Skip to main content

Ευκαιρία για νέο ξεκίνημα στα Επιμελητήρια της Θεσσαλονίκης

Η ευκαιρία να γυρίσουν σελίδα τα Επιμελητήρια είναι μοναδική τόσο λόγω των οικονομικών και κοινωνικών συγκυριών όσο και λόγω της νέας νομοθεσίας.

Οι εκλογές στα επιμελητήρια της Θεσσαλονίκης, που πραγματοποιήθηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο και στις αρχές της εβδομάδας, δεν διαφοροποίησαν το υφιστάμενο τοπίο τα τελευταία έξι χρόνια –σε κάποιες περιπτώσεις και περισσότερα. Στο Βιοτεχνικό και στο Επαγγελματικό επανεκλέχτηκαν οι κύριοι Π. Παπαδόπουλος και Μιχ. Ζορπίδης –αν και με άλλες συμμαχίες, αλλά αυτό είναι κάτι που συνηθίζεται-, ενώ στο ΕΒΕΘ ο συνδυασμός που πλειοψήφησε και διοικεί τα τελευταία 20 χρόνια εμφανίστηκε με άλλον επικεφαλής, αφού ο Δ. Μπακατσέλος παραιτήθηκε και τη θέση του κατέλαβε ο κ. Γιάννης Μασούτης, ο οποίος είναι ο νέος πρόεδρος.

Το εξόχως ανησυχητικό που αναδείχθηκε από την εκλογική διαδικασία είναι η μικρή συμμετοχή επιχειρηματιών και επαγγελματιών. Οι αριθμοί είναι απογοητευτικοί και ταυτόχρονα αποκαλυπτικοί. Στο ΕΕΘ των 50.000 επαγγελματιών του νομού Θεσσαλονίκης στις κάλπες προσήλθαν 4.270 –κατά 20% λιγότεροι από το 2011-, στο ΒΕΘ της μικρομεσαίας μεταποίησης των περίπου 15000 εγγεγραμμένων ψήφισαν 2.855, λιγότεροι κατά 28% από τους 4.000 του 2011, ενώ στο ΕΒΕΘ των 20.000 εγγεγραμμένων ψήφισαν 1.428, αν και εδώ τουλάχιστον σημειώθηκε αύξηση 12% σε σχέση με την προηγούμενη αναμέτρηση.

Οι άνθρωποι του επιμελητηριακού θεσμού είναι βέβαιον ότι προβληματίζονται για τη μικρή συμμετοχή, αλλά το θέμα είναι να μην περιοριστούν στον… προβληματισμό, αλλά να κινηθούν με τρόπους που θα συμβάλουν στην τόνωση του ενδιαφέροντος των μελών τους. Διότι παρά την ιδιαιτερότητα τους –Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, δηλαδή στενός δημόσιος τομέας, που εκπροσωπούν τον ιδιωτικό τομέα και διοικούνται από αιρετούς επιχειρηματίες- τα επιμελητήρια δεν παύουν να συνιστούν συλλογική έκφραση. Επομένως, η αυξημένη συμμετοχή δυναμώνει τη φωνή και αυξάνει το κύρος των εκλεγμένων, ενώ η μειωμένη υπονομεύει την προσπάθεια τους.    

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των εκλογών του 2017 στα Επιμελητήρια είναι ότι πρόκειται για τις πρώτες μετά την πολυετή ύφεση. Οι προηγούμενες είχαν πραγματοποιηθεί στα τέλη του 2011, όταν ακόμη μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας –των οικονομικών και επιχειρηματικών παραγόντων συμπεριλαμβανομένων- δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να αντιληφθεί το βάθος του προβλήματος. Τότε ακόμη, πολλοί ανάμεσά μας πίστευαν ότι η λεγόμενη κρίση θα ξεπερνιόταν σε δύο – τρία χρόνια και η οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου θα έβρισκε τον ρυθμό της, που ακόμη κι αν δεν ήταν ανάλογος της προ του 2009 περιόδου, θα ήταν παραπλήσιος. Φυσικά η οικονομική και πολιτική πραγματικότητα στη χώρα διέψευσε αυτή την αισιόδοξη προσέγγιση, με αποτέλεσμα το τοπίο να αλλάξει ταχύτατα. Σήμερα κανείς δεν πιστεύει ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει στο 2008. 

