Skip to main content

Ο ελιγμός του Μπουτάρη και το (άδηλο) μέλλον της «Πρωτοβουλίας»

Ο Νίκος Ηλιάδης γράφει για τις εξελίξεις στην παράταξη που κυριάρχησε στον δήμο Θεσσαλονίκης αλλά μοιάζει πια να έχει χάσει τη δυναμική της.

Του Νίκου Ηλιάδη

Όταν έλεγε ότι θέλει να είναι δήμαρχος ως τα εκατό, πολλοί νόμιζαν ότι αστειευόταν. Ωστόσο, ο Γιάννης Μπουτάρης φαίνεται πως το εννοούσε. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από τον ελιγμό τον οποίο έκανε την Πέμπτη, στη δημοτική ομάδα, όταν επιχείρησε να ρίξει γέφυρες προς όσους διαφωνούν με αυτόν, προς εκείνους τους οποίους λίγες ημέρες νωρίτερα χαρακτήριζε «προδότες» και μάλιστα από το βήμα του δημοτικού συμβουλίου. Μετά τον άγριο καβγά στο τελευταίο δημοτικό συμβούλιο πολλοί προεξοφλούσαν ότι στη συνεδρίαση της δημοτικής ομάδας θα γινόταν το τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ανάμεσα στον δήμαρχο και στους πέντε δημοτικούς συμβούλους οι οποίοι βρίσκονται απέναντι σε βασικές επιλογές του (Αβραμόπουλος, Κουράκης, Αρβανίτης, Παπαναστασίου και Ζέρβας).

Ωστόσο, ο Μπουτάρης αποφάσισε να αλλάξει τακτική, να ρίξει τους τόνους και να τείνει χείρα συμφιλίωσης προς τους «προδότες». Επιδίωξή του είναι η «Πρωτοβουλία» να διατηρηθεί ενωμένη, έστω και κατ’ επίφαση, ως τις εκλογές του 2019 για να διεκδικήσει με αξιώσεις μια τρίτη θητεία. Προκειμένου να επιτύχει το στόχο του κάλεσε του συνιδρυτές της παράταξης, τους Αβραμόπουλο και Κουράκη να συναντηθούν για να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και η παράταξη να βαδίσει απερίσπαστη ως την κάλπη. Πόσο εφικτό, όμως, είναι κάτι τέτοιο;
 
Μετά τις βαριές κουβέντες που αντηλλάγησαν στο τελευταίο δημοτικό συμβούλιο, είναι δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι η ρήξη στο εσωτερικό της άλλοτε ισχυρής τρόικας δεν είναι οριστική. Ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο συνεννόησης. Κανείς δεν γνωρίζει εάν ο ελιγμός του δημάρχου οφείλεται στην πραγματική πεποίθησή του ότι υπάρχουν ακόμη περιθώρια να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τους δύο ή εάν απλώς στοχεύει να κερδίσει χρόνο και σε περίπτωση οριστικής ρήξης να χρεώσει στους Αβραμόπουλο και Κουράκη ολόκληρη την ευθύνη.

Από την άλλη, οι δύο είναι βέβαιο πως θα προσέλθουν στη συνάντηση με τον δήμαρχο θέτοντας ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου να υπάρξει μια μίνιμουμ συμφωνία. Θα ζητήσουν, για παράδειγμα, από τον Μπουτάρη να αναγνωρίσει πως τα πράγματα στον δήμο δεν πάνε καλά, ότι δεν παράγεται έργο και άρα, ότι υπάρχει ανάγκη σημαντικών αλλαγών. Σε τακτικές αλλά και σε πρόσωπα. Επίσης, θα θέσουν πιθανότατα, ζήτημα επαναθεσμοθέτησης των συλλογικών λειτουργιών, αυτό δηλαδή το οποίο ο δήμαρχος αποκαλεί συνδιοίκηση και το έχει ήδη απορρίψει.  

Οι πιθανότητες να δεχθεί ο Μπουτάρης όλα ή μέρος των ανωτέρω είναι μάλλον περιορισμένες αν όχι απίθανες. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι μεταξύ των δύο πλευρών υπάρχει πλέον τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης, παράμετρος σημαντική προκειμένου να ξανακολλήσει το γυαλί. Έτσι, το πιθανότερο είναι ότι έπειτα από μια μικρή περίοδο ύφεσης –μεσολαβεί άλλωστε και το καλοκαίρι- η κρίση στο εσωτερικό της «Πρωτοβουλίας» θα επανακάμψει.

