Skip to main content

Το λιμάνι του Μεγάλου Κωνσταντίνου στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης

Πώς μπαζώθηκε το βυζαντινό λιμάνι της πόλης. Οι αιτίες που χάθηκε και διαμορφώθηκαν τα Λαδάδικα, όπως τις παρουσιάζουν οι Μπλιώνης και Τρεμόπουλος.

Πόσοι Θεσσαλονικείς γνωρίζουν ότι η περιοχή των Λαδάδικων ήταν κάποτε λιμάνι και μάλιστα λιμάνι που κατασκεύασε ο Μ. Κωνσταντίνος; Μια πολύ ενδιαφέρουσα εισήγηση για το «Κωνσταντίνειο» λιμάνι της Θεσσαλονίκης και το μπάζωμά του, παρουσιάζουν στο 6ο Περιβαλλοντικό Συνέδριο Μακεδονίας, που αρχίζει την ερχόμενη Παρασκευή στη Θεσσαλονίκη, δυο στελέχη της Οικολογικής Κίνησης Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Μπλιώνης και ο Μιχάλης Τρεμόπουλος.

Στην εισήγησή τους με θέμα «Το μπάζωμα του λιμανιού του Μ. Κωνσταντίνου και τα ιστορικά μαθήματα για τη διαχείριση των χειμάρρων της Θεσσαλονίκης», οι κ.κ. Μπλιώνης και Τρεμόπουλος, κάνουν μια λεπτομερή καταγραφή της διαχρονικής πορείας μιας κεντρικής περιοχής της πόλης, όπου κάποτε υπήρχε το βυζαντινό λιμάνι του Μ. Κωνσταντίνου. Της περιοχής των σημερινών Λαδάδικων...

«Η εντατική υλοτόμηση και βόσκηση των δασών της Θεσσαλονίκης από τα τέλη της βυζαντινής περιόδου οδήγησαν σε έντονα διαβρωτικά φαινόμενα, που οδήγησαν σε αύξηση της στερεοπαροχής των χειμάρρων και των προσχώσεων στις εκβολές τους. Μια ιδιαίτερη συνέπεια αυτών των φαινομένων φαίνεται ότι ήταν και η σταδιακή επιχωμάτωση του βυζαντινού λιμένα του Μ. Κωνσταντίνου. Διαδοχικές διευθετήσεις που ακολούθησαν τη ραγδαία πολεοδομική επέκταση της πόλης, από τα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά και η ίδρυση του περιαστικού δάσους, αντιμετώπισαν τα πλημμυρικά φαινόμενα. Ωστόσο, αυτό έδωσε την ευκαιρία για την καταστροφή των περισσότερων χειμαρρικών υγροτοπικών οικοσυστημάτων», επισημαίνουν στην εργασία τους οι κ.κ. Μπλιώνης και Τρεμόπουλος.

Τα χειμαρρικά οικοσυστήματα της Θεσσαλονίκης είναι ελάχιστα γνωστά, καθώς τα περισσότερα καταστράφηκαν κατά τον 20ο αιώνα και τη βίαιη οικιστική επέκταση που βίωσε η πόλη, μετά από περιόδους πολέμων, ανταλλαγών πληθυσμών και εσωτερικής μετανάστευσης, τονίζουν στην εργασία τους, η οποία αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου έργου, που έχει πάρει τη μορφή βιβλίου υπό έκδοση.

Όπως επισήμανε στη Voria.gr ο κ. Τρεμόπουλος, στο υπό έκδοση βιβλίο γίνεται μια απόπειρα από τους συγγραφείς, πέρα από την ιστορία του λιμανιού που κατασκεύασε ο Μ. Κωνσταντίνος, να ερευνήσουν τι απέγιναν οι χείμαρροι της Θεσσαλονίκης, γιατί εξαφανίστηκαν και ποιες είναι οι επιπτώσεις από την απώλειά τους και τη σύγχρονη διαχείρισή τους για την πόλη. Οι κ.κ. Μπλιώνης και Τρεμόπουλος έχουν κάνει σημαντική ερευνητική εργασία, εξετάζοντας ιστορικές, αρχαιολογικές και τοπογραφικές μελέτες, ενώ αναφέρονται και στις πιο πρόσφατες τάσεις οικολογικής διαχείρισης των χειμάρρων σε αστικά περιβάλλοντα.

Λεπτομέρεια από το σχέδιο της προκυμαίας της Θεσσαλονίκης του μηχανικού Ρόκκου Βιτάλη (29 Απριλίου 1871), που έχει δημοσιεύσει σε βιβλία της η καθηγήτρια Α. Καραδήμου – Γερόλυμπου. Απεικονίζεται η περιοχή του βυζαντινού λιμανιού του Μ. Κωνσταντίνου (σημερινά Λαδάδικα).

