Skip to main content

Στιγμές νοσταλγίας από το Πάσχα των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία

Δύο οικογένειες μεταναστών στη Γερμανία θυμούνται το πώς περνούσαν το Πάσχα τις δεκαετίες του '70 και του '80, κρατώντας αναμμένη τη φλόγα της νοσταλγίας για την πατρίδα

Ελληνικό Πάσχα… Κόκκινα αβγά, τσουρέκια, 10 λεπτά πριν την Ανάσταση στην εκκλησία, Χριστός Ανέστη και μετά μαγειρίτσα, θείοι που έχουμε να δούμε από το προηγούμενο Πάσχα, αρνί, κατσίκι, κρασί. Όλα αυτά, συναντώνται κάτω από μία ομπρέλα: το χωριό, το ελληνικό χωριό.  
 
Όμως πώς προσδιορίζεις την ελληνική ταυτότητα και πώς κρατάς τη σπίθα αναμμένη όταν το χωριό αυτό έχει μεταφερθεί πάνω από 2.000 χιλιόμετρα μακριά, σε δύο πόλεις της Γερμανίας;

Τα αρνιά στις πλατείες και τα κεράσματα στους Γερμανούς

«Θυμάμαι πάντα τη Μεγάλη Εβδομάδα τη γιορτάζαμε σαν να ήμασταν στην Ελλάδα. Πολλές φορές όταν είσαι χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα σου αυτά τα ήθη και τα έθιμα κρατούν ζωντανή τη σπίθα, τα ζεις διαφορετικά όλα όταν είσαι ξένος σε ξένη χώρα. Ο Γερμανός δήμαρχος της περιοχής μάς δάνειζε με χαρά την κεντρική καθολική εκκλησία της πόλης για να τελέσουμε τα μυστήρια. Μπορεί να μαζεύονταν εκεί μέχρι και 3.000 Έλληνες μετανάστες, ακόμα και από γύρω χωριά», λέει ο Φώτης Παναγιωτίδης ο οποίος το 1971, αφού λόγω της δικτατορίας αναγκάστηκε να κλείσει τη δισκογραφική εταιρεία που διατηρούσε στην Αθήνα, αποφάσισε μαζί τη σύζυγό του, Δέσποινα Τσουκάλη, να εγκατασταθούν στη Γερμανία και συγκεκριμένα στο Σβέμπις Γκμουντ, μία μικρή πόλη 50 χιλιόμετρα από τη Στουτγκάρδη.

«Η Εκκλησία γέμιζε. Στην Ανάσταση γινόταν χαμός. Άκουγες γέλια, αγκαλιές και φιλιά καθώς ήταν σημείο συνάντησης για πολλές οικογένειες που τσούγγριζαν ακόμα και αβγά, για το έθιμο. Είχαμε ακόμα και βεγγαλικά για το Χριστός Ανέστη. Επειδή κάποιες φορές είχαμε κοινό ιερέα με την άλλη ενορία, κάναμε εναλλάξ Ανάσταση στις 21:00 και στις 24:00. Ακόμα θυμάμαι τους Γερμανούς που έκαναν βόλτα και μας χάζευαν. Τους έκανε μεγάλη εντύπωση και ο επιτάφιος που περνούσαμε από κάτω, ενώ πολλοί μας ρωτούσαν για τα έθιμά μας. Αντιμετώπιζαν όλο αυτό το ιδιαίτερο τελετουργικό με σεβασμό, θα έλεγα και με  θαυμασμό, γιατί είχαν μάθει και αυτοί τις συνήθειές μας τόσα χρόνια. Με το ίδιο ενδιαφέρον και σεβασμό παρακολουθούσαν και οι μουσουλμάνοι μετανάστες, κυρίως Τούρκοι, της περιοχής μας. Το θρησκευτικό αίσθημα το σέβεσαι ό,τι γλώσσα και να μιλάς». 

Η ημέρα του Πάσχα έβρισκε την οικογένεια του κ. Φώτη και της κ. Δέσποινας μαζί με πολλούς φίλους σε τραπέζια στην πλατεία της πόλης, σουβλίζοντας. «Μαζευόμασταν τα περισσότερα άτομα από την κοινότητα στην πλατεία και βάζαμε σούβλες, είχαμε τρία με τέσσερα αρνιά και από δίπλα οι Γερμανοί μάς κοιτούσαν. Έβγαιναν στα μπαλκόνια γιατί η περιοχή μοσχοβολούσε. Εμείς τους πηγαίναμε μεζέδες για να φάνε και αυτοί κάποιες φορές μάς έφερναν μπουκάλια με κρασί», θυμάται ο ίδιος με νοσταλγία. 

Η σχέση που είχαν αναπτύξει με τους Γερμανούς ήταν τέτοια που τους καλούσαν ακόμα και σε χορούς που διοργάνωναν οι κατά τόπους σύλλογοι και χόρευαν μαζί τους. «Όταν το σχολείο συμπλήρωσε τα 25 τους χρόνια νοικιάσαμε μία αίθουσα -ο δήμαρχος θέλησε να μας τη δώσει πολύ φθηνή- μαζεύτηκε πολύς κόσμος Έλληνες και Γερμανοί και γιορτάσαμε και χορέψαμε μαζί», τόνισε. Ο κ. Φώτης εργαζόταν σε ένα μεγάλο εργοστάσιο, ενώ ήταν για δέκα χρόνια πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων στο σχολείο όπου φοιτούσαν τα παιδιά του. Το 2005, στα 56 του, γύρισε και πάλι στη γενέτειρά του, στον Βόλο. 

