Skip to main content

Τι μπορεί να προσφέρει σε Μακεδονία και Θράκη η αναβάθμιση του ΣΒΒΕ

Η ευνοϊκή συγκυρία, τα συμφέροντα πέριξ του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών και η σοβαρή πρόκληση της περιφερειακής ανάπτυξης.

Η θεσμική αναβάθμιση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος σε επίσημο κοινωνικό εταίρο, που εξήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα του Thessaloniki Summit 2017, πιστώνεται αναμφίβολα ως μεγάλη επιτυχία στη διοίκηση Σαββάκη. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την αποστροφή του πρωθυπουργού περί «Θεσσαλονίκης, πρωτεύουσας της βιομηχανίας», μπορεί να δημιουργήσει μια δυναμική, που θα καταλήξει υπέρ της Θεσσαλονίκης, της Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά και συνολικά του βορειοελλαδικού τόξου.

Η εξέλιξη αυτή μόνο «κεραυνός εν αιθρία» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, τουλάχιστον για τους παροικούντες στα θέματα του ΣΒΒΕ. Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Θάνος Σαββάκης αξιοποίησε επιτυχώς την ευνοϊκή συγκυρία για να κερδίσει κάτι που δικαιούνταν εδώ και δεκαετίες η επιχειρηματικότητα –ειδικά η μεταποίηση- του ελληνικού Βορρά, αλλά δεν προχωρούσε. Βασική αιτία γι’ αυτή την καθυστέρηση υπήρξαν τα συμφέροντα πέριξ του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), τις ισορροπίες με τον οποίο δεν θέλησαν να διαταράξουν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, πριν και μετά την κρίση. Η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία αποκάλυψε τα μεγάλα αδιέξοδα του ΣΕΒ. Τα τελευταία χρόνια ο βασιλιάς είναι γυμνός. Με επικεφαλής συχνά ευάλωτους παράγοντες, οι οποίοι στην πράξη διατηρούν απόσταση από την υγιή επιχειρηματικότητα –πολύ περισσότερο βρίσκονται μακριά από τη μάχιμη βιομηχανία- ο ΣΕΒ έχει χάσει εδώ και χρόνια την ταυτότητά του. Θυμίζει περισσότερο ολιγομελή παρέα - συντεχνία συμφερόντων και λιγότερο κοινωνικό εταίρο. Σε καμία περίπτωση δεν εκπληρώνει την αποστολή του, ως ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος των εργοδοτών. Η γνώμη του μετράει ελάχιστα, οι απόψεις του δεν ακούγονται με προσοχή, οι κινήσει του είναι συχνά  ανεξήγητες –ποιος δεν θυμάται την εν κρυπτώ συναίνεση του σε αύξηση των εργοδοτικών και των γενικότερων ασφαλιστικών εισφορών;- και μόνο η δραστηριότητα του ΙΟΒΕ, με μελέτες και εκτιμήσεις ευρύτερου ενδιαφέροντος, έχει κάποια απήχηση. Ταυτόχρονα, η ανοιχτή γραμμή που αποδείχθηκε ότι διατηρεί ο ΣΕΒ με τις πιο σκληρές πλευρές της τρόικας από την αρχή της κρίσης –όχι τόσο λόγω του θεσμικού του ρόλου, αλλά, κυρίως, παρασκηνιακά, εξαιτίας προσωπικών διασυνδέσεων-, δε λειτούργησε θετικά για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Οι εντυπώσεις που έμειναν είναι ακριβώς αντίθετες. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και την ιδεολογική προέλευση της σημερινής κυβέρνησης, που ως αντιπολίτευση είχε ποινικοποιήσει συλλήβδην την μεγάλη και επώνυμη επιχειρηματικότητα, αντιλαμβάνεται τα αδιέξοδα. Οι πρώτοι, άλλωστε που τα κατάλαβαν είναι ορισμένα από τα πιο σημαντικά ονόματα της ελληνικής βιομηχανίας – μέλη του ΣΕΒ, που τον τελευταίο χρόνο έχουν δημιουργήσει το think thank «Ελληνική Παραγωγή», διαχωρίζοντας επί της ουσίας τη θέση τους από τον ΣΕΒ, τον οποίο «αντιπολιτεύονται» από την πλευρά της μεταποίησης.      

