Skip to main content

Η απόσταση από τον Ηράκλειτο μέχρι το έσχατο χωριουδάκι της Β. Ελλάδας

Δίκτυα που αφορούν υπηρεσίες του κράτους εξελίσσονται και μεταλλάσσονται υπό τη μόνιμη άρνηση και πίεση των τοπικών κοινωνιών.

Ο Ηράκλειτος, ο οποίος έζησε τον 5ο με 6ο π.Χ. αιώνα στην Έφεσο της Ιωνίας, στη Μικρά Ασία, είναι ένας από τους σημαντικότερους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Έγινε γνωστός για την ιδέα της συνεχούς αλλαγής που διέπει το σύμπαν –δική του είναι η φράση «τα πάντα ρει»-, καθώς πίστευε ότι ο κόσμος δημιουργείται από τη «φωτιά», την αντίθεση και τον πόλεμο μεταξύ των αντιθέτων. Ευτυχώς για τον ίδιο έζησε 2.500 χρόνια πριν, όταν οι Έλληνες ήταν δεκτικοί στις αλλαγές, ήταν πρωτοπόροι σε πολλά πεδία, άκουγαν και τιμούσαν τους δασκάλους τους και δεν είχαν ακόμη αποκτήσει τα κουσούρια των απογόνων τους.

Κυρίως δεν ήταν παντογνώστες, ούτε κολλημένοι, όπως σε σημαντικό βαθμό συμβαίνει σήμερα. Άλλωστε το «τα πάντα ρει και ουδέν μένει» που είπε ο Ηράκλειτος ήταν πραγματικά επαναστατικό, εάν σκεφτεί κανείς την εποχή του και την αντίληψη που είχαν τότε για τη ζωή και το σύμπαν οι άνθρωποι. Χιλιάδες χρόνια μετά, στα μέσα της δεκαετίας του 1960 μ.Χ., ένας άλλος Έλληνας που έμελλε να γίνει διάσημος μόνο εντός των συνόρων, κωδικοποίησε μοναδικά τη συντριβή του νεοέλληνα, ο οποίος ξεχνάει –όταν δεν περιφρονεί- τους σοφούς προγόνους του. «Η ζωή αλλάζει / δίχως να κοιτάζει / τη δική σου μελαγχολία» τραγούδησε το 1965 ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος από μικρός απέδειξε την ικανότητα του να νιώθει και να μπορεί να περιγράψει αυτά που συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια, πίσω από τη βιτρίνα. 

Δυστυχώς στη σημερινή Ελλάδα τίποτα δεν εξελίσσεται με ευκολία. Όλες οι αλλαγές, από την πιο μικρή μέχρι την πιο μεγάλη, αποδεικνύονται δύσκολες στην πράξη. Η ευχερής προσαρμοστικότητα δεν χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, κάτι που στα χρόνια της κρίσης, της ύφεσης και του μετασχηματισμού της οικονομίας της χώρας αναδεικνύεται ως δυσκολία ακόμη περισσότερο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της αντίδρασης που συναντούν οι αναδιαρθρώσεις διαφόρων δικτύων οργανισμών και φορέων, που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη λόγω των νέων συνθηκών. Τα παραδείγματα στη Βόρεια Ελλάδα είναι πολλά. Δίκτυα που αφορούν υπηρεσίες του κράτους (συγχωνεύσεις εφοριών, καταργήσεις υποκαταστημάτων ασφαλιστικών ταμείων κ.λπ.) και τράπεζες (κλείσιμο καταστημάτων, επέκταση της ηλεκτρονικής εξυπηρέτησης κ.λπ.) εξελίσσονται και μεταλλάσσονται υπό τη μόνιμη άρνηση και πίεση των τοπικών κοινωνιών, που αντιδρούν πάντα διότι θεωρούν ότι υποβαθμίζονται. Όταν οι εφορίες μιας περιοχής συγχωνεύονται και άρα θα υπάρχει, πλέον, μόνο μία ίσως λίγο πιο μακριά, όταν τραπεζικά υποκαταστήματα με την κλασική έννοια του όρου δίνουν τη θέση τους σε αυτοματοποιημένα συστήματα, όταν υποκαταστήματα ασφαλιστικών ταμείων (ΟΓΑ κ.λπ.) επανασχεδιάζονται προκειμένου να παραμείνουν λειτουργικά και να εξακολουθήσουν να εξυπηρετούν μια περιοχή υπάρχει αντίδραση, που ξεκινάει από τον δήμαρχο και τους τοπικούς βουλευτές και φτάνει μέχρι τη Βουλή και το Μέγαρο Μαξίμου. Κάπως έτσι στη χώρα όπου «ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα» και το ΑΕΠ συρρικνώθηκε σε λίγα χρόνια κατά 25% και κάτι καταργούνται η λογική, τα συστήματα, οι τεχνοκράτες και αποκτούν τα πάντα όχι απλώς πολιτική, αλλά μικροκομματική διάσταση. Σε όλες, μάλιστα, τις περιπτώσεις οι αιτιάσεις των διαμαρτυριών είναι δύο. Αφενός η υποβάθμιση της περιοχής και αφετέρου η ανάγκη της μεγαλύτερης μετακίνησης όσων θέλουν να χρησιμοποιήσουν μια υπηρεσία. Για το μεν πρώτο είναι σαφές ότι συνήθως τα περί αναβάθμισης / υποβάθμισης κινούνται στο πεδίο του συλλογικού μεν, τοπικού δε φαντασιακού. Όσο για τις μετακινήσεις, συνήθως οι αποστάσεις δεν ξεπερνούν τα λίγα χιλιόμετρα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δε χρειάζεται καν μετακίνηση, υπό την προϋπόθεση ότι κάποιος αξιοποιεί τη νέα τεχνολογία.