Σήμερα, όπως λέει ο κ. Φώτης, η κοινότητα στη Γερμανία έχει μικρύνει πολύ. Μπορεί όλο και περισσότερος κόσμος να ανεβαίνει πάνω για δουλειά αλλά «εμείς είχαμε μεράκι να ασχοληθούμε και να στήσουμε τραπέζια και γιορτές. Τώρα αυτά δεν τα βλέπεις τόσο συχνά».

Τα Πάσχα στο σπίτι και ο... παπά-Ματθαίος

Κάποιες εκατοντάδες χιλιόμετρα βορειοδυτικά μία άλλη ελληνική οικογένεια, του κ. Κώστα και της κ. Ελένης, γιόρταζαν και αυτοί το Πάσχα.
   
 «Θυμάμαι τις γιορτές τις περνούσαμε πάντα όλοι μαζί, κάθε χρόνο μέχρι που τα παιδιά μας παντρεύτηκαν. Είχαμε πάει οικογένεια στη Γερμανία, μαζί με τα αδέρφια του άνδρα μου -με τα οποία μέναμε κοντά- και διοργανώναμε εναλλάξ τις μαζώξεις. Συνήθως, το Πάσχα ερχόμασταν στο δικό μας σπίτι, σε μία όμορφη συνοικία στο Φέλμπερτ, αλλά υπήρχαν και φορές που πηγαίναμε όλοι μαζί στο σπίτι του Ηλία και της Μάγδα», αφηγείται η κ. Ελένη που έφυγε με τα δύο της παιδιά, τον Σωτήρη και τη Λίτσα, τις αρχές του 1970 για το κρατίδιο της βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας όπου τους περίμενε ήδη ο σύζυγος και μπαμπάς, κ.  Κώστας.  

Ο κ. Κώστας είχε φύγει από το 1969 μαζί με την αδερφή του και τον γαμπρό του και πίσω στην Ελλάδα έμεινε η κ. Ελένη με τα δύο της παιδιά και τον ανιψιό της, τον Στέφο, που είχε σαν γιο της μέχρι τα τρία του σε ένα χωριό της Φλώρινας. Ο κ. Κώστας ταξίδεψε την πρώτη φορά με το πλοίο: το πλοίο ήταν ένα, ονόματι Κολοκοτρώνης, που τους άφησε στο Πρίντεζι και από εκεί με το τρένο μέχρι τη Γερμανία για τρεις ημέρες. 

Το Πάσχα για τους οικονομικούς μετανάστες των δεκαετιών μετά το 1950 κουβαλούσε μία πικρία για το τι έμεινε πίσω, όπως και κάθε γιορτή. Για τον λόγο αυτό συνέστησαν μία ελληνική κοινότητα που να τους θυμίζει τα παλιά, σαν να μην πέρασε μία μέρα. «Κανένα Πάσχα δεν γυρίσαμε στην Ελλάδα, τα περνούσαμε όλα εκεί. Προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να διατηρήσουμε τα ήθη και τα έθιμα, τις ρίζες μας. Κάναμε ό,τι θα κάναμε και αν περνούσαμε τις γιορτές στην Ελλάδα. Θέλαμε να διατηρύμε ζωντανές τις παραδόσεις στο ακέραιο. Πηγαίναμε στην Ανάσταση στην εκκλησία του Αγίου Χριστόφορου και μετά ερχόμασταν στο σπίτι για να φάμε μαγειρίτσα, όπως επιτάσσει το έθιμο καθώς δεν καθόμασταν συχνά στην Εκκλησία μετά», λέει η κ. Ελένη. Πάντως, το γεγονός πως το ελληνικό με το γερμανικό Πάσχα έπεφτε μαζί μία φορά στα τέσσερα χρόνια δυσκόλευε τον εορτασμό του καθώς η επόμενη ημέρα ήταν εργάσιμη. «Όσο και να θέλαμε ήταν πιο δύσκολο να το χαρούμε γιατί την επομένη θα εργαζόμασταν». 

Η κ. Ελένη έφερε στη μνήμη της έναν ιερωμένο της ενορίας, τον παπά-Ματθαίο. «Αντιμετωπίζαμε πολλές δυσκολίες στο να βρούμε παπά για την ενορία αλλά ο παπα-Ματθαίος έκανε πάντα το καλύτερο δυνατό. Διοργάνωνε τις τελετές για τις ημέρες του Πάσχα, ενώ συννενοούνταν με τον δήμαρχο και την Αστυνομία για να κλείνουν οι δρόμοι για τον Επιτάφιο. Ο ίδιος εκτελούσε και χρέη προξένου και μας έκανε να αισθανόμαστε πολύ χαρούμενοι που τον είχαμε», λέει. 

«Οι Γερμανοί μάς βοηθούσαν πολύ στο να γιορτάσουμε καθώς κατανοούσαν τις διαφορές μας και λόγω του ότι αφορούσε μία θρησκευτική γιορτή συχνά έκλειναν και από μόνοι τους τους δρόμους για τις πομπές. Βέβαια δεν τα γιορτάζαμε μαζί», είπε.