Skip to main content

Το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης δεν είναι δυάρι στην Ιπποδρομίου

Η οικονομία της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας βασίζεται στον ιδιωτικό τομέα και γι' αυτό οι αποκρατικοποιήσεις έχουν μεγάλη σημασία.

Οι αποκρατικοποιήσεις, τις οποίες οι πιο… νεοφιλελεύθεροι ονομάζουν ιδιωτικοποιήσεις, όπως και οι πωλήσεις ή οι παραχωρήσεις περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου σε ιδιώτες επενδυτές έχουν δύο διαστάσεις.

Με την πρώτη, το τίμημα ή το ενοίκιο, ασχολούνται οι πάντες. Συνήθως η κριτική είναι αρνητική ότι δήθεν το κράτος πουλάει φτηνά ή νοικιάζει τζάμπα τα «ασημικά» του. Ο γνωστός καφενόβιος νεοέλληνας έχει άποψη -για παράδειγμα- για την αξία πώλησης των μετοχών της ΟΛΘ ΑΕ, λες και πρόκειται για αγροτεμάχιο στο χωριό του ή για το ενοίκιο που συμφώνησε η Fraport για τα 14 αεροδρόμια, λες και είναι δυάρι στην Ιπποδρομίου.

Με το δεύτερο και πιο ουσιαστικό σκέλος της εμπλοκής ιδιωτών σε δραστηριότητες που ασκούσε το κράτος ή το βαθμό αξιοποίησης και απόδοσης ενός «νεκρού» περιουσιακού στοιχείου του δημοσίου, ουδείς ασχολείται. Παρά το ότι εκεί βρίσκεται η πραγματική αξία αυτών των κινήσεων. Διότι το τίμημα που εφάπαξ ή με δόσεις εισρέει στα ταμεία του δημοσίου στα χρόνια των Μνημονίων κατευθύνεται στο λογαριασμό του δημοσίου χρέους της χώρας, αλλά και προ κρίσης κάλυπτε συνήθως μη παραγωγικές ανάγκες. Εκεί που κρίνεται αν μια ιδιωτικοποίηση άξιζε τον κόπο είναι στα πραγματικά αποτελέσματα. Εάν ο οικονομικός κύκλος της συγκεκριμένης δραστηριότητας διευρύνθηκε. Αν γίνονται επενδύσεις. Αν καταγράφονται κέρδη. Αν δημιουργείται πλούτος. Αν η απασχόληση αυξάνεται. Εάν, δηλαδή, η οικονομία και η κοινωνία κερδίζουν περισσότερα και εάν οι θετικές προοπτικές μπορούν να διευρυνθούν. Έτσι κι αλλιώς απ’ όλα αυτά το κράτος κερδίζει.

Όχι μόνο θεωρητικά και πολιτικά –εννοείται πως όταν τα πράγματα πηγαίνουν μπροστά οι πολίτες είναι ικανοποιημένοι, αφού βελτιώνεται η θέση τους-, αλλά και πρακτικά, εφόσον η διεύρυνση του κύκλου εργασιών αιμοδοτεί ποικιλοτρόπως τα δημόσια ταμεία. Είτε άμεσα -ΦΠΑ, φορολογία εισοδήματος κ.λπ.-, είτε έμμεσα, μέσω του κύκλου του χρήματος (εργαζόμενοι, προμηθευτές, εργαζόμενοι προμηθευτών κ.λπ.).

Για τη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα γενικότερα οι αποκρατικοποιήσεις και η αξιοποίηση των ακινήτων του δημοσίου έχει σημασία, διότι η οικονομία της περιοχής βασίζεται στον ιδιωτικό τομέα. Σε αντίθεση με την πρωτεύουσα της χώρας, όπου είναι συγκεντρωμένο το σύνολο σχεδόν της δημόσιας διοίκησης (υπουργεία, οργανισμοί, υπηρεσίες κ.λπ.) στη Θεσσαλονίκη την οικονομία κινούν οι επιχειρήσεις, οι επαγγελματίες, το εμπόριο, η μεταποίηση, οι μεταφορές. Άρα οτιδήποτε μπορεί να δώσει ώθηση στην ιδιωτική οικονομία (πρέπει να) έχει προτεραιότητα χωρίς δεύτερη συζήτηση.  

