Skip to main content

ΣΕΒ: Υπερφορολόγηση και υπερρύθμιση εμπόδια στην ανάπτυξη

Ο ΣΕΒ αναφέρεται στη βελτίωση που γνώρισε, τον Δεκέμβριο, το οικονομικό κλίμα, παρά την υπερφορολόγηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

Ως εμπόδια για την ευημερία της χώρας χαρακτηρίζει ο ΣΕΒ, στο εβδομαδιαίο του οικονομικό δελτίο την υπερφορολόγηση και την υπερρύθμιση.

Όπως παρατηρεί ο ΣΕΒ, η οικονομική πολιτική παλινδρομεί τα τελευταία χρόνια μεταξύ δύο αντίρροπων δυνάμεων, της δημοσιονομικής εξυγίανσης και προσαρμογής στην οικονομία της αγοράς από τη μια πλευρά, και της προσκόλλησης σε αναδιανεμητικές πρακτικές με ξεπερασμένα εργαλεία και αναλύσεις του κοινωνικού ζητήματος, από την άλλη. Το αποτέλεσμα είναι η ασάφεια σε στόχους, μέσα και αποτελέσματα, οι καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις, και οι μόνιμες αναταράξεις στις σχέσεις της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όλα αυτά συμβαίνουν σε βάρος των αναπτυξιακών προοπτικών της Ελλάδας, που εξακολουθούν να είναι τεράστιες και αναξιοποίητες. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποταμίευση των νοικοκυριών παραμένει αρνητική, εξασθενίζοντας τις επενδύσεις και τη δημιουργία νέων εισοδημάτων και θέσεων εργασίας. Και η κατάσταση αυτή θα διαιωνίζεται εάν δεν αλλάξει άρδην το καθεστώς υπερφορολόγησης και υπερρύθμισης της ιδιωτικής οικονομίας, που εμποδίζει την ανάδειξη των αρετών του Έλληνα επιχειρηματία και εργαζόμενου.

Ακόμη, το δελτίο αναφέρεται στη βελτίωση που γνώρισε, τον Δεκέμβριο, το οικονομικό κλίμα, παρά την υπερφορολόγηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών και την αβεβαιότητα για την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης. Η καλή πορεία των εσόδων, ιδίως από ΦΠΑ και φόρο εισοδήματος, συνεχίστηκε τον Νοέμβριο, καθώς οι δαπάνες μισθοδοσίας αυξάνονται.

Ενδιαφέροντα θεωρεί ο ΣΕΒ τα συμπεράσματα δύο μελετών, οι οποίες και παρουσιάζονται στο δελτίο:

Γιατί η Ελλάδα παραμένει σε στασιμότητα

Έχοντας απωλέσει το ¼ περίπου του ΑΕΠ από το 2008 μέχρι σήμερα, η οικονομία βρίσκεται σε αναπτυξιακή στασιμότητα. Η ικανότητα πλέον των Ελλήνων να παράγουμε νέα εισοδήματα, νέες αποταμιεύσεις και νέο πλούτο έχει περιορισθεί. Και το χειρότερο είναι ότι τα νοικοκυριά έχουν αρνητικό ρυθμό ακαθάριστης αποταμίευσης, καταναλώνουν δηλαδή περισσότερα απ’ ό,τι τους επιτρέπει το εισόδημά τους, κυρίως μέσω ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων. Αυτό συμβαίνει, βεβαίως, στο μέσο νοικοκυριό. Προφανώς, στα δύο άκρα, υπάρχουν νοικοκυριά που εξακολουθούν να αποταμιεύουν από το υψηλό εισόδημά τους και νοικοκυριά που απλώς περιορίζουν την κατανάλωσή τους στο ύψος του χαμηλού εισοδήματος που έχουν, οσοδήποτε μικρό και αν αυτό είναι. Το μέσο νοικοκυριό, πάντως, δεν τα βγάζει πια πέρα χωρίς ρευστοποίηση περιουσίας ή κοινωνικά βοηθήματα. Σε κάθε περίπτωση, η αποταμίευση και η αποθησαύριση περιουσίας είναι πλέον ένα μακρινό όνειρο για ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, και, συνεπώς, το σημερινό status quo δεν είναι βιώσιμο γιατί τα έτοιμα κάποτε θα τελειώσουν.

