Skip to main content

Το υπουργείο στη Λάρισα και η εμπειρία της Θεσσαλονίκης

O πρωτογενής τομέας και η αγροδιατροφή στο σύνολό της αποτελούν ένα από τα δύο – τρία «κλειδιά» της ανάπτυξης για την Κεντρική Μακεδονία.

Τώρα που μπαίνει φουριόζα η Άνοιξη, με τον καιρό να ανοίγει και να γλυκαίνει, είναι η καλύτερη περίοδος για να επισκεφθεί κανείς την ελληνική ύπαιθρο. Όχι την τουριστική, που έτσι κι αλλιώς είναι χειμώνα – καλοκαίρι πανέμορφη, αλλά την παραγωγική. Τον κάμπο με τα σπαρμένες εκτάσεις και τα δέντρα. Τα χωράφια στα οποία δουλεύουν εντατικά οι αγρότες, καθώς για πολλές καλλιέργειες η Άνοιξη είναι κρίσιμη περίοδος.

Μια τέτοια βόλτα είναι εύκολη από τη Θεσσαλονίκη, που έχει σε κοντινή απόσταση της τους κάμπους της Κεντρικής Μακεδονίας και λίγο πιο δίπλα τη Θεσσαλία. Είναι συγχρόνως μια εμπειρία διαφωτιστική –αν όχι διδακτική- για τις δυνατότητες του τόπου. Κι αυτό διότι είτε στις παρυφές των πόλεων, είτε ανάμεσα στα χωράφια υπάρχουν διάσπαρτες πολλές μεταποιητικές μονάδες, που χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη την παραγωγή της ευλογημένες ελληνικής γης. Υπάρχουν, επίσης, επιχειρήσεις που υποστηρίζουν τους αγρότες –από το κύκλο των μηχανημάτων μέχρι τα λιπάσματα και τα άλλα υποβοηθητικά-, αλλά και επιχειρήσεις που στηρίζουν τη μεταποίηση καλύπτοντας εξειδικευμένες ανάγκες. Υπάρχουν επιστήμονες και επαγγελματίες –γεωπόνοι και άλλοι- που βοηθούν τους αγρότες να εξαντλήσουν τις παραγωγικές τους δυνατότητες, να περιορίσουν τη χρήση φυσικών πόρων, να μειώσουν το κόστος και να βελτιώσουν την ποιότητα της παραγωγής, ώστε στο τέλος της ημέρας το ταμείο να είναι ικανοποιητικό.

Όλα αυτά υπάρχουν. Όμως μια λεπτομερέστερη και ορθολογικότερη προσέγγιση του αγροδιατροφικού τομέα της οικονομίας θα στείλει σήμα ακόμη και στον άνθρωπο που γεννήθηκε στην πόλη, που δεν έχει χωριό, άρα και απευθείας παραστάσεις και εμπειρίες, ότι κάτι δεν πάει καλά. Διότι οι δυνατότητες και οι προοπτικές είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τα απτά αποτελέσματα είναι περιορισμένα. Στην καλύτερη περίπτωση είναι… αόρατα και στη χειρότερη απλώς δεν υπάρχουν. Πώς να εξηγήσει κανείς ότι σε μια χώρα με ανεργία 20% -το ποσοστό σε ανθρώπους χωρίς συγκεκριμένα προσόντα ή δεξιότητες είναι ακόμη υψηλότερο- στη γη εργάζονται κατά βάσιν αλλοδαποί; Πώς να απαντήσει στο ερώτημα ότι για πολλά προϊόντα οι τιμές που εισπράττουν οι παραγωγοί πουλώντας τα πάντα χύμα είναι αισθητά χαμηλότερες από την υπόλοιπη Νότια Ευρώπη, όπου κερδίζουν την υπεραξία που δίνουν η τυποποίηση και το μάρκετινγκ; Πώς να δικαιολογήσει ότι ακόμη και σήμερα στην ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία ένα σημαντικό ποσοστό των παραγωγών ακολουθούν κυρίως τις συνήθειες των παππούδων και των πατεράδων τους, απορρίπτοντας στην πράξη τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις και ποντάροντας σχεδόν αποκλειστικά στις κοινοτικές επιδοτήσεις που διασφαλίζουν τα κονδύλια της Κοινής Αγροτικής Παραγωγής; Πώς να δεχθεί ότι το ποσοστό της γκρίζας οικονομίας στη διακίνηση των αγροτικών προϊόντων παραμένει μέχρι σήμερα εξαιρετικά υψηλό, κάτι που εξ’ ορισμού σημαίνει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το σήμερα και περιφρόνηση για το αύριο –για να μην πούμε για το μεθαύριο.