Όλοι έχουν αντιληφθεί με επώδυνο και συχνά βίαιο τρόπο ότι η κατάσταση στη χώρα άλλαξε μια για πάντα. Ότι έχει διαμορφωθεί μια νέα πραγματικότητα, η οποία είναι πιθανόν κάποια στιγμή να εξελιχθεί και να οδηγήσει σε καλύτερες ημέρες, αλλά αυτό θα συμβεί με διαφορετικό τρόπο και από άλλους δρόμους. Πιθανότατα και με άλλους πρωταγωνιστές, όχι μόνο σε επίπεδο προσώπων –αυτό είναι λίγο πολύ δεδομένο αφού τα χρόνια περνάνε και μαζί τους παρέρχεται η σειρά πολλών ανθρώπων-, αλλά κυρίως σε ό,τι αφορά επιχειρηματικούς κλάδους, δραστηριότητες και πρακτικές. Το μοντέλο –για παράδειγμα- του υπερεπαγγελματισμού στο λιανεμπόριο με τα χιλιάδες μικρά κεντρικά και συνοικιακά μαγαζάκια στις πόλεις, που επιβίωναν όχι μόνο εξαιτίας της υψηλής κατανάλωσης, αλλά και χάρη σε παράπλευρες μεθόδους –φοροδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή κ.λπ.- φαίνεται ότι δεν έχει μέλλον. Το ίδιο ισχύει και για άλλους κλάδους, στους οποίους δραστηριοποιούνται πολύ μικρές, μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή μεμονωμένοι επαγγελματίες.

Υπό κανονικές συνθήκες όλα αυτά θα έπρεπε να απασχολούν ενεργά τα επιμελητήρια, τα οποία αφενός ως σύμβουλοι της πολιτείας και αφετέρου ως συμπαραστάτες των μελών τους, θα έπρεπε να εργάζονται για να συμβάλλουν στην ομαλή μετάβαση στη νέα εποχή. Κάτι που φυσικά δεν συμβαίνει. Απόδειξη γι’ αυτό η προεκλογική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας στη Θεσσαλονίκη, όπου ακόμη υπάρχουν τρία επιμελητήρια, πολύ λίγα ακούστηκαν για τις προκλήσεις της νέας εποχής.

Στην προεκλογική περίοδο, πέραν των προσωπικών αναφορών και διενέξεων, διατυπώθηκαν από τους υποψηφίους ευχολόγια των για τη στήριξη –δηλαδή για τη διάσωση- του υφιστάμενου επιχειρηματικού και επαγγελματικού τοπίου. Κάτι που παραπέμπει σε προεκλογικό αγώνα συνδικαλιστικών ενώσεων. Μόνο που –τουλάχιστον στα χαρτιά- ο επιμελητηριακός θεσμός είναι κάτι άλλο. Πιο δημιουργικό και ως εκ τούτου πιο… επιθετικό. Στις δύσκολες οικονομικά ημέρες που διανύουμε ο ρόλος του συνδικαλισμού –ακόμη και του επιχειρηματικού και επαγγελματικού συνδικαλισμού- είναι εκ των πραγμάτων αμυντικός, ενώ ο σύμβουλος της πολιτείας ενδιαφέρεται να συμμετάσχει στη διαμόρφωση των όρων του αυριανού τοπίου.  

