Skip to main content

Τροφικές αλλεργίες, δυσανεξία ή απλά μόδα;

Η δυσανεξία στη γλουτένη, στη λακτόζη, η αλλεργία στους ξηρούς καρπούς και η αποχή από τη ζάχαρη επηρεάζουν τις διατροφικές συνήθειες πολλών Γερμανών

Οι κοινωνιολόγοι και οι διατροφολόγοι υποστηρίζουν ότι ο αριθμός των «δήθεν προβλημάτων» που προκαλούν τα προϊόντα διατροφής έχουν αυξηθεί στη Γερμανία. Με αφορμή τη σημερινή Ημέρα Κατά των Τροφικών Αλλεργιών στη Γερμανία, τίθεται το εξής εύλογο ερώτημα: τι κρύβεται πίσω από τις αλλεργίες;

Πάσχοντες ή «κατά φαντασίαν ασθενείς»;

«Η τάση να προβληματιζόμαστε για τη διατροφή μας έχει γίνει τα τελευταία χρόνια πιο έντονη. Υπάρχουν πράγματι οι τροφικές αλλεργίες και η δυσανεξία. Υπάρχει όμως και η ραγδαία αύξηση του φαινόμενου, να αισθανόμαστε ή να πιστεύουμε ότι πάσχουμε», επισημαίνει η Γιάνα Ρούκερτ-Γιον που διδάσκει Κοινωνιολογία της Διατροφής στο Πανεπιστημίου της Φούλντα.

Για να χαρακτηρίσει τους ανθρώπους που ακολουθούν τις νέες διατροφικές τάσεις, ο διατροφολόγος και συγγραφέας Ούβε Κνοπ επινόησε τον όρο «υποχόνδριος διατροφής». Κατά τον ίδιο, όποιος αποφεύγει συνειδητά συγκεκριμένα τρόφιμα χωρίς ιατρική διάγνωση, μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Έγκυροι αριθμοί δεν υπάρχουν για να δώσουν μια πιο σαφή εικόνα για τη νέα αυτή διατροφική τάση. Δυστυχώς υπάρχουν μόνο ακραίες μεμονωμένες περιπτώσεις.

Αναμφισβήτητα κάποιες τροφές μπορούν να προκαλέσουν αλλεργίες. Η πιο σοβαρή συνέπεια που μπορούν να επιφέρουν είναι αναφυλακτικό σοκ αλλά και το θάνατο. Σύμφωνα με τις στατιστικές μόνο το 2-3% των ενηλίκων και το 5-6% των παιδιών υποφέρει από τέτοιες αλλεργίες ενώ μόνο το 0,9% των Γερμανών πάσχει από χρόνια πάθηση στο λεπτό έντερο (κοιλιοκάκη) που προκαλείται από τη γλουτένη.

Κοινωνικά προβλήματα

Για τη Ρούκερτ-Γιον η νέα τάση αποχής από συγκεκριμένα διατροφικά προϊόντα έχει κοινωνικό αντίκτυπο. Πιστεύει ότι ακολουθώντας αυτή τη διατροφική τάση «βρίσκει κανείς ένα σημείο αναφοράς και συμμάχους. Όποιος δεν έχει σήμερα αλλεργία ή δυσανεξία είναι κάπως βαρετός», αναφέρει χαρακτηριστικά. Η κοινωνιολόγος πιστεύει ότι η ευημερία ευνοεί τη στροφή πολλών Γερμανών προς τις νέες διατροφικές τάσεις. Όπως αναφέρει, «υπάρχει μεγάλη ανασφάλεια, η οποία σχετίζεται με την υπεραφθονία που υπάρχει. Από τη μία το θέμα της υγείας, δηλαδή οι ασθένειες που συνδέονται με τη διατροφή, και από την άλλη οι αρνητικές συνέπειες στο περιβάλλον. Και μετά έρχεται το θέμα της προσωπικής ευθύνης. Λόγω αυτής της ανασφάλειας παίρνουμε την απόφαση: θα μαζευτώ λίγο. Ουκ εν τω πολλώ το ευ!»

Ενώ μόνο το 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από δυσανεξία στη λακτόζη, η αγορά προσφέρει μια τεράστια ποικιλία σε γάλα από σόγια, καρύδα, ρύζι, αμύγδαλα κτλ. «Αυτά είναι φαινόμενα μιας υπερκορεσμένης κοινωνίας που μπορεί να επιτρέψει την 'ενοχοποίηση' βασικών προϊόντων διατροφής, όπως το γάλα και τα προϊόντα δημητριακών», αναφέρει ο Κνοπ.

«Για το εμπόριο είναι φυσικά κερδοφόρα επιχείρηση. Τα μακαρόνια χωρίς γλουτένη κοστίζουν 1,55 ευρώ ενώ τα κανονικά 49 σεντ», λέει στη συνέχεια. Ο Κνοπ βλέπει την αποχή από κάποιες τροφές και το χλευασμό που αυτή προκαλεί ως ένα νέο πρόβλημα. «Τα άτομα που είναι πράγματι αλλεργικά θα υποφέρουν στο τέλος γιατί το πρόβλημά τους δεν θα θεωρείται πια σοβαρό. Αυτό είναι σαν μια μορφή απευαισθητοποίησης της κοινωνίας», συμπεραίνει ο Κνοπ.

Γκιζέλα Γκρος Ουλρίκε (dpa) / Νατάσα Κουκουγιάννη

Πηγή: Deutsche Welle