Skip to main content

Η νοοτροπία της «αρπαχτής»: Το πάρτι των επιδοτήσεων και η γύμνια μας

Να πώς κάποιοι εννοούν το βιολογικό, την ανάπτυξη της πρωτογενούς παραγωγής, τις ενισχύσεις και την ανάπτυξη. Του Τάσου Τασιούλα.

Το 2005, στο πλαίσιο του Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης έγινε η πρώτη προκήρυξη για την ενίσχυση της βιολογικής κτηνοτροφίας, η οποία μεταξύ άλλων έδινε 796,55 ευρώ για την κάθε χοιρομητέρα! Αποτέλεσμα ήταν να «αναπτυχθεί» απότομα η βιολογική χοιροτροφία στη χώρα μας και να μοιραστούν τεράστιες επιδοτήσεις τα έτη 2006 – 2008.

Τι έγινε στη συνέχεια; Τα γουρούνια αφέθηκαν στην τύχη τους στα χωράφια διαφόρων περιοχών στην Ελλάδα, ενώ ο αριθμός των πραγματικών βιολογικών χοιρινών το 2012 και αφού το πρόγραμμα επιδοτήσεων είχε λήξει επανήλθε στην… κανονικότητα.

Αυτά τα στοιχεία που είναι τα επίσημα από το αρμόδιο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων είναι ενδεικτικά της νοοτροπίας της «αρπαχτής» που έχει ποτίσει όλη την κοινωνία μας. Σήμερα, περιοχές στην Ελλάδα που είχαν βιολογικές μονάδες έχουν μετατραπεί σε τόπο κατοικίας και ανάπτυξης αγριογούρουνων. Τόσες χιλιάδες ελεύθερα ζωντανά δεν είχαμε ποτέ…

Δεν είναι μόνον οι αγρότες, αλλά όλοι όσοι ενεπλάκησαν και ωφελήθηκαν από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, που έρχονται επί δεκαετίες στη χώρα μας κι αντί να αξιοποιηθούν με ένα σοβαρό πλάνο προόδου της παραγωγικής διαδικασίας, της επιχειρηματικότητας κτλ., χρησιμοποιήθηκαν για να φουσκώσουν τσέπες, πορτοφόλια και τραπεζικούς λογαριασμούς.

Πόσοι πραγματικά ήθελαν να αξιοποιήσουν το ευρωπαϊκό χρήμα για να δημιουργήσουν μια υγιή επιχείρηση, για να στραφούν στη βιολογική κτηνοτροφία και γεωργία, για να εκσυγχρονιστούν και να γίνουν ανταγωνιστικοί σε ένα διεθνές περιβάλλον εξαιρετικά δύσκολο, αποδεικνύεται από τα στοιχεία.

Διαχρονικά το αρμόδιο υπουργείο δίνει στοιχεία για τον αριθμό βιολογικά εκτρεφόμενων παραγωγικών ζώων. Λαμβάνω το παράδειγμα της δεκαετίας 2003 – 2012 στην Ελλάδα. Σε όλα τα ζωικά είδη (βοοειδή, πρόβατα, αίγες, πουλερικά, κρεοπαραγωγικά ορνίθια, αυγοπαραγωγικές όρνιθες και μέλισσες) έχουμε αξιοσημείωτη διαχρονική αύξηση και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις θεαματική. Στο μόνο ζωικό είδος που έχουμε διαφορετική διακύμανση είναι οι χοίροι. Το 2003 είχαμε 3.628 βιολογικά εκτρεφόμενους χοίρους στη χώρα μας. Ήρθαν οι επιδοτήσεις και ο αριθμός τους το 2007 έφτασε στους 175.004! Πέντε χρόνια μετά, όταν οι επιδοτήσεις τελείωσαν το 2012 πέσαμε στους 6.292. Και το 2013 μετρήσαμε 4.797…

