Skip to main content

Ο Μάνος Χατζιδάκις της Θεσσαλονίκης γίνεται σήμερα 92 ετών!

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό που κάνει την ιστορία μας επίκαιρη είναι ότι εξελίσσεται στη Θεσσαλονίκη, που γιορτάζει αυτή την εβδομάδα.

Η ιστορία είναι πραγματική, λίγο παλιά ίσως, αλλά ταυτόχρονα επίκαιρη, αφού ο πρωταγωνιστής της Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 23 Οκτωβρίου 1925. Εάν ζούσε θα έκλεινε τα 92 του χρόνια. Ο ίδιος ήθελε να τον θυμούνται περισσότερο στα γενέθλια του. Σεβαστό. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό που κάνει την ιστορία μας επίκαιρη είναι ότι εξελίσσεται στη Θεσσαλονίκη, που γιορτάζει αυτή την εβδομάδα. Την πόλη με την οποία ο Χατζιδάκις είχε ιδιαίτερη σχέση από νωρίς, ήδη από τη δεκαετία του 1940.  

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο Μάνος Χατζιδάκις δημιούργησε στην Αθήνα τη μπουάτ «Σείριος», το ίδιο όνομα που είχε δώσει εκείνη την εποχή και στη δισκογραφική του εταιρία. Προς το τέλος της χειμερινής περιόδου, μια Άνοιξη που πρέπει να ήταν το 1986 ή το 1987, καλλιτέχνες που συμμετείχαν στα προγράμματα του «Σείριου» οργάνωσαν μια συναυλία στο Παλαί ντε σπορ, προκειμένου οι Θεσσαλονικείς να πάρουν μια ιδέα από την ατμόσφαιρα των παραστάσεων τους, στο χώρο που έφερε την υπογραφή του Χατζιδάκι. Ο ίδιος ο σπουδαίος συνθέτης προλόγισε τη συναυλία, που είχε επιτυχία, αν και ένα μεγάλο κλειστό γήπεδο μπάσκετ ελάχιστη σχέση έχει με μια περιορισμένων διαστάσεων και συγκεκριμένης ατμόσφαιρας μουσική σκηνή.

Την επομένη της συναυλίας οι διοργανωτές θέλησαν να κάνουν ένα τραπέζι στον Χατζιδάκι, ο οποίος τους ενημέρωσε ότι θα έμενε για μια δυο μέρες στη Θεσσαλονίκη, η ατμόσφαιρα της οποίας –όπως είπε- του άρεσε πολύ. Το ραντεβού κλείστηκε για τις 9.30 το βράδυ, στο Ηλέκτρα Παλάς, όπου έμενε ο Χατζιδάκις. Οι τέσσερις οικοδεσπότες κατέφτασαν στην ώρα τους, όπως –πράγμα σπάνιο- και ο ίδιος, που φημιζόταν για τις καθυστερήσεις του. Άλλωστε και την προηγούμενη, η συναυλία είχε αργήσει να ξεκινήσει, επειδή ο Χατζιδάκις που είχε συμφωνήσει να την προλογίσει είχε καθυστερήσει να εμφανιστεί πάνω από μισή ώρα. Τέλος πάντων, στο λόμπι του Ηλέκτρα οι οικοδεσπότες ρώτησαν ευγενικά το αναμενόμενο «κύριε Χατζιδάκι που θέλετε να πάμε, τι θα θέλατε να φάτε;». Εκείνος αποφεύγοντας τα τυπικά του τύπου «όπου θέλετε», ίσως διότι προέβλεπε το αδιέξοδο για το ποια από τις δύο πλευρές θα φανεί πιο ευγενική και ποιο υποχωρητική, ξάφνιασε την ομήγυρη λέγοντας με το γνωστό και αναγνωρίσιμο αξάν του «μου είπαν ότι υπάρχει μια ταβέρνα που λέγεται Μπλε παράθυρα, όπου παίζει μια νεανική κομπανία ρεμπέτικα και σε αυτήν συμμετέχει ο γιός ενός φίλου μου». Οι τέσσερις ξαφνιάστηκαν, διότι γνώριζαν ότι επρόκειτο για ένα νεανικό –κατά βάσιν φοιτητικό- στέκι, στις 40 Εκκλησιές, στο πάνω μέρος του Καυτατζογλείου, ακριβώς κάτω από τα κτήρια των φοιτητικών εστιών. Φυσικά δεν είχαν καμία διάθεση για αντιρρήσεις κι έτσι 20 λεπτά μετά το αυτοκίνητο που μετέφερε την παρέα σταματούσε έξω από τα «Μπλε παράθυρα». Καθώς η ώρα πλησίαζε 10 και φυσούσε ελαφρύ αεράκι, από τη μισάνοιχτη πόρτα, την οποία φώτιζαν δυο – τρεις λάμπες, ακούγονταν οι ήχοι της κομπανίας. Για μια στιγμή ο χρόνος σταμάτησε ή μάλλον γύρισε δεκαετίες πίσω, όταν ακόμη τα ρεμπέτικα παίζονταν και ακούγονταν σε συνθήκες ημιπαρανομίας. Μόλις η παρέα με τον Μάνο Χατζιδάκι στη μέση μπήκε στην αίθουσα, έπεσε απόλυτη σιωπή. Οι λιγοστοί θαμώνες και οι νεαροί μουσικοί αναγνώρισαν τον συνθέτη και προφανώς… κόμπλαραν. Μάλλον δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ευτυχώς, πριν η αμηχανία διαλύσει τα πάντα κι ενώ όλοι όσοι βρίσκονταν στο μαγαζί τον κοίταζαν για να βεβαιωθούν ότι ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, μια κυρία από ένα τραπέζι είχε την έμπνευση να του προσφέρει σαν καλωσόρισμα ένα κόκκινο λουλούδι, από αυτά που σαν μικρές ανθοδέσμες υπήρχαν για να στολίζουν κάθε τραπέζι. Εκείνος χαμογέλασε, είπε ευχαριστώ –μια έμμεση επιβεβαίωση ότι όντως ήταν αυτός- και οι ήχοι επέστρεψαν στην αίθουσα. Οι χαμηλές κουβέντες και οι νότες από τα όργανα.