 

Η ιστορία του λιμανιού

Ποια είναι όμως η ιστορία της περιοχής των Λαδάδικων και του βυζαντινού λιμανιού. Σύμφωνα με τους εισηγητές, «το 320-322 μ.Χ. εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Μ. Κωνσταντίνος προκειμένου να προετοιμάσει τον πόλεμο εναντίον του συναυτοκράτορά του Λικίνιου. Ενίσχυσε τα τείχη της πόλης, κατασκεύασε στόλο, αλλά και ένα νέο μεγάλο λιμάνι. Η θέση του βρισκόταν περίπου στην περιοχή που σήμερα περικλείεται από το φρούριο του Βαρδάρη (στην οδό Μοσκώφ), την οδό Φράγκων και την οδό Κατούνη, με τον ανατολικό του βραχίονα να καταλήγει λίγο κάτω από την οδό Μητροπόλεως. Μετά μια χιλιετία, φαίνεται ότι το λιμάνι είχε αρχίσει να προσχώνεται. Ήδη από το 1346 υπάρχουν ενδείξεις ότι είχε διαμορφωθεί μια ζώνη ξηράς μπροστά από τα τείχη του λιμανιού, όπου είχαν κατασκευαστεί μάλιστα και κτήρια. Στις αρχές του 15ου αιώνα το λιμάνι χαρακτηριζόταν ως 'μανδράκιον', δηλαδή λιμανάκι, καθώς η κατάχωσή του είχε προχωρήσει και ο χώρος του είχε περιορισθεί, ενώ μετά το 1430 αναφέρεται απλά η ύπαρξη μιας αποβάθρας».

Επικαλούμενοι τις περιγραφές του Καμενιάτη για την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904 μ.Χ., οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι «στις δυτικές και ανατολικές πεδινές περιοχές έξω από τα τείχη της πόλης υπήρχαν πολλά δέντρα, περιβόλια, άφθονα νερά από πηγές και ρέματα, αμπέλια και πολλά μοναστήρια. Ο Κεδρηνός λόφος και οι υπόλοιποι λόφοι πίσω από τη Θεσσαλονίκη ήταν καλυμμένοι από πυκνό δρυοδάσος. Η Χνοώδης Δρυς (Quercus pubescens) ήταν κυρίαρχη. Σημερινά απομεινάρια αποτελούν το δάσος του Κουρί, στο Ασβεστοχώρι και η μικρότερη συστάδα στο Φίλυρο».

Σταδιακά το δάσος άρχισε να υποβαθμίζεται και από τα μέσα του 13ου αιώνα, με την έντονη βόσκηση (υπάρχει και τοπωνύμιο «Κήπος του Προβαρά» κάτω από το λόφο του Καρά Τεπέ) τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Στις αρχές του επόμενου αιώνα αρχίζει και η έντονη ξύλευση (μαρτυρίες του Νικηφόρου Χούμνου), με αποτέλεσμα να αυξηθεί η διάβρωση των εδαφών και οι αποθέσεις των φερτών υλών στις ακτές από τον ποταμό Εχέδωρο και τους χειμάρρους του Λοξού Λάκκου και του Δενδροποτάμου. «Το γεγονός αυτό πρέπει να είχε επιπτώσεις και στο λιμάνι της πόλης, το οποίο είχε κατασκευάσει ο Μ. Κωνσταντίνος», τονίζουν οι εισηγητές.

«Μετά τα μέσα του 14ου αιώνα, οι οθωμανοί άρχισαν να επεκτείνονται ολοένα και περισσότερα στα ευρωπαϊκά εδάφη. Το 1387 η Θεσσαλονίκη τους παραδόθηκε με συνθήκη, για να απελευθερωθεί προσωρινά το 1402. Ωστόσο, οι οθωμανικές επιδρομές αυξήθηκαν και οι Θεσσαλονικείς δεν τολμούσαν να βγουν έξω από τα τείχη για να καλλιεργήσουν τα κτήματά τους, με αποτέλεσμα να επικρατήσει φτώχεια και πείνα. Το 1423, ο διοικητής Ανδρόνικος Παλαιολόγος και οι άρχοντες της πόλης παρέδωσαν τη Θεσσαλονίκη στους Βενετούς. Ούτε αυτό απέτρεψε τη συνέχιση των επιδρομών και των λεηλασιών των περιχώρων, μέχρι το 1430 και την τελική κατάληψη της πόλης από τον Μουράτ Β'. Οι συνεχείς οθωμανικές επιδρομές σε ένα χρονικό διάστημα σχεδόν 50 χρόνων άλλαξαν το φυσικό περιβάλλον. Οι κήποι, τα δέντρα και οι μονές κάηκαν, οι μοναχοί σκορπίστηκαν ή θανατώθηκαν και οι λόφοι αποψιλώθηκαν. Απροστάτευτο και χαλαρό το έδαφος, χωρίς τα δέντρα και τις ρίζες να το συγκρατούν, κατέληγε μέσω των χειμάρρων στη θάλασσα. Η ξύλευση και η βόσκηση στους λόφους πάνω από την πόλη είχαν εξαφανίσει τη δασώδη βλάστηση που συγκρατούσε το χώμα και κανείς δεν ήταν σε θέση να καθαρίσει το βυθό του λιμανιού», σημειώνουν οι κ.κ. Μπλιώνης και Τρεμόπουλος.