Σε ότι αφορά την ίδια τη Θεσσαλονίκη, ο ρόλος των επιμελητηρίων μπορεί να είναι –και μακάρι να καταστεί- πιο ενεργός. Με δεδομένο ότι η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα έχει έντονα γεωγραφικά, τοπικά και χωροταξικά χαρακτηριστικά, η περιοχή της Θεσσαλονίκης έχει συγκεκριμένες δυνατότητες, καθώς και δεδομένες αγκυλώσεις. Η συλλογική έκφραση του επιχειρηματικού κόσμου δια των επιμελητηρίων πρέπει να διευρυνθεί και να αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή στη διαμόρφωση του οικονομικού τοπίου. Δύο τινά συμβαίνουν: Πρώτον, η μέχρι σήμερα βούληση των διοικήσεων προς αυτή την κατεύθυνση επηρεάζεται από την πιεστική καθημερινότητα, με αποτέλεσμα τα ζητήματα στρατηγικής να περνούν σε δεύτερη μοίρα. Κάτι συνιστά έλλειμμα υπό την έννοια ότι η στρατηγική διαμορφώνει την καθημερινότητα της επόμενης και της μεθεπόμενης ημέρας. Δεύτερον, εξαιτίας αυτής της απουσίας προτεραιότητας για το στρατηγικό ζήτημα δεν έχουν διαμορφωθεί εντός των επιμελητηρίων θεσμοί, οι οποίοι θα μελετούν τα ζητήματα που άπτονται της οικονομικής κατεύθυνσης της περιοχής.

Είναι χαρακτηριστικό ότι πληθαίνουν οι φωνές που επιμένουν ότι το αναπτυξιακό μέλλον της Θεσσαλονίκης θα πρέπει να το διεκδικήσουν οι φορείς και οι άνθρωποι της περιοχής αφενός βασιζόμενοι στις δυνάμεις τους και αφετέρου κοιτώντας όχι μόνο προς την Αθήνα –ασφαλώς και προς την Αθήνα-, αλλά και προς Βορρά, στην Ευρώπη μέχρι τις Βρυξέλλες. Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι απόψεις αυτές προέρχονται κυρίως από παράγοντες που βρίσκονται εκτός των τειχών της πόλης και ενδεχομένως βλέπουν λόγω απόστασης πιο καθαρά τη μεγάλη εικόνα. Από μακριά και από ψηλά το δάσος ξεχωρίζει έναντι του δένδρου. Η προώθηση του συγκεκριμένου θέματος στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, δηλαδή στους παραγωγικούς φορείς, στις ελίτ και στο παραγωγικό δυναμικό της πόλης, ώστε να αποτελέσει τη βάση μιας καινούριας ατζέντας απαιτεί δουλειά, δεν θα προκύψει με αυτόματο πιλότο. Θεωρητικά τα επιμελητήρια έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν τέτοιους μηχανισμούς, αξιοποιώντας όχι μόνο τα μέλη των Διοικητικών τους Συμβουλίων, αλλά και ευρύτερες δυνάμεις που μπορούν να βοηθήσουν. Προς το παρόν μόνο θεωρητικά, διότι στην πράξη τέτοια θέματα δεν απασχολούν. Προηγούνται –για παράδειγμα- ο χριστουγεννιάτικος στολισμός, για τον οποίο «καίγεται» δικαίως ο Εμπορικός Σύλλογος, η υψηλή φορολόγηση και η ακριβή ενέργεια, δύο προβλήματα που σωστά προβάλλει ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος και η καθυστέρηση στην επιστροφή ΦΠΑ, θέμα αιχμής για τα μέλη του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος.

Τα παραδείγματα για το πώς μπορεί να εξελιχθεί ο επιμελητηριακός θεσμός, που είναι σαφέστατα πιο κρίσιμος και δυνητικά πιο χρήσιμος στην περιφέρεια, παρά στην πρωτεύουσα, είναι πολλά.

Η ελίτ της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνει ανθρώπους της οικονομίας και των επιχειρήσεων, αφού εδώ και 23 και κάτι παραπάνω αιώνες η ιστορία της πόλης είναι άρρηκτα δεμένη με την αγορά. Την παραγωγή, τις μεταφορές, τις εισαγωγές, τις εξαγωγές, το εμπόριο, τις μετακινήσεις των ανθρώπων. Η ευκαιρία να γυρίσουν σελίδα τα Επιμελητήρια της Θεσσαλονίκης είναι μοναδική, τόσο λόγω ευρύτερων οικονομικών και κοινωνικών συγκυριών, όσο και λόγω της νέας νομοθεσίας, με βάση την οποία έχει ήδη ξεκινήσει η εν δυνάμει συνένωση των επιμελητηρίων σε περιφερειακή βάση.