Skip to main content

Φεύγει η Esso Pappas, έρχονται κρατικοποιήσεις - πενθήμερο στο δημόσιο

Από Voria.gr
Η ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ, η ανακατανομή των πιστώσεων σε βάρος του ιδιωτικού τομέα και η βιομηχανική αποκέντρωση με κερδισμένο τον Βορρά.

Η δεκαετία του 1980 έχει στο επίκεντρό της την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου στη διακυβέρνηση της χώρας. Μια πολιτική αλλαγή που επηρέασε τις οικονομικές και επιχειρηματικές εξελίξεις. Οι βιομήχανοι της Β. Ελλάδος από πολύ νωρίς διέκριναν τις σοβαρές επιπτώσεις από τη διόγκωση του δημοσίου, τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος  και την αύξηση του δημοσίου χρέους. Μόνο που τότε, την Ελλάδα «σάρωνε» ο σοσιαλιστικός άνεμος της αλλαγής και οι αντίθετες απόψεις δεν είχαν και μεγάλη –ή μάλλον καμία- τύχη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη από το καλοκαίρι του 1981, πριν δηλαδή ο Ανδρέας Παπανδρέου κερδίσει τις εκλογές του Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς, οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας της χώρας –όχι μόνο ο ΣΒΒΕ- διαπίστωναν στο πλαίσιο του συντονιστικού συμβουλίου βιομηχανικών οργανώσεων τις δυσµενείς συνθήκες της ελληνικής και διεθνούς συγκυρίας και την επιδείνωση που είχε υποστεί ή ήδη σοβαρή κατάσταση την οποία αντιµετώπιζε η ελληνική βιοµηχανία στις παραµονές της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Μεταξύ των αιτηµάτων που υπέβαλε το συµβούλιο ήταν η ρύθµιση των δανείων των βιώσιµων επιχειρήσεων, η αναπροσαρµογή της αξίας των παγίων τους (σε συνθήκες έντονου πληθωρισµού), η ρύθµιση του καθεστώτος των κρατικών προµηθειών (για µία ακόµη φορά) και η καθιέρωση σαφών κανόνων για την προστασία του περιβάλλοντος, για να σταθεροποιηθεί το πλαίσιο µέσα στο οποίο γίνονταν επενδύσεις. Την περίοδο εκείνη ο πληθωρισµός και διεύρυνση του ελλείµµατος στο ισοζύγιο πληρωµών ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της συγκυρίας, µε συνέπεια την ανακοπή των επενδύσεων. Ο βασικός λόγος της επενδυτικής ύφεσης ήταν η πτώση της αποδοτικότητας, εξαιτίας της κρατικής οικονοµικής πολιτικής και της διεύρυνσης του δηµόσιου τοµέα. Η αποδοτικότητα των συνολικών κεφαλαίων της βιοµηχανίας έπεσε από 4,6% το 1974 σε 1,6% το 1981,κάτι που αποδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος.

Ανακατανομή πιστώσεων

Σύµφωνα µε έκθεση του Διεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου για την Ελλάδα, κατά την περίοδο 1979 - 1982 επήλθε σοβαρή ανακατανοµή των πιστώσεων σε βάρος του ιδιωτικού τοµέα. Ενώ το 1979 ο ιδιωτικός τοµέας απορρόφησε το 59% των νέων πιστώσεων και ο δηµόσιος το 41%, το 1982 ο ιδιωτικός περιορίστηκε στο 39% και ο δηµόσιος ανάλωσε το 61%. Στη στρέβλωση αυτή αποδίδεται αφενός η µείωση των επενδύσεων στη βιοµηχανία και αφετέρου ο υψηλός πληθωρισµός. Συναφής µε το φαινόµενο αυτό ήταν η διόγκωση των δηµοσίων επιχειρήσεων και η αδυναµία ελέγχου τους. Άλλη επίπτωση ήταν η συρρίκνωση του χρηµατοπιστωτικού προγράµµατος του έτους 1983, η οποία είχε ως αποτέλεσµα οι επιχειρήσεις να στερούνται τα απαραίτητα κεφάλαια κινήσεως που τροφοδοτούν τη λειτουργία τους και να βρίσκονται στην ανάγκη να διακόψουν την παραγωγή τους, υποχρεωµένες να αφήσουν χωρίς εργασία το µεγαλύτερο µέρος του προσωπικού τους». Αλλά η ανεργία στην Κεντρική Μακεδονία είχε προσεγγίσει το 12% και η πιστωτική «ασφυξία» έτεινε να την επιδεινώσει. Η νοµισµατική και πιστωτική πολιτική - µε τη δέσµευση των πόρων για την υψηλή κατανάλωση του Δηµοσίου - αναπαρήγε τον πληθωρισµό και διατηρούσε σε πολύ υψηλό επίπεδο τα επιτόκια, µε αποτέλεσµα να είναι σχεδόν αδύνατον να γίνουν επενδύσεις µεγάλης κλίµακας, και άρα παραγωγή ανταγωνιστικών εξαγώγιµων προϊόντων. Δευτερογενής συνέπεια της κατάστασης αυτής ήταν η καθήλωση των εξαγωγών και η διατήρηση υψηλού ελλείµµατος στο ισοζύγιο πληρωµών.

