Skip to main content

«Stress-tests σε μη συστημικές τράπεζες με υψηλές κρατικές εγγυήσεις»

Η απάντηση του διοικητή της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι στον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη για τα stress-tests σε μη-συστημικά τραπεζικά ιδρύματα

Ανοιχτό είναι το ενδεχόμενο διεξαγωγής συμπληρωματικών stress-tests σε μη-συστημικά τραπεζικά ιδρύματα της Ευρωζώνης, εφόσον «η εξάρτηση των εν λόγω ιδρυμάτων από τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από την αντίστοιχη εξάρτηση των τραπεζών, που είχαν συμμετάσχει στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2014».

Αυτό προκύπτει από απάντηση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, σε σχετική ερώτηση του Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Παπαδημούλη.

Πιο συγκεκριμένα, ο Δημήτρης Παπαδημούλης στην ερώτησή του έθετε το θέμα των υψηλών κρατικών εγγυήσεων (ενδεχόμενων υποχρεώσεων - contigent liabilities) ορισμένων κρατών-μελών προς δημόσιους φορείς, κρατικές επιχειρήσεις και τράπεζες, όπως της Γερμανίας με 126% του ΑΕΠ, της Ολλανδίας με 107%, και άλλων, και ρωτούσε τον Πρόεδρο της ΕΚΤ εάν «αποτελεί κίνδυνο για την Ευρωζώνη, τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των δημόσιων οικονομικών, οι υπερβολικές δυνητικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι κυβερνήσεις», καθώς επίσης, εάν «κρίνει σκόπιμο να διενεργηθούν, σε συνεργασία με τις Εθνικές Αρχές, stress-tests στις μη-συστημικές τράπεζες, εκείνων των κρατών-μελών που παρουσιάζουν υπερβολικές δυνητικές υποχρεώσεις έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα».

Στην απάντησή του ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, παρουσιάζει στοιχεία για την οικονομική στήριξη των τραπεζών από τα κράτη-μέλη και των επακόλουθων δημοσιονομικών επιπτώσεων, σημειώνοντας ότι «σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, τα ανεξόφλητα υπόλοιπα ενδεχόμενων υποχρεώσεων (εγγυήσεων) των κεντρικών κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ στα τέλη του 2013 ισοδυναμούσαν με 4,7% του ΑΕΠ, μειούμενα με βραδύ ρυθμό από 7,8% του ΑΕΠ στα τέλη του 2009» και τονίζοντας ότι «το υπόλοιπο ανεξόφλητης στήριξης προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα αναμένεται να μειωθεί σε όλες σχεδόν τις χώρες της ζώνης του ευρώ, ενώ πολλές χώρες έχουν ήδη ανακτήσει ή αρχίζουν να ανακτούν μέρος της ρευστότητας ή/και της κεφαλαιακής στήριξης που είχαν παράσχει σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτή η αποκλιμάκωση της στήριξης προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα αναμένεται να συμβάλει στη βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων σε πολλές χώρες».

Στη συνέχεια της απάντησής του ο Ευρωπαίος Κεντρικός Τραπεζίτης αφού υπογραμμίζει ότι «στο μέλλον οι ρυθμίσεις για τη διάσωση με ίδια μέσα (bail-in) και την εξυγίανση τραπεζών, οι οποίες βασίζονται στις διατάξεις της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών και του κανονισμού για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης, θα πρέπει να περιορίσουν τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις της κυβέρνησης της εκάστοτε χώρας έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα», αποκαλύπτει στον Δημήτρη Παπαδημούλη ότι: «Το ενδεχόμενο διεξαγωγής συμπληρωματικής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε λιγότερο σημαντικά ιδρύματα θα εξεταστεί μόνο μετά την ενδεδειγμένη ανάλυση του βαθμού στον οποίο η εξάρτηση των εν λόγω ιδρυμάτων από τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από την αντίστοιχη εξάρτηση των τραπεζών που είχαν συμμετάσχει στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2014».