Με όλα αυτά ως δεδομένα επί δεκαετίες οι εκπρόσωποι των παραγωγικών φορέων και της κοινωνίας της περιοχής ζητούσαν την ενίσχυση του λιμανιού και του αεροδρομίου μέσω της ώθησης που μπορούν να δώσουν οι ιδιώτες, όπως ζητούσαν και την αξιοποίηση σχολαζόντων δημοσίων ακινήτων, που επίσης μπορούν να προσφέρουν. Η κρίση και τα Μνημόνια έκαναν τις ιδιωτικοποιήσεις και τις αποκρατικοποιήσεις από επιλογή, όπως θα έπρεπε να είναι, σε υποχρέωση. Έστω κι έτσι διάφορες χρονίζουσες υποθέσεις προχώρησαν, με πιο χαρακτηριστικές το αεροδρόμιο που παραχωρήθηκε, όπως και το λιμάνι, ενώ το κτίριο της αγοράς Μοδιάνο πουλήθηκε.  Αυτή η νέα φάση είναι νωρίς για να κριθεί, αλλά δε λείπουν τα προβλήματα. Στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» ο ιδιώτης διαχειριστής που ήδη έχει εγκατασταθεί βρίσκει εκ του περισσού κάποια έργα που –όπως υποστηρίζει- ενώ δεν θα προσφέρουν κάτι παραπάνω θα έχουν ως αποτέλεσμα της υπολειτουργία του αερολιμένα για μερικούς μήνες. Στο λιμάνι, η πλειοδοτούσα κοινοπραξία εμφανίζεται να βραδυπορεί την ολοκλήρωση της εξαγοράς, ενώ στην αγορά Μοδιάνο φαίνεται πως κάποιες ενέργειες έγιναν χωρίς την απαιτούμενη ιεράρχηση. Η αγοραπωλησία ολοκληρώθηκε χωρίς να έχει γίνει προηγουμένως στατική μελέτη και τώρα αποδεικνύεται ότι το κτίριο χρειάζεται σημαντικές παρεμβάσεις, ώστε να παραμείνει όρθιο και να αξιοποιηθεί!

Η έλλειψη εμπειρίας πωλήσεων από το ελληνικό κράτος κοστίζει. Ουδέποτε το δημόσιο ενδιαφέρθηκε να βγάλει στην αγορά τα περιουσιακά του στοιχεία προκειμένου να αποδώσουν περισσότερο. Γι’ αυτό και όπως φαίνεται το θεσμικό πλαίσιο εμφανίζει «αόρατες» ρωγμές, οι οποίες, όμως, είναι ικανές να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Διότι –αν το καλοσκεφθεί κανείς- όλες οι εμπλοκές θα μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί. Η Fraport «νοίκιασε» το αεροδρόμιο και άρα θα έπρεπε να γνωρίζει για το είδος των έργων και το χρονοδιάγραμμα της, να κάνει τη δική της μελέτη και τελικά οι δύο πλευρές να συνεννοηθούν εξ’ αρχής. Όσο για το ΤΑΙΠΕΔ θα μπορούσε να βάλει συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα στους πλειοδοτούντες αγοραστές –εν προκειμένω για το λιμάνι-, ενώ προφανώς όταν κάποιος πουλάει ένα κτίριο ενημερώνει τους υποψήφιους αγοραστές για την στατικότητα του. Όλα αυτά μοιάζουν με «παιδικές ασθένειες» που μάλλον θα ξεπεραστούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πιθανότατα με την εξεύρεση της αιώνιας ελληνικής «χρυσής τομής». Τότε θα αρχίσει η πραγματική δουλειά, που θα καταλήξει σε θετικά, ουδε΄τερα ή αρνητικά αποτελέσματα για την ευρύτερη περιοχή, τα οποία θα μπορούμε να κρίνουμε με σχετική ασφάλεια.

Υ.Γ.: Κατά κάποιο τρόπο τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν και για τα μεταλλεία Χαλκιδικής, τα οποία το 1995 ιδιωτικοποιήθηκαν από το ελληνικό κράτος, το οποίο όμως δεν είχε πάρει επί της ουσίας απόφαση να τα αφήσει να δουλέψουν. Η διαφορά είναι ότι μετά από 22 χρόνια το πρότζεκτ όχι απλώς θα έπρεπε να έχει ωριμάσει, αλλά να δουλεύει και να αποδίδει στον ανώτερο δυνατό βαθμό. Κατά τη γνωστή ελληνική τακτική το θέμα εξελίχθηκε όχι απλά σε πολιτικό –το δίλλημα ανάπτυξη ή περιβάλλον είναι πλαστό, ακόμη και στις εξορυκτικές δραστηριότητες-, αλλά σε στενά κομματικό και προεκλογικό. Τα αρνητικά αποτελέσματα αυτών των μεθοδεύσεων κορυφώνονται σήμερα. Τα βιώνουν οι εργαζόμενοι στα μεταλλεία, που αγωνιούν για τη δουλειά τους. Τα νιώθουν οι ξένοι επενδυτές που έχουν βάλλει πολλά λεφτά και θέλουν να τα πάρουν πίσω με κέρδος. Τα αισθάνεται η τοπική οικονομία στη Β. Χαλκιδική, που ενδέχεται να ισοπεδωθεί. Τα υφίσταται η χώρα, που δυσφημείται για πολλοστή φορά και κινδυνεύει να απολέσει μια σημαντική επένδυση. Τα εισπράττει το πολιτικό σύστημα –κυβέρνηση και αντιπολίτευση, που ήταν η πρώην κυβέρνηση-  που χρεώνεται όλη αυτή την αναστάτωση και την αδυναμία της να διαχειριστεί το θέμα.