Skip to main content

Οι εχθροί της βιομηχανίας του Βορρά σε εσωτερικό και εξωτερικό

Από Voria.gr
Η «άστοργη» προς τις βιομηχανίες του βορρά κυβερνητική πολιτική των αρχών του 20ου αι. και η αναγκαία κρατική προστασία στο σήμερα.

Η έντονη σχέση της βιομηχανίας του Βορρά με την κεντρική εξουσία ξεκίνησε από νωρίς, στην ουσία από την πρώτη ημέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό –όπως αναφέρεται στην έκδοση με την ιστορία του ΣΒΒΕ- ότι τον Αύγουστο του 1924 η βραχύβια κυβέρνηση Θεµ. Σοφούλη, µε Υπουργό Εθνικής Οικονοµίας τον Γεώργιο Μαρή, πέρασε από τη Βουλή τον Νόµο 3212/1924 περί συστάσεως υπηρεσίας κρατικών προµηθειών. Ο νόµος περιελάβανε το άρθρο 29, το οποίο είχε ιδιαίτερη σηµασία για τη βιοµηχανία, διότι παρείχε πρόβλεψη για την ενίσχυση της παραγωγής των εγχωρίων προϊόντων. Σύµφωνα µε το άρθρο αυτό, για την εξεύρεση της πλέον συµφέρουσας τιµής οσάκις υπήρχαν προσφορές από το εσωτερικό και το εξωτερικό, στις προσφορές εταιρειών του εξωτερικού θα έπρεπε να προστίθενται οι εισαγωγικοί δασµοί και οι λιµενικοί και δηµοτικοί φόροι, µέχρι 30% της τιµής προσφοράς. Η προσθήκη ποσοστού 30% δεν αποτελούσε «προστασία» της βιοµηχανίας, όπως εκλήφθηκε από ορισµένους, αλλά αποκατάσταση ορθής λογιστικής βάσης για τη σύγκριση των τιµών, δεδοµένου ότι τα εγχώρια βιοµηχανικά προϊόντα βαρύνονταν µε δασµούς και φόρους επί των πρώτων υλών και σε ορισµένες περιπτώσεις και επί των παγίων στοιχείων της εταιρείας. Οι επιβαρύνσεις αυτές δεν υπήρχαν για τα ξένα προϊόντα.

Στον πρώτο διαγωνισµό που έγινε για προµήθεια στρατιωτικών ειδών, η επιτροπή προµηθειών προτίµησε τις προσφορές αγγλικών εργοστασίων. Η απόφαση αυτή ήταν προκλητική, ακριβώς διότι δεν τηρήθηκε το πνεύµα του νόµου. Τα γεγονότα που ακολούθησαν συνδέονται µε τον τότε πρόεδρο του Συνδέσμου Βιομηχάνων Μακεδονίας Κ. Λαμνίδη. Στις 2 Σεπτεµβρίου 1924 οι δύο βασικές υφαντουργίες της Νάουσας κήρυξαν λοκ - άουτ. Η «Έρια» -στην οποία βασικός μέτοχος ήταν ο Κ. Λαμνίδης- γνωστοποίησε στο προσωπικό της τα εξής ότι από 1η Οκτωβρίου σταματάει της λειτουργία της, λόγω ελλείψεως αντικειμένου, αφού η κυβέρνηση πραγματοποιεί τις προμήθειες της από το εξωτερικό. Ανάλογη κίνηση έγινε και από την εταιρία Λαναρά - Κύρτση και Σία.

Οι τοπικές αρχές θορυβήθηκαν και επισήµαναν αµέσως µε αναφορές προς τους ανωτέρους τους ότι υπήρχε φόβος ταραχών, διότι «πολύς εργατικός κόσµος εκ των απόρων προσφύγων» θα έµενε χωρίς δουλειά «και δη εις τα πρόθυρα του χειµώνος». Σε επιστολή του ο νεοδιορισθείς τότε Γενικός ∆ιοικητής Θεσσαλονίκης Ιωάννης Κανναβός έστειλε επιστολή στο Υπουργείο Στρατιωτικών µε την οποία επισήµανε ότι τα δύο εργοστάσια παρήγαν ύφασµα χακί και κλινοσκεπάσµατα, µε ετήσια παραγωγή 450.000 µέτρων και µε συνολικό προσωπικό 850 εργατών. Τα δύο εργοστάσια προσέφεραν πολύτιµες υπηρεσίες στον ελληνικό στρατό, διότι ήταν πάντοτε σε θέση να τον εφοδιάσουν µε πίστωση, και µάλιστα σε στιγµές πολύ κρίσιµες. Επίσης, ήταν τα µοναδικά στην Ελλάδα ως προς τα είδη που παρήγαγαν, είχαν τέλειες εγκαταστάσεις και ήταν εφάµιλλες των ξένων εργοστασίων. Ωστόσο, κινδύνευαν να καταστραφούν τελείως λόγω της «αστόργου» συµπεριφοράς του κράτους και ιδιαίτερα του Υπουργείου των στρατιωτικών, το οποίο «αδικαιολογήτως» απέκλεισε τα εργοστάσια αυτά σε επανειληµµένες δηµοπρασίες». Ανέφερε, μάλιστα, συγκεκριμένες περιπτώσεις, κατά τις οποίες υπήρχε αδικία κατά των εργσοατασίων της Νάουσας.  

