Skip to main content

ΠΑΟΚ, ο αλυσοδεμένος ελέφαντας και η μεγάλη ευκαιρία

Διαμιάς, ο Ιβάν Σαββίδης απήλλαξε τον ΠΑΟΚ από τα χρέη. Έδωσε στο καράβι νέα πορεία. Ποιοι είναι πρόθυμοι να επιβιβαστούν; Γράφει ο Πασχάλης Μεντίζης

Ακηλίδωτος. Αυτή είναι η λέξη που έψαχνα από το πρωί, που δεν την είδα/άκουσα/διάβασα πουθενά. Ο άλλος αυτό, ο δείνα εκείνο, ο παραδίπλα το παράλλο - «παραθυράκι». Ο ΠΑΟΚ δάγκωσε τα δεσμά του, τον πιο δυνατό κρίκο τους, κι ελευθερώθηκε. Άνοιξε φτερά, απογειώθηκε, πέταξε στα ουράνια, περπατάει αγέρωχος μπροστά. Κλισέ, γέμισε ο τόπος, διαδικτυακός κατά κύριο λόγο, κλισέ. Βεβαίως, δεν έλειψαν και οι άλλοι, οι «κάτσε να δούμε», οι «too good to be true», οι «τι γίνεται τώρα» και οι ανυπόμονοι.

 
Απαλλάχθηκε, κατέβαλε, κατέθεσε, πλήρωσε, τα «’σκασε», τα «’χωσε», τα «’σπρωξε», όλων των λογιών τα όμορφα γράφτηκαν κι ακούστηκαν, ζοριστήκαμε να βρούμε κι άλλα, στερέψαμε. Δικαίως, εν μέρει, ο παροξυσμός, δεκτότατα τα πλατιά χαμόγελα, ευπρόσδεκτα τα όνειρα. Αλλά.
 
Ο ΠΑΟΚ δεν πήγε πουθενά. Έβγαλε την αλυσίδα, αλλ’ ακόμη δεν μπορεί να βαδίσει προς το εύκρατο μέλλον. Γιατί, ε; Γιατί είν’ ακόμη σιδεροδέσμιος, ολοφάνερο.
 
Από μικρός, κι εγώ, είχα μια απορία όταν με πήγαιναν στο τσίρκο: πώς γίνεται, έσπαζα το κεφάλι μου, ένα ζώο όπως ο ελέφαντας, τόσο δυνατό, τόσο γιγαντόσωμο, με τέτοια διάπλαση, ογκώδες και μυώδες, να στέκεται αλυσοδεμένο σ’ ένα τόσο δα κομμάτι ξύλου, καρφωμένο προχείρως στο χώμα. Αδιανόητο.
 
Ένα του φύσημα θα ‘ταν αρκετό να πέσει ο πάσσαλος - γιατί, αναρωτιόμουν. Δεν ήξερα, βεβαίως, ή καλύτερα δεν είχα διαρθρώσει το κατάλληλο επίπεδο αντίληψης, ούτως ώστε να γνωρίζω πως ο ελέφαντας ήταν δέσμιος του τσίρκου από νηπιακή ηλικία. Καλοκάγαθος, αθώος, αδύναμος, φοβισμένος, τρομοκρατημένος, προσπάθησε και ξαναπροσπάθησε, νύχτες ολόκληρες αγκομαχούσε, να ξεφύγει από ‘κείνο το ρημάδι, το ξύλο. Ανώφελα. Ήταν ακόμα μικρός.
 
Ώριμος και νουνεχής, με το παράσημο της εφηβείας στους ώμους, διάβασα τη διδακτική, αλληγορική ιστορία του Χόρχε Μπουκάι και μ’ άνοιξε τα μάτια. Το πρόβλημα του ελέφαντα δεν ήταν ποτέ η αλυσίδα, δεν ήταν ποτέ ο πάσσαλος. Το πρόβλημα ήταν ο ίδιος ο ελέφαντας.
 
Συμβιβάστηκε, περιορίστηκε, εθίστηκε στην αυθυποβολή, αδρανοποιήθηκε από επιταγές και διαταγές, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια, έπεσε αμαχητί, έγινε έρμαιο των θέλω των άλλων, των λίγων, των μικρών - μπροστά του.
 
