Skip to main content

Το πνεύμα του παππού Αριστοφάνη πλανάται πάνω από τη Θεσσαλονίκη

Ένα δίστιχο που βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στην οικονομία της χώρας και ειδικότερα στην αγορά της Θεσσαλονίκης, όπου η φοροδιαφυγή οργιάζει...

«Αν λέγαμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους / θα γέμιζε φαντάσματα το νόημά τους».

Αυτός ο στίχος από ένα χορικό της «Λυσιστράτης» του Αριστοφάνη, όπως την ανέβασαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Σταμάτης Κραουνάκης και η Λίνα Νικολακοπούλου ταιριάζει γάντι σε πολλά από αυτά που ζούμε στην Ελλάδα. Όχι μόνο στα τελευταία χρόνια της ύφεσης, αλλά εδώ και δεκαετίες.

Ένα δίστιχο με απόλυτη εφαρμογή στην οικονομία της χώρας, αλλά και –για να το περιορίσουμε ακόμη περισσότερο- στην αγορά της Θεσσαλονίκης. Το αποτέλεσμα των ελέγχων που πραγματοποίησε η Υπηρεσία Ερευνών και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ), που ανήκει στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, την περασμένη Παρασκευή στα «κινέζικα», αλλά και το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι αποκαλυπτική. Όπως έγραψε πρώτη η Voria.gr ελέγχθηκαν 30 επιχειρήσεις και διαπιστώθηκαν φορολογικές παραβάσεις στις 29 από αυτές. Με απλά λόγια και χωρίς διπλωματικές εκφράσεις: ένα μεγάλο μέρος της αγοράς της Θεσσαλονίκης –κυρίως αυτό που βρίσκεται στα χέρια μικρών και μεσαίων επιχειρηματιών και εμπόρων - φοροδιαφεύγει, φοροαποφεύγει και φοροκλέβει συστηματικά. Αν υπάρχει ένα περιορισμένο ποσοστό νόμιμων και τυπικών επαγγελματιών απλώς επιβεβαιώνει έναν κανόνα γενικευμένης ανομίας. Αυτό συνέβαινε πάντα, επισημαίνουν παλιοί εφοριακοί, μόνο που το ενδιαφέρον των ελεγκτικών μηχανισμών του υπουργείου Οικονομικών ήταν κατά κανόνα αποκλειστικά προσανατολισμένο στις μεγάλες επιχειρήσεις, με άνωθεν εντολές. Στην ουσία μιλάμε αφενός για εθισμό στα πρόσθετα κέρδη και… αλλεργία στη φορολογική συμμόρφωση.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στα πρατήρια καυσίμων, αφού οι διαρκείς έλεγχοι με ειδικά οχήματα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, δείχνουν ότι περί το 15% των συγκεκριμένων επιχειρήσεων στη Θεσσαλονίκη διαθέτει στους πελάτες του περίπου 10% λιγότερα καύσιμα από όσα πληρώνουν. Ούτε αυτό είναι καινούριο. Ούτε, βέβαια, η νοθεία των καυσίμων, την οποία από καιρού εις καιρόν βιώνουν οι οδηγοί, χωρίς να μπορούν να βρουν το δίκιο τους. Το πολύ πολύ να μην ξαναβάλουν βενζίνη από τα συγκεκριμένα πρατήρια.

Η κατάσταση είναι εξοργιστική έτσι κι αλλιώς. Κανείς δεν ανέχεται να τον κλέβουν. Όπως και κανείς δεν πρέπει να ανέχεται κάποιους να κλέβουν το κράτος, δηλαδή το κοινό μας ταμείο. Διότι πέρα από το αυτονόητο και αυταπόδεικτο αδίκημα υπάρχει και το μείζον ζήτημα του αθέμιτου ανταγωνισμού, κάτι εμφανώς διαβρωτικό και αντικοινωνικό. Πολύ περισσότερο όταν συμβαίνει στα χρόνια των Μνημονίων με τους Έλληνες πολίτες –κυρίως τους πιο αδύναμους, όπως είναι οι συνταξιούχοι- γονατισμένους. Με αυτό το δεδομένο πως είναι δυνατόν ο μικρομεσαίος που συστηματικά κλέβει μέσω της φοροδιαφυγής το κράτος και συγχρόνως υπονομεύει τη δραστηριότητα των συναδέλφων – ανταγωνιστών του, να διαμαρτύρεται για τα «λουκέτα» στην αγορά και τη μείωση των συντάξεων; Υποκρισία κακής ποιότητας, που διεκδικεί «χρυσό βατόμουρο».

Στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια της κρίσης οι φορείς που εκπροσωπούν εμπόρους και επαγγελματίες διαμαρτύρονται συνεχώς και αδιαλείπτως –σχεδόν καθημερινά- για την κατάσταση στην οικονομία. Για την υπερφορολόγηση, για τα «λουκέτα», για την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, για τη μείωση των εισοδημάτων και της κατανάλωσης. Τα θέματα της φοροδιαφυγής δεν βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Εδώ που τα λέμε δεν ήταν ποτέ. Πρόκειται για θέμα ταμπού, που όλοι το γνωρίζουν, πολλοί το εφαρμόζουν και το εκμεταλλεύονται –στα καλά χρόνια για να πλουτίσουν και στα δύσκολα για να επιβιώσουν με τον τρόπο τους-, αλλά κανείς δεν ασχολείται μαζί του, πέρα από τυπικές αναφορές –κάτι σαν φύλο συκής. Συχνά η αγορά βολεύεται να στρουθοκαμηλίζει ή να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της. Για τη φοροδιαφυγή πάντοτε φταίνε οι πολυεθνικές, οι μεγάλες αλυσίδες, οι τράπεζες, οι βιομηχανίες, τα διυλιστήρια. Οτιδήποτε, δηλαδή, έχει μεγάλο μέγεθος, ώστε να μη μπορεί να προσωποποιηθεί. Οτιδήποτε και οποιοσδήποτε –κατά την αγορά- «κλέβει επίσημα, με ειδικές ρυθμίσεις της Βουλής, με τριγωνικές συναλλαγές με την Ελβετία, με διατάξεις της Τράπεζας της Ελλάδος». Ο μικρομεσαίος είναι στη χειρότερη περίπτωση ένας Γιάννης Αγιάννης, που κλέβει ένα καρβέλι από το φούρνο για να μην πεθάνει από την πείνα. Βολικό σενάριο, πολύ μακριά από την ελληνική πραγματικότητα, αλλά και από την καθημερινότητα της Θεσσαλονίκης.

Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα μπορεί να είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα είναι και μία από τις πιο επώδυνες πληγές της που διαρκώς αιμορραγεί –υπάρχουν κι άλλες. Μόνο που αυτά δε είναι εύκολο να ειπωθούν από τους ανθρώπους που εκλέγονται σε εθνικό, τοπικό ή κλαδικό επίπεδο. Βλέπετε, οι μικρομεσαίοι είναι πολλοί. Και όπως έχει αποδειχθεί κανείς δεν αγαπάει –πολύ περισσότερο δεν ψηφίζει- αυτόν που τον λέει κλέφτη, έστω εν δυνάμει. Όλοι όμως όσοι βρίσκονται καθημερινά στην αρένα των καθημερινών συναλλαγών γνωρίζουν τι συμβαίνει με απόλυτη ακρίβεια. Ας μη ξεχνάμε το πνεύμα του σοφού παππού Αριστοφάνη: «Αν λέγαμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους / θα γέμιζε φαντάσματα το νόημά τους».