Skip to main content

Το ιστορικό δίλημμα της Ελλάδας για τη σχέση της με τη Ρωσία

Άρθρο του Γ. Βοσκόπουλου, καθηγητή Ευρωπαϊκών Σπουδών στο ΠΑΜΚΑΚ, για τις ελληνο-ρωσικές σχέσεις και τη λογική της ομαδοποιημένης σκέψης.

του Γιώργου Βοσκόπουλου*

Η πολυπλοκότητα των σχέσεων Ελλάδας – Ρωσίας αφορά δομικά χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος αλλά και τη διευρυμένη γεωστρατηγική χωροταξία δράσης ισχυρών παικτών. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι προσπάθειες του Κωνσταντίνου Καραμανλή να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας με όμορες χώρες που ανήκαν στο Σοβιετικό μπλοκ αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία και δεν έτυχαν στήριξης στο διπλωματικό πεδίο. Αξιολογήθηκαν ως μία υπερβατική πολιτική που ξεπερνούσε τον ευρύτερο μακροστρατηγικό σχεδιασμό της Ατλαντικής Συμμαχίας.

Με τη σειρά του ο Κ. Καραμανλής ο νεώτερος βρέθηκε απέναντι σε ένα συμπαγές μέτωπο αντιδράσεων στην προσπάθεια του να οικοδομήσει ένα σταθερό πλαίσιο σχέσεων με τη Μόσχα. Η εκκωφαντική σιωπή της αποχώρησης του από την εξουσία μόνο αναπάντητα ερωτηματικά άφησε και μη επαληθεύσιμες με επιστημονικά κριτήρια υποθέσεις εργασίας. Στο πρόσφατο παρελθόν η αντίδραση της Ουάσινγκτον στην επίσκεψη του Α. Τσίπρα στη Μόσχα εξωτερικεύτηκε με άρθρο των New York Times με το οποίο έγιναν παραινέσεις στην Ελλάδα «να προσέχει τις σχέσεις της με τη Ρωσία». Στον ίδιο τόνο και οι δηλώσεις του εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο οποίος «υπενθύμισε» στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι «η ΕΕ μιλάει με ενιαία φωνή».  

Η παραπάνω σύντομη αναδρομή στις Eλληνο-ρωσικές σχέσεις καταδεικνύει εμφατικά τη διεισδυτική, παρεμβατική ικανότητα ισχυρών εξωσυστημικών παικτών στη διαμόρφωση της ατζέντας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ουσιαστικά οι σχέσεις Ελλάδας-Ρωσίας βρίσκονται σε μία αέναη κατάσταση επανεκκίνησης, αφού στρατηγικά και εννοιολογικά κάποιοι εξέλαβαν το «ανήκουμε εις την Δύση» ως μία περιοριστική παράμετρο που θέτει σαφείς κόκκινες γραμμές στην ελληνική διπλωματία.    

Η λογική συμμάχων και εταίρων διαμορφώνεται στα πλαίσια μίας συνειδητής αποχής από επιλογές που δεν εξυπηρετούν το «κοινό» μέτωπο κατά της Μόσχας. Στο κλασικό έργο του Victims of Groupthink: A Psychological Study of Foreign Policy Decisions and Fiascoes (1972), ο Irving Janis έθεσε τα θεμέλια της αντίληψης της ομαδοποιημένης σκέψης. Η μελέτη του αφορούσε, μεταξύ άλλων, τις εναλλακτικές επιλογές στο πεδίο λήψης αποφάσεων αλλά και τη λογική των μονάδων ενός συνόλου που τις θέλει να «προσαρμόζονται» σε κεντρικές, καταστατικής υφής συλλογικές επιλογές, θέτοντας στο περιθώριο αυτόνομες επιλογές, αποδεχόμενες αγόγγυστα την κεντρική επιλογή της ομάδας. Σε όσες χώρες αμφισβητούν αυτή την επιλογή επιβάλλεται τεχνηέντως η συμμόρφωση σε μία προσπάθεια πειθαναγκασμού του επί μέρους εθνικού συμφέροντος από το ευρύ γενικό συμφέρον.

