Skip to main content

Η βιομηχανία της Βόρειας Ελλάδας και οι πολιτικάντικες ενισχύσεις

Η ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης της χώρας είναι καθήκον της πολιτείας. Όχι, όμως, με ανόητες παροχές, που είναι βέβαιο ότι θα ζητηθούν πίσω...

Του Γιάννη Δώρα

Πριν από έναν χρόνο περίπου, στην πρώτη πανηγυρική παρουσίαση του λευκώματος και του ντοκιμαντέρ για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος ο κ. Μαργαρίτης Σχοινάς, ο πλέον υψηλόβαθμος Έλληνας της Κομισιόν, δεξί χέρι του Ζαν Κλωντ Γιουνγκέρ, στην ομιλία του είχε σχολιάσει ότι ανάπτυξη δε γίνεται με υπουργικές αποφάσεις και Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου. Με τον τρόπο αυτό είχε σχολιάσει την πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης, μόλις λίγες ημέρες πριν, να δώσει στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης ζεστό χρήμα 30 εκατ. ευρώ από τα αποθεματικά της «κακής» Αγροτικής τράπεζας που είναι βασικός μέτοχος της εταιρείας. Ήταν τότε που ο υπερυπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Παναγιώτης Λαφαζάνης αποφάσιζε όχι με βάση το κανονιστικό πλαίσιο μιας χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά με τη λογική της… λαοκρατίας. Γιατί πολλοί είχαν απορρήσει τότε αν η συγκεκριμένη κίνηση, η οποία μάλιστα πολυδιαφημίστηκε, ήταν συμβατή με το γράμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διότι με το πνεύμα σίγουρα δεν ήταν. Άλλωστε ο ίδιος ο τότε υπουργός δε φημίζεται για την φιλοευρωπαϊκή του διάθεση…

Η υπόθεση αυτή έρχεται εμμέσως στην επικαιρότητα μετά την ανακοίνωση της Κομισιόν ότι παραπέμπει την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για μη ανάκτηση ασυμβίβαστων κρατικών ενισχύσεων από την ΛΑΡΚΟ (136 εκατ. ευρώ) και την Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία (37 εκατ. ευρώ). Στη μεν κρατική μεταλλουργία ΛΑΡΚΟ που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα επί πολλά χρόνια, χορηγήθηκαν κρατικές εγγυήσεις και το Δημόσιο συμμετείχε σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου την περίοδο 2008 – 2011, στη δε Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία, του πάλαι ποτέ ομίλου Λαναρά με πολλά εργοστάσια στη Βόρεια Ελλάδα, από το 2007 έως το 2009, οι ελληνικές αρχές χορήγησαν κρατική εγγύηση και αναδιάταξαν ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Τον Ιούλιο του 2012 η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία ξεκίνησε διαδικασίες ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων, που σταμάτησαν τον Δεκέμβριο του 2015, προκειμένου να βρθεί τρόπος τα εργοστάσια της να δουλέψουν και πάλι.

Πρόκειται για δύο από τις πολλές περιπτώσεις που το ελληνικό δημόσιο επιχειρεί να κάνει κοινωνική πολιτική χωρίς αρχή μέση και τέλος. Όχι μόνο διότι παρέχει χωρίς τεκμηρίωση κεφάλαια και εγγυήσεις από το δημόσιο ταμείο, κάτι που αντικειμενικά νοθεύει τον ανταγωνισμό, αλλά και διότι δεν φροντίζει για πένα μακροπρόθεσμο σχέδιο σωτηρίας αυτών των επιχειρήσεων, κάτι που ασφαλώς θα ελάφρυνε τη θέση του και θα μείωνε μέχρι εξαφανίσεως τις κατηγορίες. Πιθανόν διότι οι εταιρείες αυτές –και πολλές άλλες που βρίσκονται σε αυτή την κατηγορία χάρη στις παρεμβάσεις υπουργών και βουλευτών- δεν μπορούν να σωθούν με επιχειρηματικά κριτήρια και διατηρούνται στη ζωή προς χάριν των θέσεων εργασίας και των εργαζομένων, πολλοί εκ των οποίων βρίσκονται κοντά στη σύνταξη. Όπως καλή ώρα γίνεται στο ασφαλιστικό, που η κοινωνία στέλνει επί δεκαετίες το λογαριασμό στους επόμενους, οι οποίοι πλέον δεν μπορούν να τον πληρώσουν.  

Μόνο που στις σοβαρές χώρες τα πράγματα δε γίνονται με αυτό τον τρόπο. Φανταστείτε, δηλαδή, να μην ήταν η χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να μην ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει κάποιους συγκεκριμένους κανόνες!

Η ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης της χώρας, που ενδιαφέρει πολύ τη Β. Ελλάδα, είναι καθήκον της ελληνικής πολιτείας, που οφείλει να στηρίζει την επιχειρηματικότητα. Όχι με ανόητες παροχές, που είναι βέβαιο ότι θα ζητηθούν πίσω σε μεταγενέστερο χρόνο, αλλά με βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος. Με απλοποίηση του αδειοδοτικού συστήματος, με τακτοποίηση των χωροταξικών εκκρεμοτήτων, με φορολογικά κίνητρα συμβατά με την κοινοτική Επιτροπή Ανταγωνισμού, με γρήγορη εξυπηρέτηση των επιχειρήσεων σε όλα τα θέματα. Απλά πράγματα, που αποδεικνύονται πολύ δύσκολα για μια χώρα με σύστημα που κινείται στα όρια του υπαρκτού σοσιαλισμού. Όπου η γραφειοκρατία είναι μεροκάματο –άσπρο και μαύρο. Και όπου οι περισσότεροι πολιτικοί πορεύονται με δύο τρόπους: Με τη διαιώνιση των εκκρεμοτήτων και την αυθαίρετη (δήθεν) διαχείριση του δημόσιου ταμείου, εν ονόματι του λαού.