Skip to main content

Ξαναγυρίζει η Τουρκία και ο Ερντογάν στην αγκαλιά των ΗΠΑ;

Ο Ερντογάν αναλόγως και της κατάληξης του δημοψηφίσματος θα αναμένει την επισημοποίηση της αμερικανικής πολιτικής για να καθορίσει τη δική του στάση

Είναι σαφής η πρόθεση του Ερντογάν να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ, διαβλέποντας ίσως πως το ζωτικό ζήτημα που τον απασχολεί για την ασφάλεια της Τουρκίας, βρίσκει αντίθετο τον Πούτιν, κι εννοώ την ρωσική υποστήριξη των Κούρδων της Συρίας.

Ως εκ τούτου, κατά την προσφιλή του τακτική να αλλάζει "φιλίες" σαν τον ανεμόμυλο, προσφεύγει πάλι στις ΗΠΑ, ελπίζοντας πως η μη διαμορφούμενη ακόμη πολιτική του Τραμπ, ως προς τον εξωτερικό τομέα, μπορεί να του επιτρέψει αφενός την δημιουργία ελεύθερης ζώνης εντός του συριακού εδάφους -υπό τη δική του επίβλεψη- αφετέρου να αποτρέψει την ίδρυση αυτόνομου κουρδικού κράτους, έστω και εντός συριακής ομοσπονδίας.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι εδώ και καιρό, οι επιθέσεις του κατά της Δύσης στρέφονται μόνον προς την Ευρώπη, ενώ παραλλήλως καθ’ όλη την διάρκεια του προεκλογικού αγώνος, καταγγέλλει μεν τους γκιουλενιστές από τους οποίους θέλει να προστατεύσει τον τουρκικό λαό, αλλά έπαυσε να θέτει ζήτημα έκδοσης του Γκιουλέν από τις ΗΠΑ. Καιρό έχουμε να το ακούσουμε.

Παραλλήλως, έσπευσε να εκδηλώσει την ικανοποίησή του για τον βομβαρδισμό συριακού στρατοπέδου από τις αμερικανικές δυνάμεις, αιτώντας μάλιστα να επαναληφθούν και σε συχνότητα και σε ένταση. Φυσικά, η στάση του αυτή τον έφερε αντιμέτωπο με την Ρωσία, η οποία έσπευσε να εκδώσει ουσιαστικώς ταξιδιωτική οδηγία προφύλαξης των Ρώσων που σκέπτονται να περιηγηθούν την Τουρκία.

Το είδος των αμερικανοτουρκικών σχέσεων εξαρτάται από την στάση των ΗΠΑ ως προς την πολιτική τους έναντι των Κούρδων. Κατά την εποχή του Ομπάμα, ήταν σαφής η υποστήριξη της συμμαχίας συριακών δυνάμεων, στις οποίες πρωτοστατούν οι Κούρδοι, πολιτική που συνεχιζόταν μέχρι τώρα, έως ότου η απόφαση του Τραμπ για εμπλοκή των ΗΠΑ αλλάζει τα δεδομένα, άγνωστο όμως πόσο και πως. Ήδη, έρχονται οι πρώτες ειδήσεις περί συγκεντρώσεως αμερικανικών δυνάμεων στα σύνορα της Συρίας με την Ιορδανία, με άγνωστη την πρόθεσή τους.

Άγνωστο είναι επίσης εάν ο πρόσφατος αμερικανικός βομβαρδισμός στην Συρία, αποτελεί μεμονωμένο γεγονός ή θα υπάρξει και συνέχεια. Οι πληροφορίες είναι αμφιλεγόμενες, καθ’ όσον ο μεν Τραμπ δηλώνει πως εάν "ατακτήσει" εκ νέου ο Άσαντ η αμερικανική κυβέρνηση δεν θα μείνει απαθής, ή πρέσβειρα όμως των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, δήλωσε προχθές ότι η λύση του συριακού πρέπει να προέλθει δια της διπλωματικής οδού, ενώ μέχρι πρότινος εμφανιζόταν πολεμοχαρής.

Ο Ερντογάν, επομένως, αναλόγως και της κατάληξης του δημοψηφίσματος -για το οποίο προφανώς θα μεταχειριστεί κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο να κερδίσει- θα αναμένει την επισημοποίηση της αμερικανικής πολιτικής για να καθορίσει την δική του στάση. Είναι όμως ενδεικτικό ότι απέσυρε ή ακινητοποίησε τις τουρκικές δυνάμεις σε Συρία και Ιράκ, αφενός λόγω της επίδειξης παντελούς ανικανότητάς τους να επιτύχουν κάτι θετικό, αφετέρου λόγω της σθεναράς αντίθεσης Αμερικανών και Ρώσων να αναμιχθεί στην απελευθέρωση των κατεχομένων υπό των τζιχαντιστών πόλεων.

Θεωρητικώς, η Ελλάδα θα μπορούσε να αξιοποιήσει τον ελληνικό παράγοντα της Ομογένειας που έχει λόγο στον Λευκό Οίκο, φαίνεται όμως πως οι εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και οι εσωτερικές πολιτικές ιδιαιτερότητες, δύσκολα θα επέτρεπαν μια ικανοποιητική συνεργασία σε στρατηγικό επίπεδο.

Στον ρωσικό Τύπο εγράφη πως η Ελλάδα πρότεινε στις ΗΠΑ να δεχθεί στο έδαφός της (Σούδα ή Κάρπαθο) την Βάση του ΝΑΤΟ που βρίσκεται στο Ιντσιρλίκ, ώστε να απαλλαχτεί από τους εκβιασμούς ή τις τουρκικές κωλυσιεργίες. Δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να συμβεί αυτό, από την στιγμή που οι ΗΠΑ έχουν ήδη στρατιωτικό αεροδρόμιο στο Κουρδιστάν της Συρίας, το οποίο σε λίγο χρόνο θα μπορεί να αντικαταστήσει το Ιντσιρλίκ.

Ποια θα είναι η θέση της Τουρκίας και της Ελλάδας στο νέο τοπίο που θα διαμορφώσει η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ, θα εξαρτηθεί από την δημοσιότητα αυτής της πολιτικής, αλλά και από την βεβαιότητα ότι θα παραμείνει σταθερή, επειδή μέχρι σήμερα, υπάρχει σαφής διαφοροποίηση των προεκλογικών εξαγγελιών του Αμερικανού Προέδρου με τις πράξεις της κυβέρνησής του.