Skip to main content

Η πολιτική ορθότητα δεν μπορεί να κρύψει τα σημάδια στο πρόσωπο της Θεσσαλονίκης

Ρατσιστές, ακροδεξιοί, αναρχοαυτόνομοι, αντιεξουσιαστές, θρησκόληπτοι, ακόμη και φανατικοί οπαδοί κάνουν πάρτι σε μια πόλη από την οποία φαίνεται ότι η ανοχή εσχάτως έχει… εξοριστεί

Κάποιος -ενδεχομένως από το υπερπέραν- έχει ματιάξει τελευταία τη Θεσσαλονίκη. Τη Θεσσαλονίκη μας. Την κατά Γιώργο Ιωάννου «Πρωτεύουσα των προσφύγων» και κατά Στέλιο Καζαντζίδη «Μεγάλη φτωχομάνα». Δεν εξηγείται διαφορετικά το τσουνάμι των αρνητικών γεγονότων των τελευταίων ημερών. Από την επίθεση του όχλου σε δύο τρανς άτομα το βράδυ του Σαββάτου στην πλατεία Αριστοτέλους, φτάσαμε στους προπηλακισμούς κατά του Στέφανου Κασσελάκη και την απρόκλητη επίθεση και τον τραυματισμό αστυνομικού έξω από το Ολύμπιον το απόγευμα της Κυριακής για να καταλήξουμε χθες το απόγευμα στη διαδήλωση ζηλωτών Χριστιανών, επίσης έξω από Ολύμπιον, στην προβολή ενός ντοκιμαντέρ, η αφίσα του οποίου απεικονίζει μια έγκυο γυναίκα εσταυρωμένη. Παράλληλα συνελήφθη και οδηγήθηκε χθες στα δικαστήρια ένας 32χρονος που προπηλάκισε μέλος της LOATKI κοινότητας στην παραλία, στο ύψος του Μακεδονία Παλλάς. Ρατσιστές, ακροδεξιοί, αναρχοαυτόνομοι, αντιεξουσιαστές, θρησκόληπτοι, ακόμη και φανατικοί οπαδοί κάνουν πάρτι σε μια πόλη από την οποία φαίνεται ότι η ανοχή εσχάτως έχει… εξοριστεί. Ακόμη χειρότερα, δημιουργείται η εντύπωση ότι κανείς δεν ανέχεται κανέναν. Ότι η χαλαρότητα έχει χαθεί και έχει αντικατασταθεί από το αντίθετό της, την ένταση και τα νεύρα των ανθρώπων, που δείχνουν μια πολύ άσχημη ψυχολογία. Όλα αυτά που δημιουργούν μια αίσθηση ότι ως κοινωνικός χώρος η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στα όριά της, ότι κάτι σιγοβράζει και είναι έτοιμο να εκραγεί, χωρίς κάποια εμφανή και προφανή αιτία. Διότι το υποτιθέμενο χαλαρό στιλ της πόλης, για το οποίο είναι γνωστή στο πανελλήνιο και συχνά λοιδορείται από την πρωτεύουσα, χάνεται μόλις τα πράγματα… ζορίσουν. Μόλις εμφανιστεί στον ορίζοντα κάτι διαφορετικό με το οποίο κάποιοι δεν συμφωνούν, με αποτέλεσμα να επεκτείνουν τη συμπεριφορά τους στα άκρα.

Φυσικά δεν είναι αυτή Θεσσαλονίκη. Ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτή. Με αφορμή τα δυσάρεστα, στενάχωρα, μελαγχολικά και εν πολλοίς ντροπιαστικά γεγονότα των προηγούμενων ημερών, η πολιτική ηγεσία πήρε θέση και προσπάθησε να βάλει -κατά την άποψή της- τα πράγματα στη θέση τους. Τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι οποίοι έτυχε να βρεθούν στην πόλη, όσο και ο δήμαρχος με τοποθετήσεις τους την περασμένη Δευτέρα συμφώνησαν ότι «δεν είναι αυτή η Θεσσαλονίκη, δεν είναι αυτό το πρόσωπό της». Πολιτικά πρόσωπα που δεν συμφωνούν σχεδόν σε τίποτα και πουθενά, που διαφωνούν στα πάντα όλα, ακόμη και στην ημέρα και ώρα,  υπάκουσαν ενστικτωδώς στους νόμους της πολιτικής ορθότητας, που επιβάλλει την προβολή του θετικού προτύπου και την δι’ αυτού του τρόπου περιθωριοποίηση μέχρι εξαφανίσεως από το προσκήνιο του αρνητικού. Λογική θέση για κάποιους που ενδιαφέρονται για την εικόνα και τις εντυπώσεις και (θέλουν να) απευθύνονται στο σύνολο, εν προκειμένω στην όλη Θεσσαλονίκη, που προφανώς ούτε εκείνη θέλει να βλέπει στίγματα ή να ακούει για μουτζούρες στο πρόσωπο.

