Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Ο Αύγουστος θυμίζει τις χαμένες ευκαιρίες για ανάπτυξη

Της Θεσσαλονίκης δεν της πάει το καλοκαίρι με τη ζέστη, την υγρασία, το σχεδόν ανύπαρκτο πράσινο και τα χιλιάδες κλιματιστικά.

Της Θεσσαλονίκης δεν της πάει το καλοκαίρι με τη ζέστη, την υγρασία, το σχεδόν ανύπαρκτο πράσινο και τα χιλιάδες κλιματιστικά που ανεβάζουν τη θερμοκρασία. Όλα αυτά που από κοινού καταφέρνουν να ακυρώσουν τη θάλασσα. Από την άλλη στην πόλη ταιριάζουν η χαλαρότητα και οι αργοί ρυθμοί, που κυριαρχούν τους καλοκαιρινούς μήνες. Σε περιόδους σαν κι αυτή που διανύουμε. Με τους πολλούς να βρίσκονται εκτός, με τους δρόμους μεγαλύτερους, τα πεζοδρόμια πλατύτερα και τους ανθρώπους ελαφρύτερους.  

Πρόκειται για μία αντίφαση, που οφείλεται –κυρίως- στο ασφυκτικό αστικό περιβάλλον και στην υποβαθμισμένη οικονομία. Δύο λόγοι για τους οποίους τους «μάχιμους» μήνες των φθινοπώρου, του χειμώνα και της άνοιξης η Θεσσαλονίκη παραμένει ασφυκτική, πιεστική, νευρική, αντιπαραγωγική και αφιλόξενη. Χρόνια τώρα οι φορείς και οι παράγοντες της πόλης μιλούν για τα οφέλη που μπορούν να προκύψουν εάν βελτιωθεί ο τουρισμός, αλλά η αύξηση του αριθμού των επισκεπτών είναι περιορισμένη, ασταθής και συγκυριακή. Δεν το υπογράφει κανείς, αλλά η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι αρκεί ένας λιγότερο επικοινωνιακός και περισσότερο… παραδοσιακός δήμαρχος από τον Γιάννη Μπουτάρη για να επιστρέψει πάνω από την πόλη η απόλυτη εσωστρέφεια. Όπως αρκεί η έξοδος της Ελλάδας από τα μνημόνια και η συνακόλουθη χαλάρωση από την τρόικα για να επανέλθει το συντηρητικό και αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της αγοράς και του λιανεμπορίου. Το παθήματα δε γίνονται μαθήματα στην «πρωτεύουσα της ανεργίας», που ματαίως αναζητά παραγωγική ταυτότητα και αναπτυξιακή διέξοδο στα τετριμμένα και στα κορεσμένα, όπως –για παράδειγμα- το real estate και τις χρήσεις γης, που μέσα στα χρόνια της ύφεσης οδηγούν σε στασιμότητα και αδιέξοδο.

Το φετινό Αύγουστο συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, που κατέκαψε το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Βοήθησαν σε αυτό οι ξύλινες κατασκευές, που τότε κυριαρχούσαν. Η καταστροφή έγινε ευκαιρία με την εμπλοκή του Γάλλου πολεοδόμου Ερνέστ Εμπράρ, η επιτροπή του οποίου στην οποία συμμετείχαν Άγγλοι και Έλληνες αρχιτέκτονες, σε λιγότερο από ένα χρόνο παρέδωσε το ρυμοτομικό σχέδιο μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλης. Το σχέδιο Εμπράρ δεν εφαρμόστηκε πλήρως, διότι κάποιοι μεγαλοϊδιοκτήτες, οι οποίοι ένιωσαν να απομειώνεται η περιουσία τους, άσκησαν πιέσεις και επέφεραν αλλαγές. Αν και κάποια από τα στοιχεία της δουλειάς του Εμπράρ διατηρήθηκαν –όπως για παράδειγμα ο άξονας της Αριστοτέλους- το πνεύμα του Γάλλου αλλοιώθηκε και η πόλη οδηγήθηκε στη σημερινή ασφυξία. Η άνεση του αστικού περιβάλλοντος, μια απαραίτητη προϋπόθεση για να δημιουργηθούν συνθήκες φιλοξενίας, κοινωνικής ζωής και πολιτισμού της καθημερινότητας, θυσιάστηκαν για να μη «χαθεί» ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο οικοδομήσιμης γης. Η αντιπαροχή που ακολούθησε 40 – 50 χρόνια μετά βρήκε τα πάντα έτοιμα και τα… ισοπέδωσε οδηγώντας τη δόμηση πέρα από τα όρια αντοχής της πόλης.

Επτά δεκαετίες μετά τη μεγάλη πυρκαγιά η Θεσσαλονίκη βρέθηκε ενώπιον μιας καταστροφής άλλων, που ανοίχτηκε ως ευκαιρία για την οικονομία της. Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ έδωσε και πάλι στη Β. Ελλάδα την ενδοχώρα που της είχε στερήσει ο Ψυχρός Πόλεμος. Η Θεσσαλονίκη μπορούσε τότε να θεμελιώσει την ανάπτυξή της ως επίκεντρο μιας αγοράς άνω των 50 εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά το μόνο που κατέφερε στο τέλος της ημέρας είναι να «πληρώσει» τον φραστικό μεγαλοϊδεατισμό της πολιτικής και κοινωνικής της ελίτ. Σήμερα τα Βαλκάνια έχουν χειροπιαστή αξία μόνο για τις επιχειρήσεις της Β. Ελλάδος που τόλμησαν να επεκταθούν δίνοντας μοναχικό αγώνα σε συνθήκες φαρ ουέστ και για τις χιλιάδες των επισκεπτών που έρχονται για τουρισμό στη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική, την Πιερία και τις ακτές της Καβάλας και της Θάσου.

Η Θεσσαλονίκη τα τελευταία 100 χρόνια έχασε δύο μεγάλες ευκαιρίες και πολλές μικρότερες δυνατότητες, ώστε να βιώνει σήμερα ασφυκτικά φαινόμενα και οικονομικά αδιέξοδα. Από το σχέδιο του Εμπράρ στη δεκαετία του 1910 και τα Βαλκάνια στη δεκαετία του 1990, μέχρι τις καθυστερήσεις στο λιμάνι και το μετρό, αλλά και την αδυναμία δημιουργίας τουριστικής ταυτότητας μέχρι τις μέρες μας. Τι απομένει; Ένας κάπως πιο δροσερός Αύγουστος –εάν θέλει ο καιρός- με την ταυτόχρονη απόλαυση μιας πόλης με χαλαρή κίνηση και ανθρώπινους ρυθμούς για δυο – τρεις εβδομάδες.

Καλό μήνα!