Skip to main content

Ποιος θα επενδύσει στον τουρισμό και τον αγροτικό τομέα Θεσσαλονίκης;

Οι άνθρωποι στον νομό Θεσσαλονίκης γνωρίζουν πολύ καλά πού ζουν και ποια είναι τα «διαβατήρια» για να προκόψουν στον τόπο τους.

Η έρευνα για τα προβλήματα στην ύπαιθρο του νομού Θεσσαλονίκης που πραγματοποίησε η εταιρία Interview για λογαριασμό του βουλευτή Β’ εκλογικής περιφέρειας Θεσσαλονίκης της «Ένωσης Κετρώων» Αριστείδη Φωκά έχει ενδιαφέρον κι ας μην περιέχει εκπλήξεις. Τα θέματα είναι γνωστά, αλλά πάντα η πιστοποίηση τους είναι απαραίτητη. Το διαφορετικό στη συγκεκριμένη έρευνα είναι η γνώμη των πολιτών για το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της περιοχής. Πέρα από τα κλασικά -επενδύσεις στην μεταποίηση και ενίσχυση του εμπορίου- οι πολίτες των ημιαστικών και των αγροτικών περιοχών της Θεσσαλονίκης έχουν συγκεκριμένο προσανατολισμό. Οι μεν κάτοικοι του… Νότου (δήμοι Θέρμης, Θερμαϊκού, Πυλαίας – Χορτιάτη) ζητούν επενδύσεις στον τουρισμό, οι δε κάτοικοι του… Βορρά (δήμοι Βόλβης, Δέλτα, Λαγκαδά, Ωραιοκάστρου, Χαλκηδόνας) θέλουν στήριξη του αγροτικού τομέα. Λογικές προσεγγίσεις, αφού στο Νότο υπάρχουν παραθαλάσσιες περιοχές, οι οποίες ήδη υποδέχονται τουρισμό, ενώ στο Βορρά υπάρχει έντονη γεωργική και κτηνοτροφική δραστηριότητα.

Άρα οι άνθρωποι στον νομό Θεσσαλονίκης γνωρίζουν πολύ καλά πού ζουν, ποια είναι τα «διαβατήρια» για να προκόψουν στον τόπο τους, αλλά και τι χρειάζεται για να υπάρξει ανάπτυξη, να παραχθεί κοινωνικός πλούτος και να αυξηθεί η απασχόληση, ώστε να μειωθεί η ανεργία. Εκείνο που μάλλον δεν γνωρίζουν -ή ίσως δεν μπορούν να προσεγγίσουν- είναι ο τρόπος που θα επιτευχθεί ο στόχος και η διαδρομή για να γίνουν πράξη όσα σκέφτονται. Μάλλον στην πλειοψηφία τους εκτιμούν ότι η υλοποίηση όλων αυτών τους ξεπερνά, είναι δουλειά άλλων -ίσως του κράτους, ίσως κάποιων μεγάλων επιχειρηματιών.

Προφανώς αυτός ο τρόπος σκέψης –στην ουσία μια συγκεκριμένη νοοτροπία- συνιστά πρόβλημα. Διότι το θέμα των επενδύσεων δεν αφορά μόνο την πολιτεία και τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Αφορά πρωτίστως τις τοπικές κοινωνίες που ωφελούνται και τους –συνήθως- μικρομεσαίους επιχειρηματίες της κάθε περιοχής. Διότι τουριστική επένδυση δε συνιστά μόνο ένα μεγάλο πεντάστερο ξενοδοχείο, που μπορεί να κατασκευαστεί στο δήμο Θερμαϊκού, αλλά και οι μικρότερες επιχειρήσεις που ενδεχομένως θα ανοίξουν στην περιοχή. Ακόμη και η βελτίωση του περιβάλλοντος και της λειτουργίας μιας ταβέρνας ή ενός μίνι μάρκετ, που μένει ανοιχτό ατέλειωτες ώρες για να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό. Επίσης, καλό είναι να γνωρίζουμε ότι οι επενδύσεις δεν περνούν μόνο μέσα από τον αναπτυξιακό νόμο, τα προγράμματα του ΕΣΠΑ και τις αποκρατικοποιήσεις, αλλά και από την επιχειρηματική διάθεση του κάθε μεμονωμένου επαγγελματία ή έμπορου, που γνωρίζει καλά την τοπική πιάτσα και τις ευκαιρίες που υπάρχουν και θέλει να τις αξιοποιήσει.