Η απάντηση του Υπουργείου Στρατιωτικών στο Γενικό ∆ιοικητή ήταν περιφρονητική. Ο διευθυντής του γραφείου του Υπουργού επέστρεψε το έγγραφο µε τη σηµείωση ότι αρµόδια για να αξιολογήσει τις απόψεις του ήταν η νεοσύστατη υπηρεσία κρατικών προµηθειών. Ο Υπουργός Γεώργιος Κατεχάκης απαξιούσε να ασχοληθεί µε το θέµα. Άλλωστε, σε λίγες µέρες η κυβέρνηση Σοφούλη έπεσε…

Με δύναμη από τη Θεσσαλονίκη

Την Κυριακή 14 Δεκεµβρίου 1924, άρχισε στην Αθήνα το πρώτο πανελλήνιο συνέδριο βιοµηχανίας και ναυτιλίας, που πραγµατοποιήθηκε µε πρωτοβουλία της υπό σύσταση Παµβιοµηχανικής και Πανεφοπλιστικής Οµοσπονδίας. Εκ μέρους του ΣΒΜ μίλησαν οι Κ. Λαµνίδης, Ν. ∆. Πιερράκος και Κ. Ποιµενίδης. Οι παρεμβάσις τους –σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής- έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Ο Ποιµενίδης αναφέρθηκε στην οµιλία του στο ζήτηµα των συγκοινωνιών και επισήµανε ότι το τµήµα της Μακεδονίας ήταν αφηµένο στην τύχη του µε γραµµές «κατά το πλείστον κατεστραµµένας». Έτσι τα µεταφορικά προϊόντα επιβαρύνονταν µε µεγάλες µεταφορικές δαπάνες. Έθιξε επίσης το ζήτηµα των κοµίστρων, που ήταν πολύ υψηλά.

Ο Πιερράκος ανέλυσε το καθεστώς της προστασίας της βιοµηχανίας µε επιχειρήµατα κατά των επικριτών της. Επισήµανε ότι σε κανένα µέρος του κόσµου η βιοµηχανία δεν αναπτύχθηκε χωρίς κρατική προστασία. Επικαλέστηκε µάλιστα τον πρόσφατο «Λόγο του Θρόνου», στη Βρετανία, όπου γινόταν άµεση αναφορά σε προστατευτικά µέτρα που επρόκειτο να ληφθούν προς όφελος της βρετανικής βιοµηχανίας. προθεσµία για την πραγµατοποίηση επενδύσεων. Ο Λαµνίδης, ως πρόεδρος του ΣΒΜ,  πραγµατοποίησε ανασκόπηση της µακεδονικής βιοµηχανίας και σκιαγράφησε το µέγεθός της και τους κλάδους της, µε 100 περίπου εργοστάσια και 10.500 εργάτες. Ενδιαφέρον έχει το τµήµα της οµιλίας Λαμνίδη που κατατάσσει τους αντίπαλους της βιοµηχανίας στις ακόλουθες δύο κατηγορίες:

Πρώτον, σε όσους πίστευαν ότι η προστασία της βιοµηχανίας «συντείνει εις την ακρίβειαν του βίου», λησµονώντας τα δηµοσιονοµικά και κοινωνικά ωφελήµατα από τη βιοµηχανική ανάπτυξη.

Δεύτερον, στους εκπροσώπους των ξένων οίκων «των οποίων τα συµφέροντα βλάπτονται λόγω της µειώσεως της έξωθεν εισαγωγής».

Δύο επισημάνσεις που μέχρι ενός σημείου ισχύουν και σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά.