Skip to main content

ΣΕΒ: Ίση με ένα ΑΕΠ η περιουσία που έχασαν οι Έλληνες στην κρίση

Η καθαρή περιουσία των Ελλήνων ανήλθε στα 856 δισ. ευρώ το 2016, έναντι 1,023 τρισ. ευρώ το 2009, σύμφωνα με έρευνα της Credit Suisse.

Περιουσία, ίση σχεδόν με ένα ΑΕΠ, έχασαν οι Έλληνες κατά τη διάρκεια της κρίσης, σύμφωνα με έρευνα της Credit Suisse, η οποία αναδημοσιεύεται στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), ο οποίος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας.

Συγκεκριμένα, η καθαρή περιουσία των Ελλήνων ανήλθε στα 856 δισ. ευρώ το 2016, έναντι 1,023 τρισ. ευρώ το 2009 - λίγο πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο, ότι η τρέχουσα αξία της παραμένει άνω των επιπέδων της προ-ευρώ εποχής (683 δισ. ευρώ το 2000).

Το 2009 η καθαρή περιουσία ανά ενήλικα είχε αυξηθεί σε 114 χιλ.ευρώ ενώ το ίδιο συνέβη και στην υπόλοιπη Ευρώπη όπου όμως, η καθαρή περιουσία ανά ενήλικα διαμορφωνόταν, σε 93 χιλ. ευρώ, δηλαδή κάτω από τον μέσο όρο στην Ελλάδα.

«Αυτό που κατατάσσει την Ελλάδα σε διαφορετική κατηγορία από την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ο υπερδανεισμός. Από Euro 3207 ανά ενήλικα ιδιωτικού χρέους το 2000, το μέγεθος αυτό υπερπενταπλασιάσθηκε το 2009 σε Euro 16793 ανά ενήλικα, προσεγγίζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των Euro 17657 ανά ενήλικα, που είχε με τη σειρά του αυξηθεί κατά 50% περίπου σε σχέση με το 2000», τονίζει ο ΣΕΒ.

Σημειώνεται ότι το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα το 2009 ανερχόταν σε 33.122 ευρώ ανά ενήλικα, από 16.309 ευρώ ανά ενήλικα το 2000, δηλαδή διπλασιάσθηκε μέσα σε μια δεκαετία.

Όπως σχολιάζει ο ΣΕΒ, το είδος του αναπτυξιακού προτύπου που ακολούθησε η χώρα την περίοδο πριν από την κρίση, διευκόλυνε τη συσσώρευση περιουσίας, μέσω του υπερδανεισμού του δημοσίου και της μεγάλης παραοικονομίας και φοροδιαφυγής. Εν ολίγοις, η παραγωγή εισοδήματος στηρίχθηκε σε μεγάλα δημοσιονομικά - καταναλωτικά ελλείμματα, τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από το εξωτερικό.

Τα χρήματα όμως, πήγαιναν με πελατειακή λογική στην κατανάλωση και την αναίτια μεγέθυνση του κράτους και όχι στις επενδύσεις και δεν υπήρχαν πλεονάσματα για να εξυπηρετηθούν τα χρέη. Ήταν, λοιπόν, απαραίτητο να μειωθούν οι ανισορροπίες και η αύξηση των εισοδημάτων να στηρίζεται σε δικές μας αποταμιεύσεις, διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, ο Σύνδεσμος.

Παράλληλα, σημαντικό επίτευγμα χαρακτηρίζει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε σε 4,3 δισ. ευρώ ή 2,5% του ΑΕΠ έναντι στόχου πλεονάσματος 1,1% του ΑΕΠ, παρά το έκτακτο βοήθημα στους συνταξιούχους αλλά και την ταχύτερη αποπληρωμή οφειλών του κράτους. «Αποτυπώνει, τονίζει, την αυξημένη αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και τα οφέλη από τη χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών. Μετά από χρόνια προσπαθειών και τεχνικής βοήθειας φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς, καθ' υπέρβαση των σχετικά συντηρητικών εκτιμήσεων για την απόδοση των μέτρων που νομοθετήθηκαν το 2016».

Αυτό που δεν προβάλλεται επαρκώς, υποστηρίζει ο ΣΕΒ, είναι τα τεράστια ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος που θα συνεχίσουν να απορροφούν σημαντικούς πόρους και στο μέλλον, θέτοντας περιορισμούς στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας, εάν δεν αντιμετωπισθούν. Οι παλαιότερες γενιές στην ουσία δανείσθηκαν όχι μόνο τις αποταμιεύσεις των ξένων, αλλά και τις μελλοντικές αποταμιεύσεις των παιδιών τους. Μπορεί, λοιπόν, στην περίοδο της επίπλαστης ευημερίας να αυξήθηκε σημαντικά η περιουσία των νοικοκυριών, αλλά ο τρόπος με τον οποίο έγινε αυτό θέτει σήμερα σε δοκιμασία την ικανότητα των νεότερων γενεών να εργάζονται, να αποταμιεύουν και να δημιουργούν οικογένειες στη χώρα μας.

«Η αποταμίευση των νοικοκυριών είναι πλέον αρνητική και, συνεπώς, δεν παράγεται νέος πλούτος και η επιβάρυνση της ακίνητης, ειδικότερα, περιουσίας με φόρο διακράτησης (ΕΝΦΙΑ) από τους υψηλότερους στον κόσμο, έχει εγκλωβίσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε αδυναμία οικονομικής αξιοποίησης της περιουσίας του σε παραγωγική κατεύθυνση», αναφέρει ο Σύνδεσμος.