Skip to main content

Το στοίχημα για την αναγέννηση της αμυντικής βιομηχανίας

Ποιοι εμποδίζουν την ανάπτυξη; Από τη δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού στα κυκλώματα «μεταπρατών» και «μεσαζόντων».

Ποιοι εμποδίζουν την ανάπτυξη; Σ’ αυτό το ερώτημα υπάρχουν πολλές απαντήσεις, με την πιο πειστική ότι φταίει η δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Υπάρχει όμως και ένα μεγάλο κύκλωμα «μεταπρατών» και «μεσαζόντων» που είτε μόνοι τους είτε σε συνεργασία με εταιρίες της αλλοδαπής, επιχειρούν -και επιτυγχάνουν- την απαξίωση της παραγωγής προς όφελος του εμπορίου – όχι του υγιούς δυστυχώς.

Ελπίζω, οι διαπιστώσεις τις οποίες έκανε ο αναπλ. Υπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Ήσυχος, να έχουν και αντίκρισμα. Και η προσπάθεια -λόγω Μνημονίου- να ιδιωτικοποιηθούν και οι λίγες εναπομείνασες και υπολειτουργούσες αμυντικές βιομηχανίες μας, να παραμείνουν σε ελληνικά χέρια και εν πλήρη λειτουργία.

Στην ομιλία του στο συνέδριο Exposec Defenseworld είπε ο κ. Ήσυχος μεταξύ άλλων: «Έβαλα προσωπικό στοίχημα για την ανασυγκρότηση και ανασύσταση της κρατικής αμυντικής μας βιομηχανίας. Γνωρίζω τη δυσκολία του έργου, γνωρίζω την υπονόμευση που θα επιχειρήσουν σε αυτό το όραμα, γνωρίζω ποιοι δεν θέλουν ισχυρή αμυντική βιομηχανία.

» Αυτή τη στιγμή σε ολόκληρη των επικράτεια, υπάρχουν εφτά κρατικά εργοστάσια διεσπαρμένα, που διαθέτουν πανάκριβα μηχανήματα, που διέθεταν και διαθέτουν ακόμη και σήμερα πρωτοποριακή τεχνογνωσία. Όταν όμως, η χώρα προσχώρησε στα περίφημα «μνημόνια», τα πράγματα άλλαξαν. Όλοι γνωρίζουν και ακόμη περισσότερο οι δανειστές, ότι η αμυντική βιομηχανία μπορεί να αποφέρει σημαντικά έσοδα.

» Γι’ αυτό και στοχοποιήθηκε και μπήκε σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης, προκειμένου να διαλυθεί και οι αμυντικοί εξοπλισμοί της Ελλάδας, να προσφέρουν πρόσφορο έδαφος εις το διηνεκές για κερδοσκοπία και αισχροκέρδεια. (…) Η έλλειψη πόρων και ανθρώπινου δυναμικού ήταν στοχευμένη, ενώ εκβιαστική υπήρξε και η στάση της Ευρωπαïκής Επιτροπής Ανταγωνισμού.

» Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να υπάρχουν μεν παραγγελίες, τα συμβατικά χρονικά περιθώρια να είναι ασφυκτικά, η ενίσχυση των δημοσίων εσόδων του κράτους ισχνή, διότι οι παραγγελίες δεν μπορούν να εκτελεστούν. Και ο λόγος να είναι ο εξής: Υπάρχουν τα μηχανήματα, αλλά δεν υπάρχει ανθρώπινο δυναμικό για να τα δουλέψει, το οποίο αποτελεί την αρχή αλλά και το τέλος αυτού που ονομάζουμε αλυσίδα παραγωγής».

Να υπενθυμίσω, ότι κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, η Ελληνική Αστυνομία είχε ανάγκη από μεγάλο αριθμό πιστολιών. Και ενώ η ελληνική παραγωγή μπορούσε να τα παράγει με 9 δολ. το καθένα, τα ίδια πιστόλια αγοράστηκαν από γερμανική εταιρία προς 35 δολ. Αυτό είναι ένα μικρό δείγμα της απαξίωσης της ελληνικής παραγωγής προς όφελος της αισχροκέρδειας.

Ο Μακεδών

Υ.Γ. Οφείλω μια απάντηση στην φίλη «Άννα» της οποίας τα σχόλια -διατυπούμενα με σοβαρότητα- είναι χρήσιμα. Σε προηγούμενο σημείωμά μου σχετικό με άρθρο-ανάλυση του Stratfor, η «Άννα» σημειώνει μεταξύ άλλων, ότι αυτά που δημοσιεύει το Stratfor δεν είναι απαραιτήτως όσα πιστεύει η αμερικανική κυβέρνηση… και ότι ανεξαρτήτως ποιος κυβερνά υπάρχουν -ως σύμβουλοι- εξειδικευμένοι υπάλληλοι, ώστε η τεχνογνωσία να μη χάνεται με κάθε καινούργια κυβέρνηση και η χώρα να μπορεί να συνεχίζει χωρίς διακοπή. Την γνώση αυτού του τεχνογνωσικού μηχανισμού εκφέρει η Stratfor.

Έτσι είναι, να σημειώσω όμως, ότι πράγματι συνεχίζεται χωρίς διακοπή η παροχή της τεχνογνωσίας, μόνον που δεν ακολουθείται η ίδια πολιτική από τις αμερικανικές κυβερνήσεις. Δεν είναι άγνωστο, ότι σε κυβερνήσεις δημοκρατικών έχουν το πάνω χέρι οι εταιρείες οπλικών συστημάτων, ενώ πίσω από τους ρεπουμπλικάνους βρίσκονται οι πετρελαιάδες. Και αναλόγως διαμορφώνεται η αμερικανική τακτική -με τη στρατηγική φυσικά να μένει αναλλοίωτη- (είχε καταγγελθεί στον δυτικό Τύπο, ότι άδειασαν οι αποθήκες κατά τους βομβαρδισμούς στην Σερβία, ενώ ήδη αυτή δε πρόβαλε αντίσταση, προς μεγάλη ικανοποίηση των εταιρειών, που πήραν παραγγελίες για επανεφοδιασμό του αμερικανικού στρατού).

Βλέπουμε την αλλαγή πολιτικής, με το διάφορο ενδιαφέρον που επιδεικνύεται από τις εναλλασσόμενες κυβερνήσεις στις ΗΠΑ, να ρίχνουν περισσότερο βάρος άλλοτε στην Ασία, άλλοτε στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η σημερινή κυβέρνηση τω ΗΠΑ, που άφησε στην Γερμανία την «καθοδήγηση» των Βαλκανίων, την απέσυρε λόγω των γεγονότων της Ουκρανίας, και ανέλαβε η ίδια την διαμόρφωση φιλικής προς αυτήν πολιτικής των βαλκανικών κρατών.

Θα έπρεπε να αφιερωθούν πολλές σελίδες σ’ αυτό το θέμα, ελπίζω πάντως οι διπλωμάτες μας να αντιλαμβάνονται εγκαίρως τις εναλλαγές της αμερικανικής πολιτικής στην τακτική, ώστε να προσαρμόζονται αναλόγως.

Μ.