Skip to main content

Προεκλογικό αγκάθι οι υπέρογκες αμοιβές των μάνατζερ

Οι δυσανάλογα υψηλές αμοιβές κορυφαίων επιχειρησιακών στελεχών προκαλεί προεκλογικές συζητήσεις στη Γερμανία.

Η συζήτηση για τις αμοιβές των κορυφαίων μάνατζερ στις επιχειρήσεις της Γερμανίας αναζωπυρώνεται λίγους μήνες πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές. Οι δυσανάλογα υψηλές απολαβές για επικεφαλής διοικητικών συμβουλίων ή υπέρογκα μπόνους για τραπεζίτες αποτελούν βέβαια αντικείμενο κριτικής εδώ και μεγάλο διάστημα. Ωστόσο, μετά την περίπτωση της Κριστιάνε Χόφμαν – Ντένχαρτ, μέλους του διοικητικού συμβουλίου της VW, η οποία έλαβε μετά από μόλις 13 μήνες θητείας 12 εκατομμύρια ευρώ ως αποζημίωση, το ποτήρι φαίνεται να έχει ξεχειλίσει.

Το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα σκοπεύει να βάλει φραγμό στα ποσά των απολαβών των μάνατζερ που εκπίπτουν φορολογικά επειδή δηλώνονται ως επιχειρησιακές δαπάνες. Και οι γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες τάσσονται υπέρ αυστηρότερων κανονισμών. Σύμφωνα με τον χριστιανοδημοκράτη υφυπουργό Οικονομικών Γενς Σπαν όμως, θα ήταν προτιμότερο οι όποιοι περιορισμοί να τεθούν από τους μετόχους των εταιρειών. Πάντως οι Χριστιανοδημοκράτες, αν και είναι παραδοσιακά κοντά στους κορυφαίους εκπροσώπους του οικονομικού κόσμου, γνωρίζουν ότι το θέμα των υπέρογκων αμοιβών για διευθυντικά στελέχη «τραβάει» ψηφοφόρους.

Κεντρικό είναι το ερώτημα αν οι επικεφαλής ή τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων πρέπει να λαμβάνουν εξαιρετικά υψηλές αμοιβές επειδή φέρουν την ευθύνη για συχνά δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους. Οι επικριτές αυτής της άποψης επιχειρούν μια διαφορετική προσέγγιση. «Αν ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου αμείβεται με 148 φορές περισσότερα χρήματα σε σύγκριση με έναν εξειδικευμένο εργαζόμενο, τότε αυτό δεν θεωρείται πλέον δίκαιο. Καμία εργασία δεν μπορεί να αξίζει τόσα χρήματα», τόνισε προσφάτως η Ίνγκριντ Σμιτ, πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Εργατικού Δικαστηρίου, επισημαίνοντας ότι αμοιβές ύψους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ διακυβεύουν την κοινωνική συνοχή.

Αισθητά μεγαλύτερες αυξήσεις για τους επικεφαλής

Σε μια περίοδο που οι κάθε είδους λαϊκιστές βλέπουν την εκλογική τους δύναμη να αυξάνεται, η σχετική συζήτηση γίνεται ακόμη πιο επιτακτική. Σύμφωνα με την Ένωση Προστασίας Επενδυτών DSW, μέλη των διοικητικών συμβουλίων σε επιχειρήσεις εισηγμένες στο χρηματιστήριο της Φραγκφούρτης αμείβονταν το 2015 με 50πλάσιους μισθούς σε σχέση με τους αντίστοιχους του μέσου εργαζόμενου στην εκάστοτε επιχείρηση. Μάλιστα, σύμφωνα με την DSW, η ψαλίδα έχει περιοριστεί συγκριτικά με το 2010.

Ωστόσο, όπως σημειώνουν οικονομολόγοι της εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων Flossbach von Storch, τα διευθυντικά στελέχη τυγχάνουν δεόντως ευνοϊκότερης μεταχείρισης σε σύγκριση με απλούς εργαζόμενους. Όπως επισημαίνει ο αναλυτής της εταιρείας Φίλιπ Ιμενκότερ, την ώρα που ο μέσος μισθός εργαζομένων σε εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις αυξήθηκε μεταξύ 2006 και 2016 κατά 10,3%, τα κορυφαία στελέχη των ίδιων εταιρειών έκαναν μισθολογικό άλμα της τάξης του 24%.

Υπάρχουν περιπτώσεις που οι αμοιβές υπερβαίνουν τα 10 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Τα επιχείρημα που προβάλλουν κατά κόρον πολλές επιχειρήσεις είναι ότι οι υψηλές απολαβές είναι ο μόνος τρόπος να προσελκύσουν τα κορυφαία ηγετικά στελέχη, τα οποία σε διαφορετική περίπτωση ενδέχεται να επιλέξουν ανταγωνιστές τους σε άλλες χώρες.

Η ένωση DSW τάσσεται υπέρ ενός πλαφόν 10 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, ωστόσο σύμφωνα με τον πρόεδρο της DSW Ούλριχ Χόκερ, τα όρια στις απολαβές των κορυφαίων στελεχών πρέπει να μπαίνουν από τους μετόχους και όχι διά της νομοθετικής οδού.

Ο Γκούντερ Φριντλ, καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου, θεωρεί ότι τα σχέδια των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών έχουν συμβολική διάσταση, δεδομένου ότι «οι αμοιβές των κορυφαίων στελεχών των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών δεν αντιστοιχούν ούτε καν στο 1% των κερδών». Ο γερμανός καθηγητής τονίζει ότι απαιτείται μεγαλύτερη διαφάνεια στην καταγραφή των αποζημιώσεων. Σε κάθε περίπτωση κατανοεί το γεγονός ότι οι υπέρογκες αμοιβές των μάνατζερ ξεπερνούν κατά κανόνα το όριο ανοχής της κοινής γνώμης.

Αλεξάντερ Στουρμ (dpa) / Άρης Καλτιριμτζής
Πηγή άρθρου: Deutsche Welle