Skip to main content

Τρεις καλοκαιρινές ιστορίες για τους μικρομεσαίους του επιχειρείν της Βορείου Ελλάδος

Ιστορίες του καλοκαιριού από τη Θεσσαλονίκη ως το Αιγαίο, με διδακτικό περιεχόμενο για τη μικρομεσαία, μικρή και πολύ μικρή επιχειρηματικότητα της ανάγκης

Οι πραγματικές ιστορίες έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Όχι μόνο επειδή περιγράφουν καταστάσεις που έχουν συμβεί στα αλήθεια κι έχουν περάσει πάνω από το πετσί ανθρώπων, αλλά διότι συχνά ξεπερνούν και την πιο αχαλίνωτη φαντασία. Για αυτό και συνήθως το ενδιαφέρον του… κοινού για να τις πληροφορηθεί είναι αυξημένο. Σημειώστε, λοιπόν, τρεις ολοκαίνουριες καλοκαιρινές ιστορίες -κυριολεκτικά των τελευταίων ημερών-, που καταγράφουν μια πραγματικότητα του… πλανήτη των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Η πρώτη ιστορία εξελίσσεται σε παραθαλάσσιο καφέ μπαρ της Ανατολικής Θεσσαλονίκης στα μέσα της εβδομάδας που διανύουμε. Δύο φίλοι και συνάδελφοι που είχαν καιρό να ιδωθούν αποφάσισαν να τα πούνε ένα απόγευμα με φόντο το ηλιοβασίλεμα και βρέθηκαν να περνούν την είσοδο του συγκεκριμένου καταστήματος. Τους υποδέχθηκε μια νέα κοπέλα, όχι πάνω από 22 – 23 ετών, η οποία αμέσως μετά την «καλησπέρα» και με ταχύτητα πολυβόλου -ενδεχομένως για να μη το ξεχάσει- τους πληροφόρησε ότι εάν καθίσουν και πιούν τον καφέ τους θα πρέπει να πληρώσουν με μετρητά, διότι το μηχάνημα των καρτών, το περίφημο POS, δεν δούλευε. Όταν ο ένας από τους δύο φίλους ρώτησε -περισσότερο για να πει κάτι και λιγότερο από πραγματικό ενδιαφέρον- τι τους συνέβη και δεν έχουν μηχανάκι εκείνη ειδικά την ημέρα, πήρε την αποστομωτική απάντηση ότι αυτό συμβαίνει τις τελευταίες δέκα ημέρες, επειδή το POS έσπασε και δεν το έχουν αντικαταστήσει. Οι δύο φίλοι κάθισαν στο τραπεζάκι σχολιάζοντας το αυτονόητο, ότι πιθανόν η επιχείρηση είχε μπλεξίματα με την εφορία ή την επιθεώρηση εργασίας και γι’ αυτό οι τραπεζικοί της λογαριασμοί έχουν μπλοκαριστεί. Περίπου 90 λεπτά μετά, όταν ήρθε η ώρα να αποχωρήσουν, οι δύο της ιστορίας μας φώναξαν τη σερβιτόρα για να πληρώσουν. Ο λογαριασμός για δύο καφέδες και ένα μπουκάλι νερό ήταν 10,30 ευρώ. Επειδή δεν είχαν ψιλά, αφού οι άνθρωποι αυτοί όπως και πολλοί άλλοι ανάμεσά μας δεν τα χρησιμοποιούν συχνά, έδωσαν χαρτονόμισμα των 20 ευρώ. Η κοπέλα τους έδωσε για ρέστα ένα 5ευρω και τα επόμενα δέκα λεπτά αναζητούσε παντού στο μαγαζί -από το ταμείο μέχρι τους συναδέλφους της και άλλους πελάτες- τα υπόλοιπα 4,70 ευρώ, τα οποία μάζεψε και άφησε κάθιδρη πάνω στο τραπέζι. (φωτογραφία). Μαζί με την απόδειξη που οι πελάτες ζήτησαν, αφού δεν τους ικανοποίησε το -κάτι - σαν – απόδειξη - δελτίο παραγγελίας που τους είχε φέρει. Αποχωρώντας οι δύο φίλοι ρώτησαν απορημένοι την κοπέλα που τους είχε σερβίρει: «Αφού δεν έχετε POS γιατί τουλάχιστον δεν φροντίζετε να έχετε ψιλά για τα ρέστα;». Φυσικά απάντηση δεν έλαβαν, παρά μόνο ένα παγωμένο χαμόγελο.

