσον αφορά τα ταμειακά διαθέσιμα.

Το 28% των επιχειρήσεων έχουν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα και για το 22,4% των επιχειρήσεων τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για ένα μήνα.

Σημειώνεται ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα ρευστότητας αντιμετωπίζουν οι μικρότερες - με βάση τον αριθμό εργαζομένων και τον κύκλο εργασιών - επιχειρήσεις, ενώ πολύ σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις εστίασης όπου το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα ή τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για ένα μήνα ανέρχεται στο 58,8%.

Απασχόληση

Το ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων είναι θετικό για όλους τους κλάδους με το 9,3% των επιχειρήσεων να δηλώνουν αύξηση προσωπικού το δεύτερο εξάμηνο του 2022 έναντι 7,6% που δήλωσαν μείωση.

Θετικές εμφανίστηκαν οι εκτιμήσεις για το πρώτο εξάμηνο του 2023 καθώς το 16,1% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι θα προσλάβουν προσωπικό έναντι 4% που δήλωσε ότι θα μειώσει.

Επενδύσεις

Περισσότερες από 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (36,8%) πραγματοποίησαν κάποια μορφής επένδυση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Γενικά οι επενδύσεις είναι αυξημένες σε σύγκριση με την έρευνα του προηγούμενου εξαμήνου (29,8%).

Το 21,6% πραγματοποίησε επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές τεχνολογίες, το 20,5% επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα, το 10,8% σε κτιριακές εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό και το 9,2% για κατάρτιση και εκπαίδευση προσωπικού.

Εκτιμάται ότι υπάρχει μία σαφής θετική σχέση μεταξύ των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις και του μεγέθους τους σε όρους αριθμού εργαζομένων και κύκλου εργασιών.

   Σημειώνεται ότι, παρά τα αυξημένα ποσοστά επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι έχουν κάνει επενδύσεις αυτές ήταν μικρής κλίμακας. Για 1 στις 2 επιχειρήσεις (51,7%) που πραγματοποίησαν επενδύσεις το ύψος της επένδυσης ήταν έως 5.000 ευρώ.

   Το πρόβλημα της πρόσβασης σε χρηματοδότηση για επενδύσεις παραμένει έντονο με τις 8 στις 10 επιχειρήσεις (80,5%) που πραγματοποίησαν επενδύσεις να τις έχουν χρηματοδοτήσει με ίδιους πόρους. Το 11,4% τις χρηματοδότησε μέσω προγραμμάτων χρηματοδότησης ενώ μόλις το 3,9% μέσω τραπεζικού δανεισμού.

Τιμές

Το 49,1% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι αύξησε τις τιμές του το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Υπογραμμίζεται ότι, το ποσοστό αυτό αν και είναι μειωμένο σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του έτους (59,2%) κρίνεται ως εξαιρετικά υψηλό.

Τα μεγαλύτερα ποσοστά επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές τους εντοπίζονται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα το 64% των επιχειρήσεων με τζίρο πάνω από 300.000 ευρώ και το 58,6% των επιχειρήσεων με πάνω από 5 άτομα προσωπικό δήλωσαν ότι έκαναν αύξηση τιμών, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τις επιχειρήσεις με έως 50.000 ευρώ τζίρο και χωρίς προσωπικό είναι 33,9% και 38,7% αντίστοιχα. Σε κλαδικό επίπεδο είχαμε σαφώς μικρότερα ποσοστά επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές τους στους κλάδους των υπηρεσιών (36,7%) σε σχέση με τις επιχειρήσεις στην μεταποίηση (57,9%) και το εμπόριο (56,1%).

Επιπτώσεις ανατιμήσεων

Οι αρνητικές επιπτώσεις των ανατιμήσεων για το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων που είχαν καταγραφεί στις 2 προηγούμενες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ συνεχίζονται αλλά με σημαντικά μειωμένη ένταση.

   Το δεύτερο εξάμηνο του 2022 αυξήθηκαν μεσοσταθμικά: το κόστος ενέργειας κατά 53,6%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 26,4%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 28,8% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 11,8%.

Υποχρεώσεις-οφειλές

Μειώνονται και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές. Το 36,9% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή, ποσοστό χαμηλότερο σε σχέση όχι μόνο με τις προηγούμενες έρευνες που έγιναν κατά τη διάρκεια της υγειονομικής και ενεργειακής κρίσης, αλλά και σε σύγκριση με τα προ πανδημίας στοιχεία (38,7% τον Φεβρουάριο του 2020).

   Μείωση καταγράφεται και στα ποσοστά των επιχειρήσεων με πολλαπλές ληξιπρόθεσμες οφειλές. Συγκεκριμένα οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με 2 ή και περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές υποχωρούν στο 23% έναντι 25,9% που ήταν το προηγούμενο εξάμηνο. Ωστόσο, ο βαθμός υπερχρέωσης των μικρών και πολύ μικρών διαφοροποιείται ανάλογα με τον κλάδο και το μέγεθος των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται πως με διαφορά αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα υπερχρέωσης καθώς το 38,2% αυτών έχει δυο ή και περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ακολουθούν οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (26,8%) και οι επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ (28,8%).

Για κάθε κατηγορία υποχρεώσεων, τα ευρήματα της έρευνας είναι τα εξής :

   το 15,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον πρώην ΟΑΕΕ,

   το 13,9% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας,

   το 18% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς προμηθευτές,

   το 15,2% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία,

   το 11,4% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές ενοικίου. Σημειώνεται ότι από τις επιχειρήσεις που έχουν ενοίκιο (το 66,2% του συνόλου των επιχειρήσεων), το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές ενοικίου αντιστοιχεί στο 16,9%.

   Το 8,7% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λοιπούς λογαριασμούς (νερό, τηλεφωνία κ.λπ.),

   το 10,8% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες τραπεζικές οφειλές. Σημειώνεται ότι από τις επιχειρήσεις που έχουν τραπεζικά δάνεια (το 45,6% του συνόλου των επιχειρήσεων), το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσε ότι έχει ληξιπρόθεσμες τραπεζικές οφειλές αντιστοιχεί στο 23,7%.

   Το 7% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το πρώην ΙΚΑ.