Στην περίπτωση των Eλληνο-ρωσικών σχέσεων οι επιλογές της Ελλάδας να προσεγγίσει τη Ρωσία λειτουργούν κόντρα στη λογική της ομαδοποιημένης σκέψης, αφού οι εταίροι μας στην ΕΕ αλλά και ο υπερατλαντικός παράγοντας θεωρούν ότι υπερβαίνει την ευρύτερη στρατηγικής της Δύσης έναντι της Ρωσίας. Υπό αυτό το πρίσμα οι προσπάθειες ανάπτυξης ενός πολυεπίπεδου πλαισίου συνεργασίας που θα υπερβαίνει τα συμβατικά εμπορικά πεδία υπονομεύεται στη γένεση του. Μάλιστα η προσπάθεια αυτή προσεγγίστηκε αφελώς από διεθνολογικής σκοπιάς μέσα από το πρίσμα μίας ενορχηστρωμένης ρωσικής προσπάθειας να διασπάσει την ΕΕ.

Η χώρα αντιμετωπίζει διαχρονικά ένα ιστορικό δίλημμα όσον αφορά την ποιότητα και ένταση των σχέσεων της με τη Ρωσία. Όντας μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ έχει αποδεχθεί ιδεολογικά και στρατηγικά δεδομένα που δεν μπορούν να αναιρεθούν. Αυτό εξάλλου θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο σε ένα αυξανόμενα άναρχο διεθνές περιβάλλον στο οποίο οι αδυναμίες ενός κράτους αποτελούν ευκαιρίες για τους περισσότερο ισχυρούς. Ως αποτέλεσμα, το μοναδικό κριτήριο επιλογής μίας ορθολογικής πολιτικής είναι η ανάγκη επιβίωσης. Οι διακρατικές σχέσεις διαμορφώνονται με αποκλειστικό κριτήριο τα εθνικά συμφέροντα και όχι αιθεροβάμονες συναισθηματισμούς. Στον αντίποδα η διεμβολυτική δράση ισχυρών παικτών δημιουργεί πιέσεις στην ελληνική διπλωματία και στην προσπάθεια ποιοτικής αναβάθμισης των σχέσεων με τη Ρωσία.

Από την άλλη, η ιστορία των σχέσεων του ελληνισμού με τη Ρωσία δεν αφήνει περιθώρια για μεγάλες προσδοκίες. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί το δικαίωμα της Ελλάδας να διαμορφώσει ένα πλαίσιο συνεργασίας που μεγιστοποιεί τα οφέλη για τη χώρα. Ωστόσο μία τέτοια επιλογή δεν πρέπει να εξωτερικευτεί με τρόπους που την φέρνουν σε μετωπική σύγκρουση με αυτούς τους παράγοντες που έχουν τις αντικειμενικές δυνατότητες και συγκυριακές ευκαιρίες να διευρύνουν το κόστος συγκεκριμένων επιλογών. Η πρόσφατη διακυβέρνηση του Κ. Καραμανλή αποτελεί ένα παιδαγωγικό παράδειγμα διπλωματικού ερασιτεχνισμού που διαμορφώθηκε εκτός κανόνων ορθολογισμού και άγνοιας των κινδύνων που ελλοχεύουν. Υπό αυτό το πρίσμα απαιτούνται προσεκτικά βήματα μέσα από ένα ρόλο που μπορεί η χώρα να διεκδικήσει με αξιόπιστο τρόπο, αυτόν του διαμεσολαβητή ανάμεσα σε Δύση και Ρωσία. Αυτό το πλαίσιο μπορεί να αποφέρει οφέλη για τη χώρα περιορίζοντας ταυτόχρονα τους κινδύνους αντιδράσεων σε μία εποχή που την καθιστά ευάλωτη σε πολυεπίπεδες πιέσεις.

Η λογική της ομαδοποιημένης σκέψης δεν μπορεί να αυτοπεριορίζει εξ ορισμού τις επιλογές της ελληνικής διπλωματίας, ωστόσο στην περίπτωση των Eλληνο-ρωσικών σχέσεων επιβάλλεται η υιοθέτηση επιλογών στα πλαίσια μιας σταδιακής προσέγγισης που θα έχει ουσιαστικά και όχι επικοινωνιακά οφέλη.        

*Ο Γιώργος Βοσκόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών, στο Τμήμα ΔΕΣ του Πανεπιστημίου Μακεδονίας