Όταν κάθισαν στο τραπέζι έγινε σαφές στους τέσσερις ότι ο Μάνος Χατζιδάκις άκουγε την κομπανία προσεκτικά. Μπορεί να τσιμπολογούσαν, να αντάλλασαν και από καμιά κουβέντα, αλλά εκείνος πρόσεχε τους μουσικούς με ευλάβεια. Άκουγε τα τραγούδια και όσα δεν ήξερε ρωτούσε να μάθει ποια ήταν και ποιος τα έγραψε. Η παρέα θυμάται τα κολακευτικά του σχόλια για ένα τραγούδι της «Αθηναϊκής Κομπανίας», αυτό που έχει τίτλο «Σ’ ένα άλμπουμ», το οποίο άκουγε για πρώτη φορά ή τουλάχιστον δε θυμόταν να το έχει ξανακούσει.

Η πόλη της… αμαρτίας  

Μετά τα μεσάνυχτα η παρέα επέστρεψε στο Ηλέκτρα. Ο Χατζιδάκις τους ευχαρίστησε και με τον τρόπο του τους έδωσε να καταλάβουν ότι ήθελε να μείνει μόνος για να κάνει βόλτα στην παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης. Μια πόλη που αγαπούσε και που τροφοδότησε τα αισθήματά του από νωρίς. Από την πρώτη φορά που την επισκέφθηκε, 20χρονος το 1945. Ο ίδιος έγραφε αποκαλυπτικά τον Ιανουάριο του 1993, περίοδο κατά την οποία μελοποιούσε ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, τα οποία ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν με τίτλο «Τα τραγούδια της αμαρτίας», αφού ο ίδιος είχε ξεκινήσει το ταξίδι του στ’ άστρα: «Μπαίνοντας στη Θεσσαλονίκη το ’45, αργά το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, είχε τελειώσει η λειτουργία και οι εκκλησίες άδειες και φωτισμένες, ηχούσαν πένθιμα. Περπατούσα μόνος και θαμπωμένος είπα μέσα μου, "Θεέ μου, πόση αμαρτία να περιέχει αυτή η πόλη για να έχει τόσες εκκλησίες".

Ο προσφερόμενος νεανικός έρωτας, μετεμφυλιακά υπήρξε συγκλονιστικός. Η επιθυμία δεν είχε προσχήματα. Μόνο η ερωτική τελετουργία διατηρούσε μερικούς γοητευτικούς, μυστικούς κώδικες με τους οποίους ολοκλήρωνες φαντασιώσεις, οράματα και τολμηρές προθέσεις. Η Θεσσαλονίκη είχε τω καιρώ εκείνω τρεις κοινωνικές τάξεις , χωρίς μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους. Την αστική, τη μικροαστική και τη λεγόμενη, λαϊκή εργατική. Οι τάξεις αυτές είχαν μια ανομολόγητη έλξη ανάμεσά τους. Οι τάξεις αυτές είχαν μια ανομολόγητη έλξη ανάμεσά τους, που εκδηλωνότανε με τον ομοφυλόφιλο ερωτισμό των παιδιών τους. Και οι διάφορες συνοικίες της Θεσσαλονίκης, συνδέονταν η μία με την άλλη με λεωφορεία και νεανικές διαδρομές, αναζητήσεως συντρόφων. Και έτσι έγινα φανατικός λάτρης της πόλης και των αφανών κατοίκων της. Τα παλιά σπίτια, οι ατελείωτες συνοικίες, οι κεντρικοί μα και οι απόκεντροι δρόμοι της, λειτουργούσαν θρησκευτικά τον ερωτισμό των νεαρών κατοίκων της και την υπέροχη και τόσο προχωρημένη αταξική ερωτική συνείδησή τους. Συγχρόνως μου έγινε αντιληπτό πως ο αρχαίος έρωτας δεν έχει τόση αξία στον καιρό μας, δίχως αυτό το ανομολόγητο αίσθημα αμαρτίας κι ενοχής που μας παρέχει η βυζαντινή θρησκευτική κληρονομιά μας».