Skip to main content

Θέατρο του παραλόγου από τον Ερντογάν

Να αποδίδουν τη θετική εικόνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και να μη λειτουργούν μόνον ως «ραντάρ», αναπαράγοντας ειδήσεις για παραβιάσεις του εναερίου χώρου, συμβούλεψε στο ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης ο
Να καταργήσει τη λογική προσπάθησε ο Τούρκος πρωθυπουργός, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μιλώντας στους διευθυντές των ελληνικών ΜΜΕ, καθώς ουσιαστικά ισχυρίστηκε ότι το πρόβλημα με τις υπερπτήσεις είναι ότι αναπαράγονται από τα ΜΜΕ και όχι ότι πραγματοποιούνται.

Αναλυτικότερα, ο Τούρκος πρωθυπουργός απαντώντας στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις περί των υπερπτήσεων προέτρεψε τα ΜΜΕ να αποδίδουν τη θετική εικόνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και να μη λειτουργούν μόνον ως «ραντάρ», αναπαράγοντας ειδήσεις για παραβιάσεις του εναερίου χώρου, καθώς «στα επτάμισυ χρόνια, που είμαι πρωθυπουργός, δεν βομβάρδισα κάποια χώρα».

«Αν δεν είστε εσείς (ΜΜΕ) ήρεμοι, πώς θα μεταδώσετε σωστά τα μηνύματα, ώστε να υπάρχει ειρήνη στην περιοχή μας;», συνέχισε ο Ερντογάν το θέατρο του παραλόγου, ενώ πρόσθεσε ότι θα εξετάσει την πρόταση Παπανδρέου για την υποβολή σχεδίων πτήσεων.

«Δεν είμαστε οι δύο χώρες σε εμπόλεμη κατάσταση. Μέχρι τώρα λειτουργούμε μέσω του ΝΑΤΟϊκού σταθμού, που μεταφέρει εκατέρωθεν τις πληροφορίες για τις υπερπτήσεις μας. Δεν βλέπω, όμως, γιατί να μην αλληλο-ενημερωνόμαστε για τις πτήσεις μας, ταυτόχρονα με την ενημέρωση προς το ΝΑΤΟ», δήλωσε και πρόσθεσε πως θα εξετάσει το θέμα με τους αρμόδιους αξιωματούχους, όταν επιστρέψει στην Άγκυρα.

Επιπλέον, επανέλαβε ότι «τα τουρκικά μαχητικά δεν απογειώνονται οπλισμένα, όπως τα ελληνικά μαχητικά» και τόνισε πως «αν εξαλείψουμε αυτή τη διαφορά, θα έχουμε κάνει ένα βήμα προς την ειρήνη».

Ο Τούρκος πρωθυπουργός, απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με τον ρόλο του στρατού, παρέπεμψε στο «σχέδιο Βαριοπούλα», διευκρινίζοντας ότι «θέλαμε μια καθαρή κυβέρνηση», που δεν θα ποδηγετείται, καθώς «η δημοκρατία πρέπει να αναπτύσσεται παράλληλα με την οικονομία. Είμαι επτάμισυ χρόνια πρωθυπουργός και δεν με έχει εξουσιάσει κανείς».

Ως προς τις διερευνητικές συνομιλίες, ο κ. Ερντογάν παρατήρησε ότι έχουν γίνει 44 συναντήσεις, σημειώνοντας ότι «η πιο εποικοδομητική εποχή είναι επί θητείας Γ. Παπανδρέου» και πως τώρα «κάνουμε ένα νέο βήμα, γιατί θέλουμε να γίνει το Αιγαίο θάλασσα ειρήνης. Υπάρχουν φοβίες κι από τις δύο πλευρές, θα ξεπεραστούν όμως. Δώστε λίγο χρόνο σε εμάς και τους συνεργάτες μας».

Σημείωσε ακόμη ότι έχει προτείνει στην ελληνική πλευρά να διευκολύνει η χώρα του την ηλεκτροδότηση των ελληνικών νησιών, διαπιστώνει, όμως, ότι η πρότασή του αντιμετωπίζεται με καχυποψία. «Γιατί ενοχλείστε;», διερωτήθηκε.

Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό και τη στάση του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη, ο Τούρκος πρωθυπουργός σημείωσε πως «ο Έρογλου είχε διαφορετική στάση επί Ταλάτ, εμείς, όμως, ως εγγυήτριες χώρες πρέπει να διευκολύνουμε τη διαδικασία». Σε ερώτηση, δε, σχετική με την πρότασή του για τη σύγκληση πολυμερούς διεθνούς διάσκεψης για το Κυπριακό και τις δυνατότητες συμφωνίας, που «γεννά» ένα τέτοιο πολυπρόσωπο σχήμα, απάντησε με ερώτηση: «γιατί νομίζετε πως βρίσκεται ο ΟΗΕ τόσα χρόνια στην Κύπρο;» και προσέθεσε πως τόσο ο ΟΗΕ, όσο και η ΕΕ, δραστηριοποιούνται στο Κυπριακό. «Αν οι ηγέτες συμφωνήσουν μεταξύ τους, τότε δεν μας χρειάζονται», σημείωσε.

Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, υπογράμμισε, εξάλλου, πως «όταν ήρθαμε στην εξουσία οι αμυντικές δαπάνες βρίσκονταν στην πρώτη θέση του προϋπολογισμού μας. Τώρα, στην 1η θέση είναι οι δαπάνες για την Παιδεία, στη 2η οι δαπάνες για την Υγεία και οι αμυντικές δαπάνες είναι στην 4η ή την 5η, κι αυτό γιατί έχουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της τρομοκρατίας».

Απαντώντας, τέλος, σε ερώτηση σχετική με τους Κούρδους, ο κ. Ερντογάν αναφέρθηκε στα «ανοίγματα εκδημοκρατισμού», που προώθησε η κυβέρνησή του, παρατηρώντας ότι το κόμμα του έχει 60 Κούρδους βουλευτές και άρα δεν δέχεται ότι οι Κούρδοι «εκπροσωπούνται» από το κόμμα, που βρίσκεται στην Εθνοσυνέλευση, και το οποίο διαθέτει 20 βουλευτές.

Τέλος, χαρακτήρισε ως «ιστορική ημερομηνία» για τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, χαρακτήρισε τη χθεσινή, καθώς «η πολιτική μας βούληση οδηγεί δύο γειτονικές χώρες στην αναβάθμιση των σχέσεών τους. Είμαστε τώρα δύο εταίροι».