Skip to main content

Τι φέρνει στην Ελλάδα η τριπλή συμμαχία Ρωσίας - Ισραήλ - Τουρκίας

Παντού στη διεθνή πολιτική υπάρχει ένα σημείο ισορροπίας, μια έννοια με την οποία οι Έλληνες αρμόδιοι έχουν πάρει διαζύγιο, παρότι είναι καθοριστική.

Σε προηγούμενο σημείωμα αναφέρθηκα στην τακτική των -σοβαρών- χωρών να στέλνουν μήνυμα στις χώρες που δεν συνάπτουν μαζί τους τις επιθυμητές σχέσεις, προχωρώντας σε συνεργασία με τους αντιπάλους τους. Και είναι απλό το μήνυμα, ότι υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική λύση, αν η πρώτη δεν ευοδωθεί.

Η Ρωσία φερ’ ειπείν, παρά την στενή σχέση που έχει με την Ινδία (η οποία είναι από τους καλύτερους πελάτες της στα εξοπλιστικά) δεν δίστασε να πωλήσει όπλα και στο Πακιστάν, χώρα εχθρική της Ινδίας. Όπως και στην περίπτωση του Ιράν, όπου δίνει ισχυρά όπλα παρά την ισραηλινή αντίδραση. Προφανώς και απαιτούνται λεπτοί χειρισμοί, αλλά όπως ανέφερα ανωτέρω, τα σοβαρά κράτη γνωρίζουν πώς να χειριστούν τις δύσκολες καταστάσεις.

Πολλούς στην Ελλάδα εξέπληξε η ταχύτατη, ουσιαστικά, επανασύνδεση των ρωσοτουρκικών και τουρκοϊσραηλινών σχέσεων, που έφερε ανατροπή και στα όσα θρυλούμενα έφεραν στην δημοσιότητα δηλώσεις Ελλήνων πολιτικών, που ταύτισαν τις επιθυμίες τους με την διαφορετική στυγνή και κυνική πραγματικότητα. Αν αυτό οφείλεται σε ιδεοληψίες ή σε άγνοια της «πραγματικής» και όχι της «φαινομενικής» πολιτικής πραγματικότητας, δεν έχει τόση σημασία, όση το αποτέλεσμα.

Το επιχείρημα ότι αφού είμαστε στο ΝΑΤΟ πρέπει να κρατήσουμε σε απόσταση την Ρωσία, αντικρούεται από το ότι και η Τουρκία μέλος του ΝΑΤΟ είναι. Παντού στη διεθνή πολιτική υπάρχει ένα σημείο ισορροπίας, μια έννοια με την οποία οι Έλληνες αρμόδιοι έχουν πάρει διαζύγιο, παρότι είναι καθοριστική από τις απλές προσωπικές σχέσεις μέχρι το σύνολο της φύσης.

Ρωσία και Τουρκία έχουν κοινούς στόχους. Μένω μόνον στο θέμα της Συρίας. Υπήρξε προχθές μια δήλωση Ρώσου πολιτικού, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «τουρκολαγνεία». Πρόκειται για τον Γεβγκένι Τάρλο, πρώην μέλος της ρωσικής Άνω Βουλής, ο οποίος δήλωσε για την ρωσοτουρκική προσέγγιση: «Η συνεργασία αυτή είναι απαραίτητη για την περιφερειακή ειρήνη και θα βοηθήσει τα μέγιστα στην επίλυση της συριακής κρίσης».

(Να σημειωθεί, ότι την προηγουμένη υπήρξε και μια ανάλογη δήλωση του αρμενικής καταγωγής Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος επίσης ανέφερε πως η συνεργασία Ρωσίας-Τουρκίας θα βοηθήσει στην επίλυση του συριακού).

Το σημείο εκείνο που πρέπει να προσεχθεί, είναι ότι σύμφωνα με τον Τάρλο: «Μπορούμε μόνο να τελειώσουμε τη συριακή κρίση με τρόπο που να προστατεύει τα τουρκικά συμφέροντα στην περιοχή», αλλά και «Υποστηρίζουμε την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας». Αυτά τα δύο -προστασία τουρκικών συμφερόντων και εδαφική ακεραιότητα της Συρίας- σημαίνουν εγκατάλειψη των Κούρδων της Συρίας. Αν δεν το εξασφάλιζε αυτό ο Ερντογάν δεν θα γονυπετούσε έμπροσθεν του Πούτιν, ούτε το φερέφωνό του, ο νυν πρωθυπουργός της Τουρκίας, θα δήλωνε δημοσίως ότι θα επιδιωχθεί αποκατάσταση των σχέσεων και με την Συρία (προοπτική στην οποία αναφέρθηκα εδώ προ καιρού). Η γονυκλησία θα λησμονηθεί, αν ο Ερντογάν φέρει ευνοϊκά αποτελέσματα.

Ενδυναμώνει, επομένως η Τουρκία και με την κίνησή της αποκατάστασης των σχέσεων με το Ισραήλ (όσο και εάν η καχυποψία δεν θα επιτρέψει να επανέλθουν στο πρότερο στάδιο). Το οποίο Ισραήλ, επίσης δεν επιθυμεί ενδυνάμωση των Κούρδων της Συρίας, επειδή σύμμαχοί τους είναι η Χεζμπολάχ και οι «Φρουροί της Επανάστασης» του Ιράν.

Υπάρχουν δύο ισχυρά μηνύματα που πρέπει να προβληματίσουν τους Έλληνες αρμοδίους. Πόσο εύκολα μπορούν να αλλάξουν οι συμμαχίες -που με αφάνταστη ελαφρότητα αποκαλούμε «στρατηγικές», όπως αυτή με το Ισραήλ, ενώ στην πραγματικότητα ήταν «ευκαιριακή»- και δεύτερον πως η Ελλάδα οφείλει να συστρατεύεται πάντοτε με τους εχθρούς της Τουρκίας και όχι εναντίον τους. Αρκεί να υπενθυμίσω τα πολιτικά εγκλήματα Βενιζέλου και Αβραμόπουλου, οι οποίοι είχαν ταχθεί εναντίον του Άσαντ - και υπέρ της Τουρκίας δηλαδή. Τώρα τι λένε, οι «πεφωτισμένοι» πολιτικοί;