Άλλη μια απορία που είχα, από μικρός μέχρι μεγάλος, πολύ μεγάλος: πώς γίνεται, ένας τέτοιος σύλλογος, με τεράστια δυναμική, με τόσο κόσμο, κόσμο που πολλαπλασιάζεται χωρίς απόλυτες επιτυχίες, να ‘ναι εγκλωβισμένος στον μικρόκοσμό του, να τον εμποδίζουν όλα μα και τίποτα, να πνίγεται στο σάλιο του, ν’ αναδιπλώνεται στο καβούκι του και ν’ αποθαρρύνεται προ της ολοκλήρωσης.
 
Η σύμπτυξη κι η σύντμηση έφερνε, νόμιζα, τη συσπείρωση. Παροδικά, ναι. Εξελικτικά, όχι. Επέφερε τη συρρίκνωση.
 
Στην αρχή, λοιπόν, έφταιγαν οι άλλοι, ο τάδε και ο δείνα. Μετά οι ευθύνες επιρρίπτονταν στο υδροκέφαλο τέρας, το ελληνικό κράτος. Έλλειψη επενδυτή, «δεν έχουμε χωσάδα». Ύστερα στα χρέη, το βαρίδιο, την «αλυσίδα» που σε κρατά καθηλωμένο. Έπειτα ήταν η σειρά των αετονύχηδων. Πολλοί τους διαδέχθηκαν, δολοπλόκοι, ραδιούργοι, ιντριγκαδόροι, σφυρίχτρες, κλέφτες, μισθοφόροι, «πού ‘ναι οι μετοχές βρε». Ένα ωραίο τσίρκο, με πολλούς αυτόβουλους θηριοδαμαστές.
 
Ο ελέφαντας έπαιζε τον σκοπό του. Έμαθε το πρόγραμμα, απ’ έξω κι ανακατωτά, το εκτελούσε άρτια, δεν προβλημάτιζε και δεν προβληματιζόταν, τουλάχιστον ουσιωδώς. Από καμιά φορά γκρίνιαζε, αλλά μόνον για να τραφεί. Αυτοσκοπός. Δαμασμένος. 
 
Πολύ το χειροκρότημα στα νούμερα, αλλά η θύμησή του έσβηνε στη λήθη το ίδιο βράδυ, μόλις τα φώτα έπεφταν, μόλις γυρνούσε στον πάσσαλό του. Εκεί, έπνιγε τη θλίψη του στην αποδοχή της μοίρας του, του γραφτού που άλλοι συνέταξαν γι’ αυτόν. 
 
Απηλλάγη, λοιπόν, ο Δικέφαλος από το δυσθεώρητο χρέος των συνολικώς τριαντακάτι εκατ. ευρώ, μαζί με τις προσαυξήσεις. Δεν ξέμπλεξε, ωστόσο, απ’ αυτό που αναπότρεπτα θα προκύψει… εν ευθέτω χρόνω, στην πρώτη αναποδιά, στην ανεπαίσθητη στραβοτιμονιά. Τη μίρλα, τη μουρμούρα, τον δικό του, τοσοδούλι πάσσαλο.
 
«Θέλω τον ΠΑΟΚ στις 20 καλύτερες ομάδες της Ευρώπης», είπε σήμερα ο Ιβάν Ιγνατίεβιτς Σαββίδης. Αλήθεια, πόσο μακρινό ή πόσο κοντινό φαντάζει αυτό, για έναν σύλλογο με τέτοια δυναμική; Πόσο απέχει από τη στυγνή πραγματικότητα;
 
Εάν μία ομάδα, σε οποιαδήποτε πρωτοκοσμική χώρα, απαλλασσόταν από ένα τέτοιο βαρίδι, διέθετε έναν αναλόγου βεληνεκούς μεγαλομέτοχο, με αυτήν την ανυπομονησία και καθαρότητα επιλογών, έχαιρε της απολύτου στήριξης από τον άρρωστο, εντός κι εκτός εισαγωγικών, κόσμο του, μέχρι πού θα έφθανε; Και πού θα εγκλωβιζόταν μια ομάδα, με τα ίδια χαρακτηριστικά, αλλά την προσθήκη μιας θηριώδους εμμονικής νοοτροπίας που επιμένει στο παρωχημένο, το συνωμοσιολογικό και την αυτοκαταστροφή; 
 
Ο επενδυτής «με το ένα σακάκι», έκανε το χρέος του, αποπλήρωσε τα χρέη άλλων, «θριαμβευτών» και «μελίρρυτων». Τω όντι, η αλυσίδα έσπασε, τα πολυθρύλητα δεσμά λύθηκαν. Μένει να φανεί εάν θα λυθούν και τα… μάγια. Εάν ο ελέφαντας θα φύγει απ’ το τσίρκο. Για να κυριαρχήσει, επιτέλους, στη… ζούγκλα.