Η κάθε μία από αυτές τις ερωτήσεις έχει τόσο πολλές απαντήσεις, ικανές να γεμίσουν σελίδες επί σελίδων. Απαντήσεις που από μόνες τους δε λύνουν το πρόβλημα, το οποίο απαιτεί συνολική προσέγγιση από ανθρώπους με γνώση και από πολιτικούς με διάθεση όχι απλώς να επανεκλεγούν, αλλά να συνομιλήσουν με το μέλλον του τόπου.

Για την Κεντρική Μακεδονία –τις περιοχές της Θεσσαλονίκης, των Σερρών, του Κιλκίς, της Ημαθίας, της Πέλλας, της Πιερίας, ακόμη και της σούπερ τουριστικής Χαλκιδικής- ο πρωτογενής τομέας και η αγροδιατροφή στο σύνολό της αποτελούν ένα από τα δύο – τρία «κλειδιά» της ανάπτυξης. Μια βόλτα ένα κυριακάτικο πρωί στα πέριξ της μεγαλούπολης –έστω μέχρι το αγρόκτημα του Πανεπιστημίου και την Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή στην περιοχή της Θέρμης- είναι ικανή να πείσει τον κάθε υποψιασμένο ότι στην Ελλάδα για να αλλάξουν τα πράγματα ουσιωδώς προς το καλύτερο πρέπει να παρέμβουμε στο παραγωγικό μοντέλο. Να δώσουμε σημασία σε ευκαιρίες που τις τελευταίες δεκαετίες αγνοούσαμε συνειδητά. Όχι στα λόγια, ούτε στα πολιτικά κείμενα και στις εξαγγελίες, αλλά στην πράξη. Προφανώς η χώρα μας δεν μπορεί να επιστρέψει στο αγροτικό μοντέλο του μεσοπολέμου και των δεκαετιών του 1950 και του 1960, τότε οι αγρότες ταλαιπωρούνταν –συχνά αδίκως και χωρίς αντίκρισμα- από το πρωί μέχρι το βράδυ, στο κρύο, τη βροχή και το λιοπύρι. Οι εποχές άλλαξαν και καλώς άλλαξαν. Η εγκατάλειψη, όμως, της υπαίθρου πρέπει να αντιστραφεί, το συνεργατικό πνεύμα να ενδυναμωθεί, η χρηματοοικονομική διαχείριση να εκσυγχρονιστεί, οι επιχειρηματικές πρακτικές να επεκταθούν. Η μαγιά υπάρχει. Οι σοβαροί παραγωγοί βρίσκονται στα χωράφια τους. Οι αξιόπιστοι επιχειρηματίες μεταποιητές πουλούν ελληνικά τρόφιμα στα πέρατα του κόσμου και τα τελευταία χρόνια αναπτύσσονται σε συνθήκες ύφεσης. Γύρω από αυτούς τα περιθώρια που υπάρχουν είναι μεγάλα. Μόνο που όπως για όλα τα business plan είναι απαραίτητοι οι πελάτες, αλλιώς το πλάνο παραμένει… πουκάμισο αδειανό, έτσι και για την ανάπτυξη κάθε τομέα της οικονομίας χρειάζεται η συμβολή κατάλληλων ανθρώπων.

Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας έχει στρέψει τις προτεραιότητες της και προς αυτή την κατεύθυνση, ίσως διότι στη διοίκηση εμπλέκονται άνθρωποι που προέρχονται –και πιθανόν κάποια στιγμή να επιστρέψουν- στην αγροδιατροφή. Απαιτείται, όμως, η άσκηση ακόμη ισχυρότερης πίεσης. Σε μια χώρα με συγκεντρωτικό μοντέλο ακόμη και στην αγροτική οικονομία (το ανεκδοτολογικό σχήμα ότι το υπουργείο Γεωργίας –κάποτε- Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων – σήμερα- θα πρέπει να βρίσκεται στη Λάρισα κρατάει δεκαετίες ολόκληρες) απαιτείται ικανότητα σε κυβερνητικό επίπεδο. Κάτι που –πέρα από τις εκτιμήσεις καθενός- κρίνεται από το αποτέλεσμα.