Επιβεβαίωση από το μετρό

Μέχρι πρόσφατα πολλοί θεωρούσαν ότι δεν υπήρχαν χείμαρροι στην εντός των τειχών πόλη. Οι εισηγητές όμως υπογραμμίζουν ότι πέρα από διάφορες ιστορικές ενδείξεις για την ύπαρξη χειμάρρων, από τη μελέτη για την κατασκευή του μετρό Θεσσαλονίκης προέκυψαν τεκμηριωμένα στοιχεία, που δείχνουν ότι υπήρχαν χείμαρροι και ρέματα, τρία από τα οποία κατέληγαν εντός του λιμανιού του Μ. Κωνσταντίνου.

Πως χάθηκε το λιμάνι

Η διάβρωση του εδάφους, η έντονη βόσκηση και η ξύλευση είναι οι λόγοι που μπαζώθηκε (λόγω φερτών υλών) το βυζαντινό λιμάνι;

Οι εισηγητές δίνουν τη δική τους εξήγηση: «Το λιμάνι διέθετε έναν λιμενοβραχίονα (τζερέμπουλο) στο δυτικό του μέρος, ο οποίος αποτελούσε εμπόδιο για τις φερτές ύλες από τις δυτικές ακτές. Αν και ένα μέρος αυτών ενδέχεται να υπερπηδούσε αυτό το εμπόδιο, πιθανότατα δεν ήταν αρκετό για να μπαζώσει το λιμάνι. Η συμβολή των χειμάρρων που υπήρχαν εντός των τειχών της Θεσσαλονίκης σε αυτή την εξέλιξη αποτελεί ένα ενδεχόμενο που για πρώτη φορά εξετάζεται με τα νέα δεδομένα σε αυτή την εργασία και αξίζει περαιτέρω διερεύνησης. Γνωρίζουμε ότι σεισμοί, επιδρομές, αλλά και η άλωση της πόλης το 1430 είναι πιθανό να είχαν καταστρέψει ή τουλάχιστον να είχαν δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία και συντήρηση των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης, ιδιαίτερα στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης, όπου διαπιστώθηκαν από πρόσφατες έρευνες μεγαλύτεροι όγκοι επιχώσεων. Επίσης, ο πληθυσμός μειώθηκε δραστικά και πολλά κτήρια έμειναν ερειπωμένα. Είναι λογικό λοιπόν να υποθέσουμε ότι υπήρχαν αυξημένες φερτές ύλες που μετέφεραν οι χείμαρροι εντός της πόλης, σε περιόδους που είχαν σπάσει ή καταρρεύσει οι αποχετευτικοί αγωγοί στα τμήματα των χειμάρρων που είχαν υπογειοποιηθεί και οχετοποιηθεί. Μέσω του διατηρηθέντος αποχετευτικού δικτύου ή και επιφανειακά, από τους δρόμους της πόλης, μεταφέρονταν προς τη θάλασσα και εντός του λιμανιού, από τα αποχετευτικά ανοίγματα που υπήρχαν στο θαλάσσιο τείχος. Είναι πολύ πιθανό ότι κατά την πρώιμη οθωμανική περίοδο όλες οι κοίτες των χειμάρρων στην περιοχή του λιμανιού ήταν ανοικτές και ενεργές. Κάτι τέτοιο θα εξηγούσε και την αποτύπωσή τους στην προσχωμένη και οικοδομημένη έκταση του παλιού λιμανιού στον χάρτη του μηχανικού Ρ. Βιτάλη του 1871, ο οποίος έγινε κατά τη διάρκεια των εργασιών κατεδάφισης της θαλάσσιας οχύρωσης της Θεσσαλονίκης. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η 'λοξή' διαρρύθμιση αρκετών οδών στα Λαδάδικα, όπως η οδός Λυκούργου. Ωστόσο, όταν άρχισε να αναπτύσσεται το χονδρεμπόριο στην περιοχή, πιθανότατα κατά τον 16ο αιώνα, είναι λογικό να διευθετήθηκαν οι χείμαρροι του λιμανιού σε αγωγούς αποχέτευσης και οι κοίτες τους να μετατράπηκαν σε οδούς».

