Skip to main content

Ποδηλατάδα ή δουλειές: Ιδού η απορία για το θαλάσσιο μέτωπο

Οι δύο τάσεις που κυριαρχούν στην ατζέντα είναι από τη μία η δημόσια χρήση και από την άλλη η επενδυτική αξιοποίηση. Είναι δυνατός ο συγκερασμός;

Ακόμη δεν έχει σβήσει ο απόηχος από την ημερίδα που διοργάνωσε η Voria.gr στις 24 Νοεμβρίου για το θαλάσσιο μέτωπο της Θεσσαλονίκης. Το ζήτημα είναι τόσο ενδιαφέρον και τόσο… καυτό, που στο Μέγαρο Μουσικής προσήλθαν μαζικά όσοι από τους παράγοντες της πολιτικής, της αυτοδιοίκησης και της ευρύτερης κοινωνίας της περιοχής εμπλέκονται άμεσα ή και εκ του μακρόθεν, σε βαθμό και ποσοστό που δε συμβαίνει σε άλλες εκδηλώσεις. Κάτι ενθαρρυντικό, κυρίως για έναν λόγο: η ανάπλαση και η αξιοποίηση των 52 χιλιομέτρων της ακτογραμμής από το Καλοχώρι μέχρι το Αγγελοχώρι συνιστά τόσο μεγάλο έργο εξαιρετικής σημασίας, που είναι αμφίβολο εάν στην πράξη έχει κανείς την πλήρη εικόνα και γνώση του πώς θα το διαχειριστεί. Διότι άλλο είναι να σε ενδιαφέρει κάτι και να αντιλαμβάνεσαι την σημασία του και άλλο να φτάνεις στο σημείο να το πραγματοποιήσεις. Γι’ αυτό η δημιουργία ενός αυτόνομου φορέα, της «Θαλάσσιο Μέτωπο ΑΕ» για παράδειγμα θα μπορούσε να δώσει διέξοδο, τόσο για την πρακτική μελέτη του θέματος, όσο και για τον συντονισμό των αυτοδιοικήσεων και των κρατικών οργανισμών που εμπλέκονται, στο σύνολο εννέα ή δέκα.

Πάντως, από τη συζήτηση στην ημερίδα της Voria.gr πέραν του ζωηρού ενδιαφέροντος των πάντων, κατεγράφησαν χοντρικά δύο τάσεις. Η μία που θέλει το θαλάσσιο μέτωπο για αποκλειστική δημόσια χρήση των πολιτών και εκφράζεται σχηματικά –όχι κυριολεκτικά- με τη χαρακτηριστική φράση «να ανεβαίνει κάποιος στο ποδήλατο του στο Καλοχώρι και προχωρώντας στις δύο ρόδες δίπλα στη θάλασσα να φτάνει μέχρι το Αγγελοχώρι». Είναι κατά κανόνα οι εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης που επιθυμούν κάτι τέτοιο, αφού στο πλαίσιο του κατακερματισμού νοοτροπιών και εξουσίας, κάθε δήμαρχος θεωρεί το κομμάτι που του αναλογεί ιδιοκτησία του δήμου, δηλαδή δική του. Θέλει να μπορεί να την ορίζει, να έχει τον απόλυτο λόγο στο τι θα γίνει, να ορίζει ο ίδιος συναινέσεις και συγκρούσεις και τελικά να σερβίρει όπως ο ίδιος νομίζει το αποτέλεσμα στους δημότες του. Κάτι λεπτομέρειες του τύπου πως θα χρηματοδοτηθεί και πως θα συντηρηθούν οι νέες χρήσεις απαντώνται στον αυτόματο πιλότο: για τη μεν υλοποίηση καλά να είναι τα κοινοτικά κονδύλια, για τη δε συντήρηση λίγο τα δημοτικά τέλη, λίγο η μίσθωση μιας καντίνας ή αναψυκτηρίου και η τρύπα θα καλυφθεί.

Η άλλη τάση πρεσβεύει τη συνολική προσέγγιση του «μετώπου» αφενός με όρους κοινωνίας και αφετέρου με όρους αγοράς, που στη βάση τους είναι το ίδιο πράγμα. Διότι η επενδυτική αξιοποίηση του μετώπου, δηλαδή η δημιουργία παραγόντων που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, επιστρέφει στην κοινωνία. Με τις θέσεις εργασίας που άμεσα και έμμεσα θα δημιουργηθούν, με τους φόρους και τα δημοτικά τέλη που θα προκύπτουν, με την προσέλκυση επισκεπτών, κατά σειράν από το εξωτερικό, την υπόλοιπη Ελλάδα και τα «ορεινά» της Θεσσαλονίκης. Αυτό το σενάριο προβλέπει παραγωγικές και αποδοτικές από οικονομική άποψη δράσεις, τις οποίες θα πρέπει να αποδεχθούν όλοι. Κάτι αμφίβολο με δεδομένη τη χρήση δημόσιας γης, που στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως ιερή αγελάδα, άσχετα αν αποδίδει από τίποτα –αφού σε πολλές περιπτώσεις είναι πλήρως εγκαταλειμμένη- έως κάτι ελάχιστα –όταν υπάρχει κάποια ψευτομίσθωση. Συχνά σε κάποιον ημέτερο κάποιου παράγοντα.

Η εύκολη απάντηση στο δίλημμα «ποδηλατάδα ή δουλειές;» για το θαλάσσιο μέτωπο της Θεσσαλονίκης είναι: και τα δύο. Μια διπλή διάσταση που είναι εφικτή, υπό την προϋπόθεση ότι το πρότζεκτ αφενός θα «πατήσει» σε πετυχημένα ανά την Ευρώπη και τον κόσμο παραδείγματα και αφετέρου τη δουλειά θα αναλάβουν ειδικοί, έχοντας μπροστά τους μετρήσιμες δεσμεύσεις. Σε όποια άλλη περίπτωση –διαδημοτικές προσεγγίσεις κ.λπ.- μπορούμε βασίμως να εικάσουμε ότι το θέμα θα τραβήξει σε τέτοιο βάθος χρόνου, που ο σχεδιασμός και η κατασκευή του μετρό θα φαίνονται φαστ τρακ μπροστά του. Μόνο που η Θεσσαλονίκη, μια πόλη που με οδηγό τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας αλλάζει γρήγορα σε ό,τι αφορά στο παραγωγικό της μοντέλο και σε διάφορα –ακόμη και αθέατα- πεδία δεν έχει χρόνο. Έχει ήδη χάσει πολύ τις περασμένες δεκαετίες βλέποντας τις ευκαιρίες να περνούν και τις δυνατότητες να παραμένουν αναξιοποίητες. Στο τέλος της δεκαετίες του 2010 δείχνει να ξεμπερδεύει με τις περισσότερες από τις εκκρεμότητες της ατζέντας της δεκαετίας του 1980. Στο κατώφλι της δεκαετίας του 2020 χρειάζεται μεγάλα σχέδια με τη συνδρομή του κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι θα υλοποιηθούν πολύ γρήγορα.