Στο πλαίσιο αυτό, η υπερφορολόγηση και η υπερρύθμιση της ελληνικής οικονομίας είναι συμπτώματα μιας κοινωνίας όπου κυριαρχεί η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στην οικονομία της αγοράς, όπως αναλύουν οι Rafael Di Tella και Robert Mac Culloch. Στη σημαντική αυτή ανάλυση, παρατηρείται ότι σε φτωχές κυρίως χώρες, υπάρχει μια άνθιση περιορισμών στην επιχειρηματικότητα και κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, και μία επικυριαρχία της αριστερής φρασεολογίας και ιδεοληψίας στην ανάλυση οικονομικών ζητημάτων. Τα φαινόμενα αυτά συνυπάρχουν, συνήθως, με εκτεταμένη διαφθορά που ωθεί τα άτομα να επιζητούν περιορισμούς στην οικονομική δραστηριότητα, παρόλο που αναγνωρίζεται ότι η υπερρύθμιση της οικονομίας μπορεί να οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη διαφθορά. Σε περιόδους δε όξυνσης της διαφθοράς, παρατηρείται αύξηση του αισθήματος της οργής που νιώθουν οι ψηφοφόροι, και στροφή του εκλογικού σώματος προς ακραία πολιτικά κόμματα. Η εξήγηση που προβάλλεται στις χώρες αυτές είναι ότι, δεδομένης της ταύτισης των σκανδάλων με την επιχειρηματική τάξη, η στροφή προς υπερψήφιση ακραίων κομμάτων αντανακλά μία διάθεση τιμωρίας από τους ψηφοφόρους που συνδέεται με ασθενή δικαστικά συστήματα και αδράνεια στην απονομή δικαιοσύνης. Αυτό το φαινόμενο εκφράζεται, ενδεικτικά, μέσω της υψηλής, προοδευτικής και μη ανταποδοτικής φορολόγησης παραγωγικών δραστηριοτήτων όπως είναι οι επενδύσεις. Παρ’ όλο που οι συγγραφείς προσπαθούν να εξηγήσουν τι συμβαίνει σε φτωχές χώρες, η θεωρία που προβάλλουν φαίνεται να ισχύει και στην Ελλάδα, ιδίως μετά την φτωχοποίηση που έφερε η παρατεταμένη και υψηλού κοινωνικού κόστους ύφεση στη διάρκεια της δημοσιονομικής προσαρμογής των Μνημονίων. Ο ελληνικός πληθυσμός, σε ένα μεγάλο τμήμα του, θεωρεί τα συμβαίνοντα, και εκφράζει αντίστοιχα την οργή του, ως αποτέλεσμα διαφθοράς (κάποιοι τα φάγανε τα περασμένα χρόνια και παραμένουν ατιμώρητοι). Παρόλο που η αλήθεια είναι πιο περίπλοκη , η άνοδος "αντισυστημικών" σχηματισμών στην εξουσία στην Ελλάδα μπορεί κάλλιστα να ερμηνευθεί από την παρατεταμένη περίοδο προσοδοθηρίας που άνθησε στη δεκαετία που προηγήθηκε της κρίσης.