Εάν έτσι εξελιχθούν τα πράγματα πολύ δύσκολα η «Πρωτοβουλία» θα συνεχίσει την ηγεμονία της. Η παράταξη η οποία κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια στο δήμο Θεσσαλονίκης φαίνεται να έχει απολέσει τη δυναμική της. Στην πρώτη θητεία της ένιωθε κανείς τη διαφορά στην πόλη. Άλλαξε ο αέρας της. Απέβαλε την ξενοφοβία της, έγινε εξωστρεφής, περισσότερο δημοκρατική,  με φρέσκες ιδέες, με ενέργεια και αυτενέργεια, με μικρές αστικές αναπλάσεις, κυρίως σε υποβαθμισμένες περιοχές, με συνετή οικονομική διαχείριση, χωρίς αστοχίες και κυρίως, δίχως σκιές.

Όλα αυτά τα εκτίμησαν οι Θεσσαλονικείς κι αυτό αποδείχθηκε περίτρανα στην κάλπη, το 2014. Όμως, η σπουδαία εκλογική επιτυχία αντί να αποτελέσει το εφαλτήριο για μια περισσότερο δημιουργική θητεία, λειτούργησε θαρρείς σαν βαρίδιο. Η «Πρωτοβουλία» μπήκε ξέπνοη σ’ αυτόν τον νέο κύκλο, ανόρεκτη, χωρίς ιδέες, χωρίς στρατηγική. Οι αλλαγές τις οποίες επιχείρησε ο Μπουτάρης, σε δομές και πρόσωπα, αποδείχθηκαν στην πλειοψηφία τους αποτυχημένες. Αντί να δώσουν ώθηση στη δημοτική αρχή, τη βραχυκύκλωσαν και την καθήλωσαν, τροφοδοτώντας παράλληλα, φαινόμενα κακοδιοίκησης αλλά και εσωστρέφειας η οποία προϊόντος του χρόνου, μετεξελίχθηκε σε εμφύλια διαμάχη.

Μπορεί να αντιστραφεί αυτή η πορεία; Απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δώσει μόνον ο ίδιος ο Μπουτάρης. Το μέλλον της «Πρωτοβουλίας» είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το μέλλον και τις προθέσεις του αρχηγού της. Εάν ο Μπουτάρης αποφασίσει να μην είναι υποψήφιος, είτε γιατί θα έχει βαρεθεί, είτε επειδή θα διαισθάνεται ότι θα χάσει, ουδείς άλλος από την «Πρωτοβουλία» μπορεί να γίνει δήμαρχος. Σε αυτή την περίπτωση η παράταξη θα αυτοδιαλυθεί, τυπικά με το πέρας της τρέχουσας δημαρχιακής θητείας, ουσιαστικά σε περίπου έναν χρόνο όταν θα αρχίσουν οι ζυμώσεις για τους επόμενους υποψηφίους δημάρχους.

Τι θα συμβεί, όμως, εάν ο Μπουτάρης διεκδικήσει όπως διατείνεται, τρίτη θητεία; Με τα σημερινά δεδομένα το ενδεχόμενο αυτό, παρά τις διακηρυγμένες προθέσεις του, φαντάζει κάπως χλωμό. Όχι μόνον γιατί στις εκλογές του 2019 ο Μπουτάρης θα κλείνει τα 77, αλλά κυρίως επειδή θα διαπιστώσει ότι οι πιθανότητες επανεκλογής θα είναι απειροελάχιστες, αν όχι ανύπαρκτες. Η «Πρωτοβουλία» άφησε τη σφραγίδα της στην πόλη, όμως το έργο που παρήγαγε δεν είναι αρκετό για να εξισορροπήσει τη φθορά των οκτώμισι χρόνων εξουσίας. Συνεπώς, ο Μπουτάρης έχει μπροστά του δύο επιλογές: είτε φεύγοντας να πάρει μαζί του και την «Πρωτοβουλία», είτε να εργαστεί από τώρα ώστε η παράταξη που πρωταγωνίστησε για περισσότερα από δέκα χρόνια στα δημοτικά πράγματα, να αποτελέσει το όχημα, την κρίσιμη μάζα, για μια νέα πλειοψηφία, με έναν νέο επικεφαλής τον οποίο θα έπρεπε ίσως να αναζητήσει ο ίδιος.