Skip to main content

Σε άλλη φάση οφείλουν να περάσουν οι έμποροι της Θεσσαλονίκης

Οι μικροί υποχωρούν διαρκώς, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια και γι’ αυτούς. Τουλάχιστον για όσους άντεξαν και παρέμειναν στην πιάτσα

Πολύ κακό για το τίποτα χθες στην αγορά της Θεσσαλονίκης, αφού τουλάχιστον για το κέντρο της πόλης δεν επαληθεύτηκαν οι φόβοι του Εμπορικού Συλλόγου για λειτουργία των πολυκαταστημάτων και των πολυεθνικών αλυσίδων. Κανένα από τα μεγάλα καταστήματα του κέντρου δεν άνοιξε, αντίθετα οι ελάχιστοι που τόλμησαν να διαβούν τον Ρουβίκωνα ήταν ντόπιοι, μέλη του ΕΣΘ.

Η καταναλωτική κίνηση ήταν μηδενική και τα πεζοδρόμια της Τσιμισκή, της Αγίας Σοφίας και της Μητροπόλεως έδειχναν ότι η μέρα ήταν Κυριακή – αργία και όχι Δευτέρα. Αντίθετα λειτούργησαν τα εκπτωτικά χωριά εκατέρωθεν του κέντρου, κάτι που πρέπει να προβληματίσει τον ΕΣΘ, υπό την έννοια ότι και σε αυτά τα εμπορικά συγκροτήματα, που εκ της φύσεως τους ακούν τη μεγαλύτερη πίεση στο παραδοσιακό εμπόριο, καθώς πωλούν πολλά επώνυμα είδη σε σαφώς χαμηλές τιμές, δραστηριοποιούνται και δικά του μέλη.  

Σε κάθε περίπτωση η χθεσινή ημέρα κύλησε για την αγορά «αναίμακτα και ειρηνικά». Άλλωστε στην πραγματικότητα δεν υπήρχε λόγος για κάτι διαφορετικό. Τα ουσιαστικά προβλήματα της αγοράς της Θεσσαλονίκης –από τον ανταγωνισμό και την ευταξία, μέχρι το παρεμπόριο και τα λαθραία τσιγάρα- είναι μεγάλα και ξεπερνούν κατά πολύ τη μία ημέρα αργίας.

Η σύγκρουση μεγάλων –μικρών στο εμπόριο της πόλης βρίσκεται σε εξέλιξη σχεδόν 25 χρόνια τώρα, με τους μεγάλους να κερδίζουν έδαφος χάρη στο μέγεθος, στην οικονομική τους επιφάνεια και στην καθετοποίηση, που τους επιτρέπει να εξαντλούν κάθε περιθώριο που τους δίνει το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας. Οι μικροί υποχωρούν διαρκώς, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια και γι’ αυτούς. Τουλάχιστον για όσους άντεξαν και παρέμειναν στην πιάτσα, μετά από επτά – οκτώ χρόνια ύφεσης και διαρκούς καταναλωτικής υποχώρησης. Αρκεί οι ίδιοι και όσοι τους εκπροσωπούν να αντιληφθούν ότι οι καιροί στη δουλειά τους άλλαξαν οριστικά και όποιος δεν προσαρμοστεί δύσκολα θα επιβιώσει.

Το βασικότερο όλων είναι ότι με βάση το σχεδιασμό της τρόικας για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας ο υπερεπαγγελματισμός και η πολύ μεγάλη πολυδιάσπαση είναι προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Και μόνη η αλλαγή συμπεριφοράς και χρηματοδοτικών μεθόδων εκ μέρους του τραπεζικού συστήματος δείχνει το δρόμο για συνεργασίες. Για συγχωνεύσεις, για εξαγορές, για κοινές προμήθειες, κοινές προσπάθειες στο κομμάτι του μάρκετινγκ και της διαφήμισης. Το δεύτερο είναι ότι «το τζάμπα και το χωρίς κόπο πέθανε». Τι σημαίνει αυτό; Ότι η εποχή που ένας έμπορος ή μια πιάτσα περιορίζονταν στα βασικά έχει παρέλθει. Ένα μαγαζί, μια συμβατική βιτρίνα, ένα δρόμος - πέρασμα , μια τιμολόγηση με βάση της ανάγκες του επιχειρηματία και όχι με βάση κανόνες κόστους – οφέλους κι ένα καλοσυνάτο χαμόγελο δεν αρκούν. Χρειάζεται –ιδιαίτερα από τους μικρότερους της αγοράς- προσωπική εξυπηρέτηση προς τον πελάτη, κάτι που απαιτεί γνώση του αντικειμένου. Οι παλαιότεροι θυμούνται καλά ότι στα χρόνια των δεκαετιών του 1960 και του 1970, όταν το εμπόριο της Θεσσαλονίκης αγωνιζόταν να βγάλει τους καταναλωτές της Β. Ελλάδος από τη λογική των απολύτως απαραίτητων, οι καλοί εμποροϋπάλληλοι  ήταν περιζήτητοι και συχνά άλλαζαν μαγαζί διότι τους πρόσφεραν μεγαλύτερη αμοιβή. Σήμερα στις περισσότερες περιπτώσεις οι φιλότιμες κοπελίτσες που βρίσκονται σε ρόλο πωλήτριας παίζουν απλώς ρόλο τροχονόμου. Δεν εκφράζουν άποψη, ακόμη κι αν έχουν. Δεν παίρνουν κανένα ρίσκο, καμία ιδιαίτερη ευθύνη. Ο καταναλωτής ψωνίζει χωρίς συμμάχους και σε αυτή την περίπτωση κερδίζουν πάντα οι φίρμες.

Από τις πρακτικές των δεκαετιών του 1960 και του 1970 ούτε οι επιχειρήσεις, ούτε η αγορά της Θεσσαλονίκης ως σύνολο βγήκαν χαμένοι, αφού η κατανάλωση γιγαντώθηκε, η πίτα μεγάλωσε και μαζί της αυξήθηκε το κομμάτι που αντιστοιχούσε στον καθένα. Και τότε υπήρχε σκληρός ανταγωνισμός. Όχι τόσο με τα ένα – δύο πρωτόλεια πολυκαταστήματα, που λειτουργούσαν και τότε, όσο με τη φτώχεια και τη μίζερη νοοτροπία των ανθρώπων που επειδή δεν είχαν χρήματα στην τσέπη βολεύονταν με ένα ή δύο ρουχαλάκια το χρόνο.

Ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να περάσει το ποτάμι για δεύτερη φορά με τον ίδιο τρόπο. Οι καταστάσεις δεν είναι ίδιες. Μόνο αναλογίες υπάρχουν. Ας τις αναζητήσουν όσοι ενδιαφέρονται να συνεχίσουν και δεν διατηρούν την εμπορική ιδιότητα μόνο και μόνο για να βγουν στη σύνταξη. Απαντήσεις υπάρχουν. Βοηθάει σ’ αυτό και η τεχνολογία, αρκεί να την υπηρετεί κανείς σωστά και με συνέπεια. Η Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη βιώνουν καταστάσεις που στην Ευρώπη τις έχουν ξεπεράσει. Η εμπειρία είναι πλούσια…