Η δεύτερη ιστορία έχει ως φόντο ένα νησί στο Αιγαίο -όχι από τα κοσμικά-, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις εξακολουθούν να έχουν αξία. Μία κυρία, λοιπόν, -ας πούμε η Αρετή- τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου αγόρασε από ένα μαγαζί στο κεφαλοχώρι της νότιας πλευράς του νησιού, ένα μικρό χειροποίητο κόσμημα για τη γειτόνισσα και φίλη της Δέσποινα που γιόρταζε την ημέρα της Παναγίας. Της το έδωσε μαζί με τα «χρόνια πολλά», εξηγώντας της ότι αν δεν της άρεσε μπορούσε φυσικά να το αλλάξει στο τάδε μαγαζί, το οποίο άλλωστε είχε μια κοινή τους γνωστή, που κατασκευάζει η ίδια τα χειροποίητα κοσμήματα. Πράγματι, μία από τις επόμενες ημέρες η εορτάζουσα εμφανίστηκε στο μαγαζί -ας πούμε της Μαρίνας- για να αλλάξει το δώρο. Βρήκε, μάλιστα, πίσω από τον πάγκο την ίδια την ιδιοκτήτρια της επιχείρησης και κατασκευάστρια του κοσμήματος. Διάλεξε κάτι που της πήγαινε περισσότερο και όταν ήρθε η ώρα να ξεκαθαρίσουν τον λογαριασμό με τη διαφορά που προέκυψε μετά την αλλαγή, άκουσε έκπληκτη την επιχειρηματία να της λέει με απόλυτα φυσικό τρόπο: «Δέσποινα δεν θυμάμαι πόσο πούλησα το κόσμημα στην Αρετή, δεν της τηλεφωνείς για να μάθουμε; Αν δεν θέλεις θα της τηλεφωνήσω εγώ». Τι να κάνει η Δέσποινα, προκειμένου να ξεμπερδεύει, έβαλε στην άκρη τη… ντροπή και τηλεφώνησε στην Αρετή για να μάθει την αξία του δώρου. Κάπως έτσι η συναλλαγή ολοκληρώθηκε, αλλά η απορία παραμένει: Τι σημαίνει ότι ένας επιχειρηματίας δεν θυμάται πόσο πούλησε κάποιο από τα προϊόντα του μαγαζιού του; Έχει πολύ αδύνατη μνήμη, μνήμη λαγού, οπότε πρέπει να το κοιτάξει ή έστω να καταγράφει τις τιμές; Ή μήπως ότι πουλάει όσο θέλει και όσο βρει αναλόγως τον πελάτη, εάν είναι φίλος ή άγνωστος, Έλληνας ή ξένος; Και η μία και η άλλη εκδοχή έχουν ενδιαφέρον, αλλά καμία από τις δύο δεν συνάδει ούτε με την επιχειρηματική ιδιότητα, ούτε με την εμπορική δεοντολογία, σωστά;       