Ο Δενδροπόταμος και οι χείμαρροι που χάθηκαν

Σύμφωνα με την εισήγηση, η κατασκευή του σιδηροδρομικού σταθμού το 1871, όπως και τα προβλήματα των στάσιμων νερών της περιοχής της Μπάρας, οδήγησαν στη διευθέτηση του Δενδροπόταμου. Το 1893, υπό την επίβλεψη Γάλλου μηχανικού των Ανατολικών Σιδηροδρόμων έγινε διάνοιξη καναλιού που οδηγούσε τα νερά του από το Ζέιτενλικ στον Θερμαϊκό. Ωστόσο, κατά καιρούς επανεμφανίζονταν στάσιμα νερά. Γι' αυτό, το 1926, κατασκευάστηκε μια δεύτερη τάφρος που οδήγησε και τα νερά του Λοξού Λάκκου στο κανάλι του Δενδροπόταμου.

Σημαντικά ιστορικά στοιχεία καταδεικνύουν τις μεγάλες επιπτώσεις και στο μπάζωμα του λιμανιού του Μ. Κωνσταντίνου, αλλά και στη συνολική διαμόρφωση της περιοχής, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, από την έντονη βόσκηση και άλλες ανθρωπογενείς παρεμβάσεις:

«Η βόσκηση συνεχίστηκε έντονη κατά την οθωμανική περίοδο στους λόφους γύρω από τη Θεσσαλονίκη, ενώ από τον 18ο αιώνα, εντατικοποιήθηκε και η κοπή και κυρίως το ξερίζωμα των πουρναριών, για χρήση στην παραγωγή ασβέστη. Στις αρχές του 20ου αιώνα φαίνεται ότι οι επιπτώσεις από την εξαφάνιση των δασών και την υπερβόσκηση έγιναν εμφανείς και άρχισαν να εμφανίζονται αιτήματα και σκέψεις για αναδασώσεις. Το 1907, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναδάσωση στο Σέιχ Σου. Μετά το 1912 και κυρίως μετά τη μαζική έλευση των προσφύγων το 1922-23, οι νέοι οικισμοί πυροπαθών και προσφύγων, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη ξύλευση και βόσκηση, ενίσχυσαν την απογύμνωση των λόφων. Ο σχεδιασμός του Εμπράρ περιλάμβανε την πλήρη αναδάσωση των λόφων της πόλης, αλλά αυτή ακολούθησε αργούς ρυθμούς, εξαιτίας των αντιδράσεων και των εκτάκτων συνθηκών. Μετά το τέλος του πολέμου, τον Νοέμβριο του 1945, το Δημοτικό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης αποφάσισε την αναδάσωση ολόκληρου του ορεινού όγκου έως το Πανόραμα. Οι καταστροφικές πλημμύρες του χειμάρρου Πυλαίας – Κυβερνείου του 1945 και του 1946 κατέστησαν επείγουσα την ανάγκη αυτών των αναδασώσεων.

Το καλοκαίρι του 1949, σε μελέτη του Δήμου Θεσσαλονίκης, η οποία αφορούσε όλους τους χειμάρρους του ανατολικού τμήματος της πόλης περιγράφονταν τα διαρκή προβλήματα πλημμυρών στην περιοχή μεταξύ της θάλασσας και της οδού Κωνσταντινουπόλεως, από το Λευκό Πύργο έως το Ντεπώ. Οι ζημιές που προξενούνταν στην πόλη και στους κατοίκους ήταν πολύ μεγάλες. Επειδή οι πλημμύρες επαναλαμβάνονταν τουλάχιστον μια φορά κάθε χρόνο, ο ∆ήμος αποφάσισε την κατασκευή περιφερειακής τάφρου, η οποία θα είχε ως προορισμό να συγκεντρώσει και να αποχετεύσει στη θάλασσα τα ύδατα των χειμάρρων που διέσχιζαν το ανατολικό τμήμα της πόλης. Το 1956 το έργο είχε ολοκληρωθεί. Πράγματι, οι πλημμύρες αντιμετωπίστηκαν, αλλά οι κοίτες των χειμάρρων σταδιακά ισοπεδώθηκαν για να γίνουν δρόμοι και σπίτια», επισημαίνεται στην εισήγηση.