Skip to main content

Ρέγκλινγκ: Η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί τέταρτο πρόγραμμα

Είδαμε τις αποφάσεις που εγκρίθηκαν στο Κοινοβούλιο και δεν βλέπω την ανάγκη για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, τόνισε ο επικεφαλής του ESM.

Θέλουμε να βοηθήσουμε την Ελλάδα να ανακτήσει τη βιωσιμότητα του χρέους και θέλουμε να έχει μια ισχυρή, υγιή οικονομία με καλούς ρυθμούς ανάπτυξης, όπου θα επιστρέψει η απασχόληση και θα δημιουργούνται θέσεις εργασίας», τονίζει ο διευθύνων σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ, σε συνέντευξή του στην "Εφημερίδα των Συντακτών".

Ο ίδιος εμφανίζεται αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, εκτιμά ότι η χώρα δεν θα χρειαστεί τέταρτο, ενώ δηλώνει βέβαιος ότι εάν οι μεταρρυθμίσεις συνεχιστούν τους επόμενους 14 μήνες, η Ελλάδα θα μπορέσει να επιστρέψει στις αγορές.

«Η δημοσιονομική προσαρμογή έχει ήδη γίνει. Είδαμε τις αποφάσεις που εγκρίθηκαν στο Κοινοβούλιο τους τελευταίους μήνες και δεν βλέπω την ανάγκη για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα. Επετεύχθη, επίσης, ένα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα πέρυσι, πιθανότατα θα είναι χαμηλότερο φέτος, αλλά αυτό συμβαδίζει με τους στόχους. Έτσι, βλέπω θετικές εξελίξεις και βεβαίως θεωρώ ότι τα υπόλοιπα ζητήματα θα αντιμετωπιστούν με επιτυχία», τονίζει ο κ. Ρέγκλινγκ.

Ερωτηθείς για τις ανησυχίες του που είχε εκφράσει στο παρελθόν για τη τάση υπουργών σχετικά με τις ιδιωτικοποιήσεις και για το αν έχει την ίδια άποψη για τον Αλέξη Τσίπρα, ο κ. Ρέγκλινγκ απαντά αρνητικά, λέγοντας μάλιστα ότι κατά την πρόσφατη συνάντηση μαζί του διαπίστωσε ότι «είναι πολύ αφοσιωμένος».

Ο διευθύνων σύμβουλος του ESM εκφράζει τη λύπη του που πολιτικές ηγεσίες χωρών, όπως της Γερμανίας και της Ολλανδίας, υποστηρίζουν ότι δεν έχει γίνει σημαντική πρόοδος στην Ελλάδα, αλλά διευκρινίζει ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με το Eurogroup.

Τέλος, για τα ευρωομόλογα εκτιμά ότι δεν θα υπάρξει σύντομα σχετική συναίνεση, εκφράζει την άποψη ότι δεν είναι απαραίτητα για τη ενίσχυση της νομισματικής ένωσης, ενώ προτάσσει να εξεταστεί περισσότερο λεπτομερώς η αμοιβαιοποίηση των κινδύνων.