Skip to main content

Προς μία σταδιακή απεμπλοκή της Ρωσίας από την Συρία

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το Κρεμλίνο θα εγκαταλείψει γρήγορα τη στρατιωτική υποδομή που δημιούργησε στη Συρία.

Το ρωσικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε επισήμως ότι η Ρωσία αποσύρει δυνάμεις από την Συρία, καθώς και το μοναδικό της αεροπλανοφόρο, μετά την απελευθέρωση του Χαλεπίου και των συντριπτικών κτυπημάτων κατά των τζιχαντιστών.

Φαίνεται, πως τηρείται η συμφωνία με Τουρκία και Ιράν, που οδήγησε προ καιρού την Ρωσία να αποφύγει επιχειρήσεις στις κουρδικές περιοχές εναντίον τζιχαντιστών, εκεί που τώρα επιχειρούν ΗΠΑ και Κούρδοι με την βοήθεια αραβικών φυλών. Το μέλλον των Κούρδων της Συρίας είναι άδηλον, ως προς το αν τους επιτραπεί να συνενώσουν τις δύο περιοχές τους, και τούτο διότι τόσο η Τουρκία, όσο και το Ιράν (παρά τις τεράστιες διαφορές μεταξύ τους) αντιμετωπίζουν σοβαρό κουρδικό ζήτημα.

Όταν ενεπλάκη η Ρωσία στις συγκρούσεις της Συρίας, κοινή ήταν η πεποίθηση πως θα υποστεί οικονομικό πλήγμα, δεδομένων των κυρώσεων εναντίον της από ΗΠΑ και ΕΕ. Παρά ταύτα, η εμπλοκή της Ρωσίας τής έδωσε την ευκαιρία να παρουσιάσει τα εξελιγμένα όπλα της και προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στις παγκόσμιες αγορές. Φαίνεται όμως πως, τόσο η δύσκολη οικονομική κατάσταση που βρίσκεται, όσο και η αποφυγή δημιουργίας τριβών με τις άλλες εμπλεκόμενες χώρες, και με δεδομένο ότι ο συριακός στρατός ανέκτησε τις δυνάμεις του, η Ρωσία περιορίζει την παρουσία της την κατάλληλη στιγμή.

Τα κίνητρα της Ρωσίας να βρεθεί στη Μ. Ανατολή είναι πολλά. Σε ένα παλαιό του άρθρο ο Φιόντορ Λουκιάνοφ, διευθυντής σύνταξης του περιοδικού «Russia in Global Affairs» και επισκέπτης καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Οικονομία, έγραψε ότι τα κίνητρα ήταν πολυεπίπεδα, με την απειλή της ανεξέλεγκτης εξάπλωσης της τρομοκρατίας, φυσικά, να είναι το βασικό.

Έγραψε: «Η Μόσχα έχει "καταπατήσει" ένα δικαίωμα, το οποίο, μονοπωλιακά εδώ και 25 χρόνια (από την επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» το 1991), κατέχουν στην περιοχή οι ΗΠΑ: Αυτό της χρήσης στρατιωτικής ισχύος. Δηλαδή, της δράσης τους ως "παγκόσμιου χωροφύλακα".

» Η Ρωσία, εισέβαλε σε ένα πεδίο, στο οποίο αποφασίζονται θέματα ιεραρχίας στην κορυφή του παγκόσμιου γεωπολιτικού Ολύμπου. Ο "μονοπολικός κόσμος" θεωρούσε ότι πόλεμοι δήθεν "στο όνομα της ειρήνης", έχουν μόνο Ηνωμένες Πολιτείες με τους συμμάχους τους.

» Η Μόσχα, λοιπόν, ξεκινώντας τη στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία, άλλαξε την ισορροπία δυνάμεων και τις προοπτικές για τη διευθέτηση μιας σημαντικής διεθνούς σύγκρουσης, χωρίς μάλιστα να έχει κάποιο πρακτικό όφελος. Αυτό είναι προνόμιο της ανώτερης "στρατιωτικο-πολιτικής κατηγορίας", η οποία είναι σε θέση να υπαγορεύει την ατζέντα της ημέρας».
Αν αφαιρέσουμε την φράση «χωρίς μάλιστα να έχει κάποιο πρακτικό όφελος», που μάλλον παρεισέφρησε αστόχως, εκείνο που λέει ο Λουκιάνοφ είναι στην ουσία πως η Ρωσία αποφάσισε να "δείξει το ανάστημά της", μεταφέροντας και το κέντρο ενδιαφέροντος από την Ουκρανία και Κριμαία, σε άλλο "γήπεδο".

Η Ρωσία δεν έχει ούτε τη βούληση, ούτε τους πόρους για να διεξάγει μια μεγάλη εκστρατεία στη Συρία. Και η Μόσχα χρειάζεται μια πολιτική λύση, όσο τη χρειάζονται και οι άλλοι. Τώρα, είναι αλήθεια, ότι η οποιαδήποτε διευθέτηση θα πρέπει να συμπεριλάβει στο σκεπτικό της και τη σημαντική στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στην Συρία. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το Κρεμλίνο θα εγκαταλείψει γρήγορα τη στρατιωτική υποδομή που δημιούργησε εκεί, όπως άλλωστε και οι ΗΠΑ δεν έφυγαν εντελώς από το Αφγανιστάν μετά το τέλος της στρατιωτικής τους αποστολής στη χώρα.

Οι ταχύτατες εξελίξεις κατά τις τελευταίες εβδομάδες, οδηγούν όμως στην εξαγωγή ενός απογοητευτικού συμπεράσματος. Ότι η υπόθεση δεν αφορά μόνο τη Συρία. Αφορά το μέλλον ολόκληρης της περιοχής, και η διευθέτηση του Συριακού είναι αδύνατη χωρίς την αναδιάρθρωση της Μέσης Ανατολής. Και αυτό το πρόβλημα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο σε μέγεθος και με πολλαπλώς υψηλότερους κινδύνους. Η σημερινή Ρωσία, ωστόσο, φαίνεται ότι δεν πτοείται προ των κινδύνων.

Η δε μέλλουσα να συμβεί επαναπροσέγγιση των σχέσεων Ρωσίας - ΗΠΑ, είναι προφανές ότι θα συντελέσει σε ανακατατάξεις, χωρίς να κάνει τον κόπο καμία χώρα και από τις άλλες εμπλεκόμενες να ρωτήσουν και τους λαούς, για το μέλλον των οποίων αποφασίζουν.