Στα αιγοπρόβατα έχουμε βιολογικά κρέατα, τα οποία επιδοτούνται, αλλά δεν πωλούνται ως τέτοια, επειδή η τιμή τους στη λιανική θα πρέπει να ανεβεί σημαντικά, αλλά και επειδή χρειάζεται να φτάσει μέχρι σε τυποποίηση και δεν μπορεί να πωλείται στο τσιγκέλι βιολογικό προϊόν. Σφαγεία και τυποποίηση στο αιγοπρόβειο ώστε να αποκτήσει την προστιθέμενη αξία του ως βιολογικό προϊόν δεν υπάρχει ουσιαστικά στην Ελλάδα. Βιολογικό κρέας στην αγορά μπορεί κάποιος να βρει μοσχαρίσιο ή πουλερικά και κάποια χοιρινά (τεμαχισμένα και σφραγισμένα). Η τιμή τους είναι εξαιρετικά πιο υψηλή από την τιμή των «συμβατικών» κρεάτων.

Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στη γεωργία. Βιολογικές καλλιέργειες υφίστανται μόνο και μόνο επειδή η επιδότηση είναι μεγάλη σε σχέση με τις υπόλοιπες και σε μια χώρα που δεν έχουμε τη νοοτροπία της καλλιέργειας ποιοτικών προϊόντων, αλλά έχουμε μάθει πως θα επιδοθούμε στον αγώνα της πιο μεγάλης «αρπαχτής», μόλις η επιδότηση σταματήσει, τότε η καλλιέργεια μετατρέπεται σε ό,τι δίνει τα περισσότερα και άκοπα.

Όσο λειτουργούμε όμως χωρίς πλάνο, μόνο με βάση τη «μόδα της επιδότησης» (όχι τη διατροφική), τόσο θα βυθιζόμαστε και θα αφανίζουμε κάθε δυνατότητα να αποκτήσουμε έναν σοβαρό παραγωγικό ιστό, ανεξάρτητο από επιδοτήσεις και ανταγωνιστικά ισχυρό.

Αυτά γίνονται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν είναι δικό μας «προνόμιο». Όμως με τόσο εξόφθαλμο τρόπο; Ορισμένοι από τους σημαντικότερους ανταγωνιστές μας στις διεθνείς αγορές κατόρθωσαν να δημιουργήσουν όλα αυτά τα χρόνια brand name, να κατακτήσουν τα ευρωπαϊκά ράφια αξιοποιώντας τα τεράστια χρηματικά ποσά της ΕΕ με ορθολογικό τρόπο. Έστησαν αγροτικές επιχειρήσεις, οι οποίες κάνουν θραύση παγκοσμίως.

Δεν είμαστε και δε θα είμαστε ποτέ σε θέση να ανταγωνιστούμε ποσοτικά άλλες χώρες. Ποτέ δε θα μπορέσουμε να παράγουμε περισσότερο στάρι από τη Ρωσία ή ρύζι από την Κίνα. Μπορούμε όμως να παράγουμε πιο ποιοτικό, άρα πιο ακριβό και συνεπώς πιο προσοδοφόρο και να αποκτήσουμε μια καλή θέση στα ράφια παγκοσμίως.

Ορισμένοι το κατάλαβαν. Άλλοι πάλι (οι περισσότεροι δυστυχώς) επιμένουν να ψάχνουν το επόμενο επιδοτούμενο είδος για την επόμενη «αρπαχτή».

Οι ευθύνες επιμερίζονται σε πολλούς. Τι σημασία έχει σε κάτι τόσο γενικευμένο ως φαινόμενο να τις αναζητήσει κάποιος; Η ουσία μένει: Είμαστε άξιοι της μοίρας μας όσο δεν αλλάζουμε κι όσο επιμένουμε να θεωρούμε εαυτούς τους πιο έξυπνους του κόσμου, τους πιο μάγκες, το επίκεντρο των πάντων.

Σε αυτό το πάρτι χορέψαμε όλοι μας. Για κάποιους οι χοροί καλά κρατούν. Για τους υπόλοιπους και κυρίως για τη χώρα δυστυχώς ήρθε ο λογαριασμός.