Ευτυχώς ή δυστυχώς το μήνυμα του ρατσισμού και η αδικαιολόγητης βίας, που στη Θεσσαλονίκη εκπέμπουν πολλές πλευρές, δεν αφορά ούτε την πολιτική ηγεσία του τόπου ούτε τους τοπικούς αξιωματούχους, ούτε τη… βιτρίνα. Αφορά απευθείας και χωρίς διαμεσολαβήσεις την ίδια την κοινωνία. Την κάθε γειτονιά, το κάθε σχολείο, την κάθε πολυκατοικία, την κάθε παρέα, την κάθε οικογένεια ξεχωριστά. Όταν πριν από δύο χρόνια δολοφονήθηκε ο Άλκης Καμπανός επειδή έτυχε να υποστηρίζει άλλη ομάδα από τους δολοφόνους του -μία πράξη εξίσου παράλογη με τα ρατσιστικά, βία και σκοταδιστικά επεισόδια των τελευταίων ημερών- η κοινωνία της Θεσσαλονίκης είχε συγκλονιστεί και γι’ αυτό είχε αντιδράσει. Είχαν οργανωθεί συγκεντρώσεις και πορείες, είχαν γίνει εξαγγελίες και είχαν αναληφθεί δεσμεύσεις ότι κάτι τέτοιο δεν θα (επιτρέψουμε να) ξανασυμβεί. Οι ίδιοι οι πολίτες της Θεσσαλονίκης, χωρίς τα γνωστά και τα λιγότερο γνωστά καπέλα, είχαν βγει στους δρόμους, έκαναν αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα και δηλώσεις σε όποιο μικρόφωνο και όποια κάμερα τους προσφέρονταν. Δήλωναν -τότε- ότι παίρνουν την υπόθεση της τυφλής και αδικαιολόγητης βίας στα χέρια τους.
Μόνο που όλα αυτά εκτονώθηκαν γρήγορα, καθώς δεν ήταν παρά αντιδράσεις παρορμητικού χαρακτήρα. Κανείς -ή σχεδόν κανείς- δεν πίστευε πραγματικά αυτά που έλεγε, αλλά και δεν έλεγε αυτά που πραγματικά πίστευε. Διότι πολύ απλά όλοι θεωρούν ότι θέματα που σχετίζονται με το επίπεδο της παιδείας, της αγωγής, της κουλτούρας, του πολιτισμού, αφορούν τους άλλους, τα παιδιά των άλλων, τη νοοτροπία κάποιων άλλων. Κάποιων που βρίσκονται κάπου αλλού, ίσως σε κάποιο περιθώριο, με την έννοια ότι σκέφτονται και επικοινωνούν σε άλλο μήκος κύματος. Ως αποτέλεσμα αυτής της ψευδεπίγραφης αυτοϊκανοποίησης ο Άλκης και ο τόσο άδικος χαμός του σχεδόν ξεχάστηκαν και φτάσαμε στα επεισόδια της Αριστοτέλους, του Ολύμπιον και του Μακεδονία Παλλάς, όπου το γεγονός ότι δεν χάθηκε κάποια ανθρώπινη ζωή είναι απλώς τυχαίο, συμπτωματικό.

Το ερώτημα είναι μέχρι πού θα φτάσει αυτό το κακό και ποιος θα το αντιμετωπίσει. Διότι περί κακού πρόκειται, καθώς η Θεσσαλονίκη ως μεγαλούτσικη πολιτεία σε επίπεδο μεγέθους, αλλά με κοινωνική νοοτροπία κωμόπολης, είναι δύσκολο ακόμη και να συνειδητοποιήσει -πολύ περισσότερο να αποδεχθεί- αυτό το κακό, τα τραύματά της. Πόσο μάλλον να τσαλακωθεί, ώστε να επιστρέψει κάποτε στην διεκδίκηση του κοσμοπολιτισμού, που τη συνόδευε τους αιώνες που μεγαλουργούσε ως πολυεθνική και πολυθρησκευτική πόλη. Με ανθρώπους που δεν θα διανοούνται να κυνηγήσουν, να χλευάσουν και -πολύ περισσότερο- να επιτεθούν βίαια σε ότι οι ίδιοι χαρακτηρίζουν ή θεωρούν ως διαφορετικό.