Skip to main content

Πάρκινσον – μια ασθένεια χωρίς θεραπεία

Η 11η Απριλίου έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα κατά της Νόσου του Πάρκινσον

Ο Μοχάμεντ Αλί, ο Θίοντορ Ρούσβελτ και ο Σάλβαντορ Νταλί είχαν ένα κοινό στοιχείο που τους ένωνε με τραγικό τρόπο. Και οι τρεις έπασχαν από τη νόσο του Πάρκινσον, τη γνωστή ασθένεια που προκαλεί κινητικές διαταραχές και όχι μόνο. Σήμερα το Πάρκινσον αποτελεί μια από τις πιο διαδομένες νευροεκφυλιστικές ασθένειες. Μόνο στη Γερμανία νοσούν περίπου 250.000 με 300.000 ασθενείς.

Η νόσος του Πάρκινσον προκαλεί την απώλεια νευρικών κυττάρων βαθιά μέσα στον εγκέφαλο. Τα κύτταρα αυτά βρίσκονται σε περιοχή, η οποία συνδέεται με τον νωτιαίο μυελό και ελέγχει τις κινήσεις του σώματος. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται συχνά δέκα ή είκοσι χρόνια πριν ξεσπάσει η ασθένεια. Κάποια από αυτά μπορεί να είναι διαταραχή της όσφρησης ή κατάθλιψη. Οι περισσότεροι ασθενείς είναι περίπου στην ηλικία των 60 ετών όταν γίνεται η διάγνωση. Ακόμη όμως και εάν η ασθένεια διαγνωστεί νωρίς, δεν μπορεί να θεραπευθεί.

Ο ρόλος της ντοπαμίνης

Επιπλέον δεν υπάρχει ούτε φαρμακευτική αγωγή η οποία θα μπορούσε να εμποδίσει να δημιουργηθεί η νόσος του Πάρκινσον. Παγκοσμίως διεξάγονται έρευνες, οι οποίες μεταξύ άλλων προσπαθούν να αναπτύξουν νευροπροστατευτικές θεραπείες που θα μπορούσαν να δρουν ενάντια στην απώλεια των νευρικών κυττάρων.

Οι ασθενείς που υποφέρουν από κινητικές διαταραχές πάσχουν από έλλειψη ντοπαμίνης, η οποία έχει αποτέλεσμα την απώλεια συγκεκριμένων νευρικών κυττάρων. Μεταξύ αυτών και η λεγόμενη μέλαινα ουσία, όπου παράγεται η ντοπαμίνη. Η συγκεκριμένη ουσία παίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της μετάδοσης ερεθισμάτων που ελέγχουν τις κινήσεις. Στους ασθενείς με Πάρκινσον αυτή η περιοχή σιγά σιγά εξαφανίζεται. Ήδη η απώλεια του 60 με 70% της μέλαινας ουσίας προκαλεί τα γνωστά συμπτώματα.

Πριν από 200 χρόνια η ασθένεια περιγράφηκε λεπτομερώς από τον άγγλο γιατρό Τζέιμς Πάρκινσον. Παρά τις έρευνες που έχουν γίνει τους τελευταίους δύο αιώνες η ασθένεια δεν μπορεί να θεραπευθεί μέχρι σήμερα.

Γκούντρουν Χάιζε / Αλεξάνδρα Κοσμά

Πηγή: Deutsche Welle