Αντιστοίχως η στήριξη του αγροτικού τομέα δεν διέρχεται μόνο μέσα από την Κοινή Αγροτική Πολιτική και τα κονδύλια της. Αφορά τον κάθε μεμονωμένο αγρότη, που αποφασίζει να εξελιχθεί. Να κάνει ένα βήμα πιο μπροστά είτε συνεταιριζόμενος με συναδέλφους του για να επιτύχει οικονομίες κλίμακος - μεγαλύτερη παραγωγή και περιορισμό κόστους-, είτε αλλάζοντας την παραδοσιακή καλλιέργεια με κάτι ιδιαίτερο ή πιο ποιοτικό. Όταν –για παράδειγμα- στην καλλιέργεια σιταριού οι τιμές που εισπράττουν οι παραγωγοί κινούνται σε μια κλίμακα από το ένα ως το τρία, εννοείται ότι μεγάλοι κερδισμένοι είναι όσοι εξαντλούν τα όρια προς το τρία.

Οι μεγάλες επενδύσεις ή οι μεγάλες κεντρικές παρεμβάσεις όντως μπορούν να δώσουν δυναμική ώθηση στην αναπτυξιακή διαδικασία και την αύξηση της απασχόλησης. Αλλά και οι ηπιότερες δράσεις είναι πολύτιμες στη διαδικασία παραγωγής κοινωνικού πλούτου. Το κακό είναι ότι στην Ελλάδα –η έρευνα της Interview και του Άρ. Φωκά το αποδεικνύει- όλοι δείχνουν να περιμένουν είτε το κράτος, είτε τα «βαριά» πορτοφόλια για να επενδύσουν και να προσφέρουν εργασία. Από τη στιγμή που αυτό δε γίνεται μαζικά –οι δημόσιες επενδύσεις είναι περιορισμένες λόγω της στενότητας των ταμείων του κράτους και οι μεγάλοι έχουν άλλες προτεραιότητες και άλλους ρυθμούς- η μόνο λύση είναι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.

Όχι η… πρωτόγονη και του συρμού που «άνθισε» από το 1960 μέχρι το 2000, αλλά η μελετημένη, οργανωμένη και καινοτόμα, που πειθαρχεί σε κανόνες. Διότι –ας μη γελιόμαστε- η φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή και η φοροκλοπή που συντήρησαν πολλούς στα χρόνια της ανάπτυξης και μέχρι την κρίση του 2009 μειώνονται και θα συνεχίσουν να μειώνονται σταθερά. Όπως και τα κοινοτικά κονδύλια των διαφόρων «πακέτων», που σε πολλές περιπτώσεις κλάπηκαν σε σημαντικό βαθμό, ή οι συνεταιρισμοί της συμφοράς και της ρεμούλας, δύσκολα θα ξαναυπάρξουν. Αν κάτι καλό έφεραν η μεγάλη κρίση και η μεγάλη ύφεση που πλήττουν την τελευταία δεκαετία την Ελλάδα, είναι η συνειδητοποίηση ότι –παρά τις εξαιρέσεις- το πάρτι τελείωσε, η φούσκα ξεφούσκωσε, τα λεφτά λιγόστεψαν, ο… αέρας εκλείπει.

Από εδώ και πέρα όσοι θέλουν να προκόψουν –κι αυτό επιλογή είναι που μπορεί να γίνει ή να μη γίνει από κάποιον- οφείλουν να κινηθούν διαφορετικά. Να κανονικοποιηθούν και να πάρουν πρωτοβουλίες και λογικά ρίσκα. Σε απλά ελληνικά: όσοι έχουν τις δυνατότητες να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Από την έρευνα φαίνεται ότι στην ύπαιθρο της Θεσσαλονίκης –ενδεχομένως και σε ολόκληρη τη χώρα- αυτή η διαδικασία βρίσκεται πλήρη εξέλιξη. Οι διαπιστώσεις και οι παρατηρήσεις γίνονται με ικανοποιητικό τρόπο. Τα χρόνια που οι μισοί νεοέλληνες ονειρεύονταν τα παιδιά τους διευθυντές στην τράπεζα, οι άλλοι μισοί γιατρούς και δικηγόρους και οι… τρίτοι μισοί δημοσίους υπαλλήλους έχουν περάσει μάλλον ανεπιστρεπτί και σε κάθε περίπτωση μέχρι νεωτέρας. Εκείνο που απομένει –το δύσκολο, έως πολύ δύσκολο- είναι το επόμενο δημιουργικό και καθοριστικό στάδιο, που συνδέεται με την άρση του όποιου εφησυχασμού και την αυτενέργεια. Για να δούμε πόσο θα περιμένουμε!