Σε μια άλλη εργασία, οι Manuel Funke, Moritz Schularick και Christoph Trebesch παρουσιάζουν εμπειρικά αποτελέσματα, αναλύοντας οικονομικές κρίσεις και εκλογικά αποτελέσματα από το 1870 μέχρι σήμερα σε 20 προηγμένες οικονομίες, που αποδεικνύουν ότι κόμματα της άκρας δεξιάς κεφαλαιοποιούν τα μεγαλύτερα κέρδη από μία κρίση, ιδίως εάν αυτή έχει χρηματοοικονομικό περιεχόμενο. Μία χρηματοοικονομική κρίση ερμηνεύεται ως απόρροια φαινομένων διαφθοράς και όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, ιδίως εάν η κρίση περιλαμβάνει κατάρρευση λόγω αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους και συνακόλουθη διάσωση και προσαρμογή της οικονομίας. Παράλληλα, η χρηματοοικονομική κρίση φέρνει κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος, αστάθεια και εν πολλοίς ακυβερνησία, που είναι εντονότερη τα πρώτα 5 χρόνια.

Οποιαδήποτε συσχέτιση των δύο ως ανωτέρω μελετών με τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα δεν είναι, μάλλον, τυχαία. Το γεγονός ότι η σημερινή διακυβέρνηση της χώρας ασκείται από έναν συνασπισμό -μέχρι πρότινος μικρών- κομμάτων της αριστεράς και της δεξιάς, καθώς και το γεγονός ότι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στην ελληνική βουλή θεωρείται από τα υπόλοιπα κόμματα ότι βρίσκεται εκτός του δημοκρατικού τόξου στα άκρα δεξιά του πολιτικού φάσματος, προσφέρει ισχυρές ενδείξεις για την ορθότητα των συμπερασμάτων των μελετών αυτών, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ότι η Ελλάδα συγκεντρώνει χαρακτηριστικά τόσο μιας προηγμένης- πλούσιας χώρας όσο και μιας χώρας με σοβαρή υστέρηση στη λειτουργία του κράτους, των θεσμών και της λειτουργίας των αγορών.

Το χειρότερο που συμβαίνει, όμως, είναι ότι η οικονομική πολιτική στη χώρα, λόγω και των Μνημονίων, υπόκειται στις ασυνέχειες δύο αντίρροπων δυνάμεων, εκείνες της προσαρμογής και της εμβάθυνσης στην οικονομία της αγοράς και εκείνες της προσκόλλησης σε αναδιανεμητικές πρακτικές, με τις κυβερνήσεις να παραμένουν έωλες και αναποφάσιστες, να καθυστερούν τις αξιολογήσεις, να τρενάρουν τις μεταρρυθμίσεις, κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, η ερμαφρόδιτη αυτή κατάσταση δεν βοηθά την οικονομία να ανακάμψει και την χώρα να αναπτυχθεί. Και το γεγονός ότι το 1/3 του εργατικού δυναμικού της χώρας δεν έχει ακόμη ενταχθεί στην μισθωτή εργασία σημαίνει υστέρηση στην οργάνωση της οικονομίας της αγοράς και, εν πολλοίς αδυναμία καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με τον Ricardo Hausmann, το ποσοστό της μισθωτής εργασίας στο σύνολο του εργατικού δυναμικού είναι θετικά σχετιζόμενο με την ανάπτυξη της οικονομίας. Στις ΗΠΑ, μόνον 1 στους 9 είναι αυτοαπασχολούμενος ενώ στην Ινδία 19 στους 20, στο Μεξικό 2 στους 3 και στο Περού 4 στους 5 (και στην Ελλάδα 1 στους 3). Το χαλινάρι στην ανάπτυξη του καπιταλισμού μέσω υπερφορολόγησης, υπερρύθμισης κτλ. έχει συνέπειες. Μπορούμε να συνεχίσουμε να φυτοζωούμε στην Ελλάδα, διώχνοντας τις επενδύσεις, αλλά έτσι, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αναπτυχθούμε και να στηρίξουμε την οικονομία μας στις εσωτερικές διεργασίες αξιοποίησης της οικονομίας της αγοράς και όχι στον υπερδανεισμό, που ούτως ή άλλως δεν είναι πλέον στις επιλογές μας. Διότι η αναδιανομή του εισοδήματος που παράγεται αποκλειστικά από τους άλλους, χωρίς δανεικά, έχει πάντα ημερομηνία λήξης.