Skip to main content

Στη Θεσσαλονίκη η καινοτομία παραμένει κλεισμένη στο εργαστήριο

Τρία συμπεράσματα που προκύπτουν για την έρευνα και την καινοτομία στη Θεσσαλονίκη από την κατανομή των κονδυλίων και των αναπτυξιακών κεφαλαίων.

Εδώ και 15 χρόνια έχει ξεκινήσει –τουλάχιστον θεωρητικά- μια συστηματική ανάδειξη της Θεσσαλονίκης σε κέντρο καινοτομίας και υψηλής τεχνολογίας για την ευρύτερη Νοτιοανατολική Ευρώπη, περιοχή στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η χώρα μας. Σε αυτή την κατεύθυνση ξεδιπλώθηκαν οι ακόλουθες πρωτοβουλίες:

1. Δημιουργήθηκε από μέλη του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής Βορείου Ελλάδος η «Τεχνόπολη Θεσσαλονίκης», ο πρώτος οργανωμένος χώρος για την εγκατάστασης εταιριών τεχνολογίας. Μάλιστα, με πυρήνα εταιρίες – μετόχους της «Τεχνόπολης» δημιουργήθηκε πρόσφατα ένα cluster εταιριών λογισμικού, με στόχο την ανάπτυξη συνεργασιών για τη διεκδίκηση και υλοποίηση μεγάλων διεθνών προγραμμάτων.  
2. Ιδρύθηκε η Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας, μια φιλόδοξη κρατική πρωτοβουλία, με στόχο την προσέλκυση στην ευρύτερη περιοχή μεγάλων καινοτομικών επιχειρήσεων, μέσω ενός πακέτου κινήτρων.
3. Δημιουργήθηκαν τρεις ιδιωτικές θερμοκοιτίδες επιχειρήσεων –οι περισσότερες στην Ελλάδα- με στόχο την οργανωτική και χρηματοδοτική υποστήριξη νεοφυών επιχειρήσεων στα πρώτα τους βήματα.

Στην ίδια κατεύθυνση επιχειρείται να αξιοποιηθεί η παρουσία και δραστηριότητα των τεσσάρων δημοσίων τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ΑΠΘ, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος, Α΄ ΤΕΙ), του Τεχνολογικού Πάρκου, του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης, το οποίο συγκαταλέγεται στα 10 ποιο πετυχημένα στο HORIZON 2020 της Ε.Ε., αλλά και πλήθους ιδιωτικών σχολών, οι οποίες στο πλαίσιο της λειτουργίας τους καλλιεργούν τόσο τη χρήση υψηλής τεχνολογίας, όσο και την ιδέα της καινοτομικότητας. Ταυτόχρονα διατυπώνονται νέες προτάσεις, για ακόμη μεγαλύτερα project, που θα προσελκύσουν στην περιοχή από τη Microsoft και τη Google, μέχρι λιγότερο διάσημες, αλλά πάντως σημαντικές εταιρίες τεχνολογίας από ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο.    

Όλα αυτά είναι καλά και άγια. Μέχρι ενός σημείου, μάλιστα, δημιουργούν πραγματικές δουλειές και απασχόληση. Παράγουν πλούτο και χαράζουν προοπτικές. Μέχρι ενός σημείου, το οποίο κάποιοι εκτιμούν ως χαμηλό σε σχέση τις προσδοκίες να αναδειχθεί η Θεσσαλονίκη σε τεχνολογικό και καινοτομικό επίκεντρο της ευρύτερης περιοχής. Κάτι που αποδεικνύεται από τα μέτρια ποσοστά αξιοποίησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων για την έρευνα και την τεχνολογία, που έχουν διατεθεί κατά την τελευταία προγραμματική περίοδο  2007 – 2013 -που ξεκίνησε ένα δύο χρόνια αργότερα και ολοκληρώθηκε επίσης ένα δύο χρόνια αργότερα. Αυτή η πραγματικότητα είτε οφείλεται σε αντικειμενικούς λόγους, είτε σε αδυναμία των τοπικών συστημάτων πρέπει να ανατραπεί, προκειμένου η περιοχή να αναβαθμιστεί επί της ουσίας στα συγκεκριμένα πεδία, τα οποία οι φορείς θεωρούν προνομιακά για την ανάπτυξη ολόκληρης της Κεντρικής Μακεδονίας.      

Τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας δείχνουν ότι το εθνικό ερευνητικό και τεχνολογικό σύστημα έχει πετύχει σημαντικές αποδόσεις περιφερειακά μέσω των ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Πώς μεταφράζεται αυτό σε νούμερα; Το 58% των φορέων που υπάγονται στη ΓΓΕΤ βρίσκεται στην Αττική και το 42% στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν και για τις δαπάνες για έρευνα και καινοτομία, που έχουν διατεθεί κατά 56% στην Αττική και κατά 44% στην υπόλοιπη Ελλάδα, με την Κεντρική Μακεδονία να βρίσκεται στη 2η θέση, με 14% του συνόλου. Και μιλάμε για πολλά λεφτά: συνολικά περίπου 1,4 δισ. ευρώ -τα 775 εκατ. πήγαν στην Αττική και τα 615 εκατ. στην υπόλοιπη χώρα, περίπου 200 εκατ. στην Κεντρική Μακεδονία.   

Η εικόνα «γέρνει» ακόμη περισσότερο προς την πλευρά της Αττικής στο πεδίο της διάθεσης των αναπτυξιακών κεφαλαίων. Δηλαδή στις επενδύσεις και στους μηχανισμούς υποστήριξης τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τέσσερα JEREMIE funds που δημιουργήθηκαν για να στηρίξουν καινοτομικές επιχειρήσεις είχαν όλα τους έδρα την Αθήνα. Χρηματοδότησαν συνολικά 51 εταιρίες, εκ των οποίων οι 37 –ποσοστό 78%- βρίσκονταν στην πρωτεύουσα, ενώ μόλις 14 στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Συμπέρασμα πρώτο: η ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης εισπράττει για την έρευνα και την καινοτομία τα κονδύλια που της αναλογούν με βάση τον πληθυσμό και το ΑΕΠ, αλλά επουδενί μπορεί κανείς να μιλήσει για κάποιου είδους κατάσταση αιχμής.

Συμπέρασμα δεύτερο: στο επίπεδο της έρευνας τα πράγματα πηγαίνουν αρκετά καλά. Πολύ καλύτερα από τον μέσο όρο της χώρας, κάτι που πιστώνεται στη δουλειά που γίνεται στα ερευνητικά κέντρα και στα πανεπιστήμια.

Συμπέρασμα τρίτο: η επιχειρηματικότητα υστερεί, με λαμπρές μεμονωμένες εξαιρέσεις βέβαια. Το αποτελέσματα της έρευνας σπανίως καταλήγουν την πραγματική οικονομία χάρη σε κάποια τοπική εταιρία. Οι επιχειρήσεις της Β. Ελλάδος επενδύουν μάλλον περιορισμένα στο κομμάτι «έρευνα και ανάπτυξη», ενώ λείπουν από την περιοχή οι δομές χρηματοδότησης, τύπου JEREMIE funds. Αλλά και γι’ αυτό η ευθύνη βαρύνει κατά βάσιν τον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα.

Προφανώς μεταξύ λόγων και έργων, όπως και μεταξύ προθέσεων και πράξεων, αλλά και μεταξύ ιδεών και πραγματικότητας η απόσταση αποδεικνύεται μεγάλη. Η Ελλάδα παραμένει και στο τεχνολογικό και ερευνητικό πεδίο εν πολλοίς μια συγκεντρωτική χώρα. Η Αθήνα ωφελείται σε σημαντικό βαθμό των χρηματοδοτήσεων, περισσότερο διότι στην πρωτεύουσα οι άνθρωποι είναι πιο δραστήριοι, έναντι του συντηρητισμού της περιφέρειας. Εάν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι παράγοντες της Θεσσαλονίκης –κυρίως οι επιχειρηματίες- ποντάρουν, πράγματι, στην τεχνολογία και την καινοτομία για την ανάπτυξη της περιοχής οφείλουν να κάνουν την υπέρβαση. Να αλλάξουν αυτή την εικόνα αξιοποιώντας παραγωγικά τις ευκαιρίες που υπάρχουν. Να διαθέσουν και να προσελκύσουν επενδυτικά κεφάλαια. Στην ουσία οφείλουν να εξελίξουν τη νοοτροπία τους, κάτι που ίσως είναι δυσκολότερο απ’ όσο ακούγεται.