Skip to main content

Το «νέο» και το «παλιό» αντικαθιστά τον λαϊκισμό του αντιμνημονίου

Οι όροι «μνημονιακός» και «αντιμνημονιακός» και γερμανοτσολιάς» ή «μερκελιστής» βρήκαν μπροστά τους άλλους όρους διαχωρισμού.

Όσοι ανακουφίστηκαν που στα δύο κόμματα εξουσίας εξέλειπαν οι όροι «μνημονιακός» και «αντιμνημονιακός», αλλά και οι δυσφημιστικοί «γερμανοτσολιάς» ή «μερκελιστής», αφού πλέον και τα δύο ακολουθούν την ίδια πορεία, βρήκαν μπροστά τους άλλους όρους διαχωρισμού.

Υπάρχουν Έλληνες που έλκονται από το «παλιό» και Έλληνες από το «νέο». Και όπου το παλιό είναι κάτι το καθυστερημένο, ενώ το νέο είναι προοδευτικό. «Παλιό» δηλαδή είναι ο ελληνικός τρόπος ζωής που διατηρείται επί χιλιετίες, ενώ «νέο» είναι όλες οι ανατροπές που υφίσταται, χωρίς όμως από πουθενά να αποδεικνύεται ότι αυτές οι ανατροπές είναι επί τα βελτίω, ή επί τα χείρω.

Στην ουσία, οι όροι «παλιό» και «νέο» αντικαθιστούν τους γνωστούς «συντηρητικός» και «προοδευτικός». Όπου η «προοδευτική» προπαγάνδα πέτυχε να διαστρεβλωθεί ο όρος «συντηρητικός» -όπως και να δυσφημιστεί ο όρος «δεξιός»- ενώ σημαίνει την ιδεολογία προσεκτικής, βήμα-βήμα πολιτικής προς τα εμπρός, για διατήρηση της σταθερότητας, χωρίς αναταράξεις στο εσωτερικό και τις διεθνείς σχέσεις.

Από πού συνάγεται ότι ο «συντηρητισμός» -δηλαδή κεντροδεξιά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα- στερούνται προοδευτικότητας; Όλες οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες μετά τον πόλεμο, με τέτοια ιδεολογία προχώρησαν. Από την άλλη πλευρά η «προοδευτικότητα» δοκιμάσθηκε στις σοβιετικές χώρες, του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Την «πρόοδο» και το «νέο» που έφερε η λενινιστική επανάσταση την γνώρισαν οι λαοί στο «πετσί» τους, όπως λέγεται, και την παρακολουθούσε με θλίψη η υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Επομένως, η διάκριση σε «παλιός» και «νέος» είναι ένα καινούργιο εφεύρημα άνευ ουσίας, αλλά με επικοινωνιακή αξία. Και τούτο επειδή όπως είπα ανωτέρω, το νέο ταυτίσθηκε με το προοδευτικό, ενώ το παλιό με την οπισθοδρόμηση. Η αλήθεια είναι πως, επειδή οι μάζες «δεν σκέπτονται, αλλά αισθάνονται», ο διαχωρισμός φέρει κέρδος για την αριστερά, η οποία πάντα βγαίνει κερδισμένη στο επικοινωνιακό παιχνίδι, επειδή αντιπολιτεύεται και δεν κυβερνά. Το επτάμηνο που διέρρευσε, δεν γνωρίζω αν είναι αρκετό για να συνειδητοποιήσει το εκλογικό σώμα, τι είναι αυτό το «νέο».

Οι χρησιμοποιούμενοι όροι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Θετικά και αρνητικά στοιχεία μπορεί κανείς να βρει και στους δύο. Άλλωστε, τα πάντα στην πολιτική εξαρτώνται εκ του αποτελέσματος. Και όσο νωρίτερα γίνει αυτό αντιληπτό, τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες να παρασύρεται ο ψηφοφόρος από συνθήματα. Και κάποτε να εξηγηθεί, γιατί η κατάργηση των Πειραματικών σχολείων ενέχει τι το θετικό ως «νέο», ενώ η διατήρησή τους είναι οπισθοδρομική ως «παλαιό».

Ο Μακεδών

Υ.Γ. Και επειδή, συνηθίζεται κατά τα τελευταία χρόνια όχι να υπερψηφίζουμε τον καλό, αλλά να καταψηφίζουμε τον κακό, να τον «μαυρίζουμε» δηλαδή, θεωρώ καλό να υπενθυμίσω στους αναγνώστες, πώς προήλθε η έκφραση «τον μαύρισα».

Πριν από πολλά χρόνια στο ελληνικό κράτος, πριν καθιερωθεί το ψηφοδέλτιο, σε κάθε εκλογικό τμήμα την ημέρα των εκλογών υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι ήταν και οι υποψήφιοι. Η κάθε κάλπη χωριζόταν εσωτερικά σε δύο μέρη που αντιστοιχούσαν, εξωτερικά, σε δύο χρώματα, το άσπρο (θετική ψήφος) και το μαύρο (αρνητική ψήφος).

Ο ψηφοφόρος έπρεπε να περάσει από όλες τις κάλπες και να πάρει από τον κάθε υπάλληλο (σφαιροδότη), που στεκόταν μπροστά από κάθε κάλπη, το σφαιρίδιο. Ο σφαιροδότης φώναζε δυνατά το όνομα του υποψήφιου και ο ψηφοφόρος έριχνε το σφαιρίδιο μέσα από έναν σωλήνα, στη μεριά που επιθυμούσε.

Σε περίπτωση που ο ψηφοφόρος ήθελε να καταψηφίσει έναν υποψήφιο έριχνε το σφαιρίδιο στη μαύρη πλευρά της κάλπης, εξ ου και οι δημοφιλείς εκφράσεις «μαύρο που έχει να φάει», «θα τον μαυρίσω», «τον μαύρισα» κλπ. Αντιθέτως, όταν ήθελε να τον υπερψηφίσει έριχνε το σφαιρίδιο στην άσπρη πλευρά της κάλπης.

Μ.