Σε όλο αυτό το σκηνικό ο ρόλος του ΣΒΒΕ τυπικά περιοριζόταν σε μία θέση αντιπροέδρου στον ΣΕΒ, αλλά επί της ουσίας τα τελευταία χρόνια η Πλατεία Μοριχόβου έκανε… παιχνίδι. Είχε συναντήσεις, έκανε επαφές, καλλιεργούσε διαύλους επικοινωνίας με την πολιτική εξουσία προβάλλοντας εμμέσως πλην σαφώς ως μέτρο αξιοπιστίας την απουσία διαπλοκής με το πολιτικό σύστημα στις πρακτικές της μεγάλης πλειοψηφίας των μελών του. Δεν είναι τυχαίο ότι η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στις εκδηλώσεις του ΣΒΒΕ είναι πυκνή μέχρι… παρεξηγήσεως, ούτε ότι τον ακολουθεί καταπόδας ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Οι πολιτικοί αρχηγοί γνωρίζουν ότι κανείς δεν θα τους παρεξηγήσει τις συναντήσεις τους με ένα Σύνδεσμο που εκπροσωπεί παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις, που απέχουν από το να χαρακτηριστούν κρατικοδίαιτες.

Από εδώ και πέρα το στοίχημα που οφείλει να κερδίσει ο ΣΒΒΕ είναι η δημιουργική αξιοποίηση της θεσμικής του αναβάθμισης, κάτι που δεν είναι δεδομένο, διότι είναι δύσκολο. Σε μια χώρα στην οποία κατά παράδοση ο κοινωνικός διάλογος είναι πρόχειρος, προσχηματικός και γραφειοκρατικός –κάτι που δεν άλλαξε ούτε στα δύσκολα χρόνια της κρίσης και της ύφεσης- η ενεργή συμμετοχή στις διαδικασίες μπορεί ακόμη και να εκθέσει τους συμμετέχοντες. Το καλό με τον ΣΒΒΕ είναι ότι ο ρόλος του είναι ξεκάθαρος. Εκπροσωπεί τη μεταποίηση στο βορειοελλαδικό τόξο, σε μια περίοδο κατά την οποία το ενδιαφέρον για την βιομηχανική παραγωγή είναι αυξημένο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ και η περιφερειακή ανάπτυξη βρίσκεται σταθερά στις προτεραιότητες των Βρυξελών.

Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό είναι σαφές ότι η κυβέρνηση, που δεν έχει προνομιακούς συνομιλητές στον ιδιωτικό τομέα, δεν έχει πρόβλημα να ακούσει κάποιους βιομηχάνους, οι οποίοι έχουν σταθερά το βλέμμα τους στις ξένες αγορές και αυτό που ζητούν είναι να τους διευκολύνει η πολιτεία να επενδύσουν και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Το τι θέλει και τι μπορεί να κάνει για να τους στηρίξει το πολιτικό σύστημα είναι μια άλλη υπόθεση. Είναι κάτι που θα χρεωθούν ή θα πιστωθούν τα κυβερνητικά στελέχη, που δείχνουν ότι αρχίζουν να καταλαβαίνουν πως η πραγματική οικονομία είναι πιο πολύπλοκη και έχει διαφορετικούς κανόνες από τη… Μονόπολη.

Αλλά και ο ΣΒΒΕ έχει ενώπιον του μια σοβαρή πρόκληση. Εάν ακολουθήσει την πεπατημένη των επαφών με την εξουσία και στοχεύσει απλώς στην ικανοποίηση μεγαλύτερου ποσοστού των χαμηλής διαβάθμισης πρακτικών θεμάτων που απασχολούν τα μέλη του, θα έχει πετύχει κάτι περιορισμένο, ικανό να εξαργυρωθεί μόνο στις εσωτερικές διαδικασίες του Συνδέσμου. Αντίθετα εάν καταφέρει να βάλει στην ατζέντα του δημοσίου διαλόγου τα ζητήματα της αποκέντρωσης και της περιφερειακής ανάπτυξης από την πλευρά του ελληνικού Βορρά, έχει πιθανότητες να συμβάλλει στην προσπάθεια να αλλάξει η μοίρα της Μακεδονίας και της Θράκης. Γι’ αυτό είναι προφανές ότι δεν αρκούν οι δημόσιες σχέσεις, ούτε οι πολιτικές διασυνδέσεις. Χρειάζεται στρατηγική, πολυδιάστατες πρωτοβουλίες, σταθερό βλέμμα στη γραμμή του ορίζοντα και έννοια όχι μόνο για το αύριο, αλλά και για τις επόμενες δεκαετίες. Φυσικά πολλά θα κριθούν τόσο στο πεδίο της κινητοποίησης νέων ανθρώπων στο ΣΒΒΕ, όσο και στην εξεύρεση πόρων, ώστε να γίνει δουλειά σε βάθος στην επεξεργασία των ζητημάτων.