Υποτίμηση της δραχμής

Τη Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 1983 ανακοινώθηκε αιφνιδιαστική υποτίµηση της δραχµής κατά 15%, προκειµένου να περιοριστούν οι εισαγωγές, που κατέκλυζαν την ελληνική αγορά. Ήταν τότε που ο πρόεδρος του ΣΒΒΕ Παντελής Κωνσταντινίδης  παρατήρησε ότι, αν συνυπολογιζόταν ο πληθωρισµός, τα βιοµηχανικά κέρδη του 1981 ήταν σε απόλυτες τιµές µικρότερα από εκείνα του 1976. Ωστόσο είχαν φορολογηθεί περισσότερο. Κατά κάποιο τρόπο είχε αρχίσει να επικρατεί σταδιακά –ωστόσο επίσημα- η λογική της «τιµωρίας του κέρδους»,  η οποία αποδυνάµωνε κάθε διάθεση για ανάληψη νέας πρωτοβουλίας. Κάτι ανάλογο ζει τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα, με εξίσου αρνητικές επιπτώσεις. Τότε ήταν η ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ και ο ενθουσιασμός του πρώτου έτους, που λειτούργησε ως αντίβαρο. Σήμερα το αντίβαρο είναι, ίσως, η προοπτική εξόδου από τα Μνημόνια. Μόνο που ελάχιστοι πιστεύουν ότι θα συμβεί σύντομα με απόλυτα καθαρό τρόπο, ενώ όλοι είναι απολύτως υποψιασμένοι για τις εξελίξεις.

Επιστροφή στη δεκαετία του 1980. Προκειμένου να στηριχθεί η βιομηχανία ο ΣΒΒΕ επεσήμανε την άμεση ανάγκη για την αναπροσαρµογή του τραπεζικού συστήµατος και την κατάργηση των απαρχαιωµένων κριτηρίων δανειοδότησης. Στα µακροπρόθεσµα ζητήµατα ο ΣΒΒΕ έδωσε προτεραιότητα στην ανάγκη της βορειοελλαδικής βιοµηχανίας για «ικανούς managers για την παραγωγή των οποίων όµως δεν υπάρχουν οι σωστές ανώτατες σχολές» και πρότεινε την εξολοκλήρου αναµόρφωση των δύο «Ανωτάτων Βιοµηχανικών Σχολών της χώρας µας, µε σκοπό να καθιερωθούν σαν σχολές διοικήσεως επιχειρήσεων, κατά το πρότυπο αντιστοίχων σχολών που λειτουργούν στο εξωτερικό».

Βιομηχανικός Βορράς

Σε σχέση µε τη διοικητική αποκέντρωση, ο ΣΒΒΕ εκείνης της εποχής εκτιµούσε ότι είχε επέλθει µετατόπιση του κέντρου βάρους της ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας από το κέντρο στο βορρά, συµπεριλαµβανοµένης της «αλµατώδους αυξήσεως» των βιοµηχανικών µονάδων στη Θράκη, γεγονός που «δέσµευε» την ελληνική πολιτεία «στον τρόπο της αντιµετωπίσεως των προβληµάτων της Βορείου Ελλάδος αλλά και στον τρόπο συµπράξεως των εκπροσώπων αυτής της περιοχής στη διαδικασία λήψεως και υλοποιήσεως αποφάσεων, που αφορούν την οικονοµική ανάπτυξη της χώρας». Ιδιαίτερη έµφαση έπρεπε να δοθεί στην εκµετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Μακεδονίας.