Η αλήθεια είναι ότι όπως είπε χιλιάδες χρόνια πριν ο Ηράκλειτος «τα πάντα ρει». Ακόμη και πριν από το 2009 υπήρχε μια διαρκής φυσιολογική κινητικότητα, την οποία τότε δεν μπορούσαμε να αποδώσουμε ή να εξηγήσουμε με όρους οικονομικής κρίσης. Για παράδειγμα, πολλά σχολεία σε μικρά χωριά έκλεισαν τις προηγούμενες δεκαετίες λόγω έλλειψης ικανού αριθμού μαθητών και κάποια παιδιά ταλαιπωρούνται με καθημερινές μετακινήσεις για να μάθουν γράμματα. Επίσης –άλλο παράδειγμα- πολλές κοινότητες και δήμοι καταργήθηκαν τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο αρχικά του «Καποδίστρια» κι εν συνεχεία του «Καλλικράτη», ώστε να προκύψουν αυτοδιοικητικά σχήματα μεγαλύτερου μεγέθους, δηλαδή οι σημερινοί δήμοι. Σχεδόν πάντα και σχεδόν παντού υπήρξε αντίδραση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, οργανωμένες κινητοποιήσεις, στις οποίες καταναλώθηκαν μεγάλες ποσότητες ενέργειας.

Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα, κοινωνικά πολυδιασπασμένη, κάτι που οφείλεται και στη γεωφυσική και παγιώθηκε σε άλλες εποχές, όταν οι αποστάσεις ανάμεσα στο χωριουδάκι, το χωριό, το κεφαλοχώρι, την πόλη και την πρωτεύουσα ήταν χειροπιαστές. Σήμερα που όλες οι συνθήκες επιβάλλουν τη σωστή αναλογία κόστους – οφέλους και η επέλαση της τεχνολογίας αλλάζει τα πάντα φέρνοντας τα πάνω – κάτω και το μακριά κοντά το μόνο που ρεαλιστικά μας απομένει είναι η προσαρμογή. Εύκολο να το λέει κανείς, αλλά δύσκολο να το κάνει, όπως φαίνεται στην πράξη. Πλην, όμως, απαραίτητο. Όσο για τους τοπικούς άρχοντες οι οποίοι διαλαλούν ότι εμένα με βγάζουν οι συμπολίτες μου και κανένας άλλος, επομένως στηρίζω τα αιτήματά τους, απλώς δεν έχουν αντιληφθεί το ρόλο τους. Δεν οφείλουν να ακολουθούν, αυτό είναι εύκολο. Υποχρεούνται να συνεργάζονται και να καθοδηγούν, κάτι που ασφαλώς είναι δυσκολότερο, πιο κουραστικό και απαιτεί δημιουργική σκέψη και αυτοθυσία.