Η τρίτη καλοκαιρινή μας ιστορία εξελίσσεται στην Πιερία, όταν ένας καθηγητής πανεπιστημίου επισκέπτεται μπιτς μπαρ, συνιδιοκτήτης του οποίου είναι ένας πρώην φοιτητής του, ο οποίος τον έχει καλέσει. Από τη μεταξύ τους συζήτηση κάτω από τις ομπρέλες και πάνω στις ξαπλώστρες, την οποία τροφοδοτεί ο καθηγητής με πραγματικό ενδιαφέρον για τον πρώην φοιτητή του, προκύπτουν τα ακόλουθα ενδιαφέροντα: Πρώτον, ότι ο επιχειρηματίας πρώην φοιτητής ασκεί κανονικά το επάγγελμα που προκύπτει από την επιστήμη που σπούδασε, αλλά μπήκε συνεταίρος στο μπιτσόμπαρο για να συμπληρώνει το εισόδημα. Ανορθόδοξο μεν, καθόλου πρωτότυπο δε. Πολλοί το κάνουν και καλώς το κάνουν. Δεύτερον, ότι αν μια τέτοια επιχείρηση δεν φοροδιαφύγει και δεν εισφοροδιαφύγει είναι σίγουρο ότι θα μπει μέσα, ακόμη κι αν έχει αρκετή δουλειά. Επειδή οι φορολογικοί συντελεστές συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ είναι μεγάλοι, επειδή το ύψος των εισφορών για έναν κανονικά και τυπικά δηλωμένο εργαζόμενο είναι θεόρατο, επειδή ο οικείος δήμος άργησε να βγάλει τον διαγωνισμό και η μισή χρονιά χάθηκε, επειδή το μίσθωμα είναι υψηλό και αυξάνεται 30% ετησίως τα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτά και άλλα τόσα επειδή -λέει ο επιχειρηματίας στον  πρώην καθηγητή του- η μόνο διέξοδος για να βγει το κόστος και να μείνουν και λίγα κέρδη είναι η φοροδιαφυγή και η «γκρίζα» εργασία. Στη δε ερώτηση του τυπικού και κατά τη σκέψη ακαδημαϊκού «γιατί κάνεις τη δουλειά, αφού -όπως λες- χωρίς να κλέψεις δεν υπάρχει όφελος και κινδυνεύεις να μπλέξεις;» η απάντηση είναι ένα αναμενόμενο «όλοι έτσι κάνουν».

Τα τρία στιγμιότυπα πιθανότατα δεν απηχούν τον κανόνα. Ούτε, όμως, αποτελούν την εξαίρεση. Είναι χαρακτηριστικά του τρόπου που σε γενικές γραμμές ασκείται στη χώρα μας η μικρομεσαία, μικρή και πολύ μικρή επιχειρηματικότητα της ανάγκης. Και ενός βιοπορισμού, που δια μέσου υπόγειων διαδρομών και πολυδαίδαλων μηχανισμών ταυτίζεται με την ίδια την επιβίωση κάποιων ανθρώπων και κάποιων οικογενειών. Μια επιχειρηματικότητα που δεν βασίζεται σε κάποιο δημιουργικό όραμα, αλλά ούτε και σε κανόνες, καθώς όσοι την ασκούν συχνά κλέβουν -αλήθεια γιατί να μας τρομάζουν οι λέξεις;- ακόμη και τον ίδιο τους τον εαυτό, έστω κι αν δεν το ξέρουν, δεν το αντιλαμβάνονται και δεν το συνειδητοποιούν. Μια μικρο-επιχειρηματικότητα που βασίζεται σε πρωτοφανή… οικονομικά δόγματα, όπως -για παράδειγμα- το «δικό μου είναι το ακίνητο, οπότε δεν υπολογίζω ενοίκιο» ή το «δουλεύω κι εγώ στο μαγαζί, που αν δεν βγάλει έναν μήνα δεν πληρώνομαι». Όλα αυτά που μπορεί να φαίνονται λογικά -ενδεχομένως και… λεπτομέρειες-, νοθεύουν πλήρως τον ανταγωνισμό στην αγορά, που παραμένει και πάντα θα είναι το οξυγόνο της ανάπτυξης και της οικονομικής προόδου.