Αποχώρηση Esso

Στην περίοδο 1980 - 1984 ο αριθµός των διυλιστηρίων περιορίστηκε σηµαντικά τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Στη συγκυρία εκείνη, το 1982, η Esso αποφάσισε να διακόψει τη λειτουργία της στην Ελλάδα, χωρίς να επαληθευτούν οι µεγάλες προσδοκίες της δεκαετίας του 1960, παρά τη σοβαρότητα της επένδυσης. Το 1984 το ∆ηµόσιο αγόρασε τις µετοχές της Esso και ανέλαβε τη συνέχιση της εταιρείας, ως ΕΚΟ.

Πενθήμερο και καταλήψεις   

Ο ΣΒΒΕ εξέφρασε αντιρρήσεις για τον τρόπο που εφαρμόστηκε το πενθήμερο στον δηµόσιο τοµέα το 1981, διότι οδήγησε σε νέκρωση της ζωής κατά το Σαββατοκύριακο. Σύµφωνα µε τη διοίκηση του Συνδέσµου, ο τρόπος εφαρµογής υπήρξε στρεβλός και προϊόν «κακής» αντιγραφής του δυτικοευρωπαϊκού προτύπου.
Το καλοκαίρι του 1982 επεκτάθηκε το φαινόµενο των «καταλήψεων» των εργοστασίων, οι οποίες συνόδευαν απεργιακές εκδηλώσεις. Το φαινόµενο προσέλαβε µεγάλες διαστάσεις, αφού εµφανίστηκε σε πάνω από δέκα εργοστάσια της Θεσσαλονίκης. Οι «καταλήψεις» περιλάµβαναν αποκλεισµό της εισόδου του εργοστασίου και παρεµπόδιση της διακίνησης εµπορευµάτων, απαγόρευση εισόδου στους ιδιοκτήτες, τα στελέχη και το προσωπικό, απειλή για χρήση ή και άσκηση βίας σε όποιον δεν απεργούσε. Ο ΣΒΒΕ επισήµανε τις καταστροφικές συνέπειες που είχε για την παραγωγή και τη βιοµηχανία η µέθοδος αυτή εργασιακών διεκδικήσεων. Εξίσου ενδιαφέρον ένα άλλο φαινόµενο, ότι πλέον οι αρχές δεν λάµβαναν µέτρα για την τήρηση της τάξης. Γι’ αυτό και κλήθηκαν από τον ΣΒΒΕ να «σταθµίσουν τις ευθύνες τους για την περαιτέρω πορεία στο χώρο της βιοµηχανίας».
Την 31η Μαΐου 1984 πραγµατοποιήθηκε στην Αθήνα συγκέντρωση, την οποία διοργάνωσαν οι φορείς της ιδιωτικής επιχειρηµατικής δραστηριότητας: Έµποροι, βιοτέχνες, οι φορείς της βιοµηχανίας (του ΣΒΒΕ συµπεριλαµβανοµένου), επαγγελµατίες ανεξάρτητα από µέγεθος, µικροί, µεσαίοι και µεγάλοι, και εν γένει οργανώσεις που εκπροσωπούσαν πάνω από 500.000 οικογένειες. Ήταν η πρώτη µαζική συγκέντρωση του ιδιωτικού επιχειρηµατικού τοµέα στην Ελλάδα µετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο. Aλλά και η τελευταία.
Σύµφωνα µε το ψήφισµα της µεγάλης αυτής συγκέντρωσης «η οικονοµική κατάσταση της χώρας χειροτερεύει διαρκώς και αυξάνει ο ρυθµός των επιχειρήσεων που καθηµερινά υποκύπτουν στα έντονα προβλήµατα και στα εµπόδια που πολλαπλασιάζονται.

Αλλαγή επωνυµίας

Στη γενική συνέλευση της 30.3.1983 αποφασίστηκε η αλλαγή της ονοµασίας του Συνδέσµου σε Σύνδεσµο Βιοµηχανιών Βορείου Ελλάδος, εκφράζοντας την αντίληψη για τη συλλογικότητα των βιοµηχανικών επιχειρήσεων που αποτελούσαν τον Σύνδεσµο. Εδώ και πολλά χρόνια, δεν ήταν πλέον οργάνωση ιδιοκτητών, αλλά φορέας οργανωµένων εταιρειών, στις οποίες η εσωτερική συνοχή συνεργασία αποτελούσαν βασικά στοιχεία της λειτουργίας τους. Όπως αναφέρεται στην έκδοση για τα 100 χρόνια του ΣΒΒΕ η αλλαγή αυτή τη ονοµασίας υπήρξε η µοναδική που δεν αφορούσε τη γεωγραφική του ταυτότητα, αλλά την ταυτότητα των ίδιων των µελών του. Υπ’ αυτή την έννοια υπήρξε σημαντική ιδεολογική εξέλιξη.