Skip to main content

Όλοι μιλούν για γεωργία, αλλά ελάχιστα γίνονται πράξη

Από τη μια οι επιδοτήσεις, από την άλλη η πλύση εγκεφάλου για καταναλωτισμό, οδηγηθήκαμε σταδιακά σε μια 30ετία στην παραμέληση της γεωργίας

Δεν υπάρχει κάποιος που να μη αναγνωρίζει, ότι με την αποβιομηχάνιση της χώρας και την αποεπενδυτική πολιτική που εφαρμόζεται, συνειδητώς πλέον, από την παρούσα κυβέρνηση, η πρωτογενής παραγωγή απομένει η μόνη λύση για σταθερή ανάπτυξη.

Όμως, πολλά λέγονται γι’ αυτήν, πολλά σχεδιάζονται, αλλά από ουσία μηδέν. Γι’ αυτό και ζήλεψα διαβάζοντας την προηγούμενη εβδομάδα, ότι μετά από δυο χρόνια κρίσης οι αγροτικές επιχειρήσεις στη Γερμανία επιστρέφουν και πάλι στην κερδοφορία και ελπίζουν σε περαιτέρω, έστω και οριακή, ανάκαμψη.

Κατά το περασμένο οικονομικό έτος 2016/2017 ο μέσος κύκλος εργασιών των αγροτικών επιχειρήσεων στη χώρα αυξήθηκε κατά σχεδόν ένα τρίτο στα 56.800 ευρώ, όπως ανακοίνωσε ο γερμανικός Αγροτικός Σύνδεσμος. Στα ποσά αυτά δεν περιλαμβάνονται έξοδα για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, κυρίως την αγορά νέων μηχανημάτων.

Γίνεται λόγος για σημαντικό εισόδημα, ανάλογο εκείνου που έχει και η Ελβετία, η οποία προκειμένου να κρατήσει τους κτηνοτρόφους στους οικισμούς τους, επιβάλλει απαγορευτικούς δασμούς για εισαγωγές, και το κρέας πωλείται 50 περίπου ευρώ το κιλό! [Συσκευασμένο τα 100 γραμμάρια στοιχίζουν 5,5 ελβετικά φράγκα].

Εμάς, μας κατέλαβε η νοοτροπία «της απόκτησης του μέγιστου κέρδους με την καταβολή της ήσσονος προσπάθειας». Και διότι κανείς δεν έλεγξε -για μικροκομματικούς λόγους- πού διοχετεύονταν τα χρήματα των επιδοτήσεων. Και διότι -ας το λάβουμε κι αυτό υπόψη- πέσαμε στην παγίδα του ελέγχου των τροφίμων από δυο-τρεις μεγάλες πολυεθνικές.

Με τον έλεγχο της ενέργειας, των τραπεζών, των τροφίμων, του νερού και των φαρμάκων από τον ίδιο κύκλο των πανίσχυρων πολυεθνικών, ελέγχεται πλήρως η παγκόσμια αγορά. Είναι η σημερινή υπαρκτή κατάσταση, που δεν αμφισβητείται πλέον από κανέναν.

Ο Δ. Στεφανίδης, παλιός καθηγητής οικονομίας του Καποδιστριακού, στο σύγγραμμά του για την πολιτική οικονομία έκανε λόγο για ίδρυση αγροτοβιομηχανιών στην Ελλάδα. Και ο λόγος ήταν απλός. Η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα ίδρυσης και διατήρησης μεγάλων βιομηχανικών μονάδων -για χίλιους δυο λόγους-, έχει όμως ανεξάντλητη πηγή πλούτου στο έδαφός της (και σε ορυκτά).

Με μια προϋπόθεση. Να υπάρχει και κάθετη ανάπτυξη στην παραγωγή. Όχι χύδην εμπόρευμα, αλλά συσκευασμένο, όχι πώληση στην παραγωγή, αλλά στους τόπους κατανάλωσης, ώστε όλη η παραγόμενη υπεραξία να καταλήγει έμμεσα στους απασχολούμενους στον αγροδιατροφικό κλάδο.

Όμως, πέσαμε στην παγίδα. Από τη μια οι επιδοτήσεις, από την άλλη η πλύση εγκεφάλου για καταναλωτισμό και ανάπτυξη του αρχοντοχωριατισμού, οδήγησε σταδιακά σε μια 30ετία στην παραμέληση της γεωργίας. Μου έλεγε διευθυντής γαλακτοβιομηχανίας της Μακεδονίας, ότι κτηνοτρόφος μικρής αγελαδοτροφικής μονάδας, δεν έμπαινε στο στάβλο για να μη λερωθεί -χρησιμοποιούσε ένα ζευγάρι Βουλγάρων- και ο γιος του περίμενε στο μπαράκι πότε θα προσληφθεί ως δημοτικός υπάλληλος.

Ίσως να βρίσκεται κι αυτός μεταξύ των "εξεγερμένων" αγροτών, που κλείνουν κατ’ έθιμο τους δρόμους, διεκδικώντας… Διεκδικώντας τι; Μόνον την εξασφάλιση  επιχορηγήσεων, εις βάρος των άλλων Ελλήνων.

Πολύ σπάνια παίρνονται μέτρα για τα λεγόμενα διαρθρωτικά προβλήματα του τομέα, την εγκατάλειψη των ορεινών και ημιορεινών γαιών, την εξάντληση φυσικών πόρων όπως το νερό και το έδαφος, την υποβάθμιση του τοπίου, την έλλειψη ανταγωνιστικότητας των προϊόντων. Μάλιστα, ενώ οι επιδοτήσεις δεν αποτελούσαν πρόσθετο εισόδημα -όπως οι πολιτικοί άφηναν να εννοηθεί, προς άγρα ψήφων, και οι αγρότες έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν- αλλά δίνονταν για την αναδιάρθρωση και βελτίωση των γεωργικών λειτουργιών, είναι γνωστό πως δεν συνέβη έτσι.

Και φυσικά, οι ιδιοκτήτες γεωργικής γης είναι πια ως επί το πλείστον κάτοικοι πόλεων, με άλλο κύριο επάγγελμα, και προσλαμβάνεται μόνιμο και εποχικό προσωπικό (κατά κανόνα αλλοδαποί), για τις γεωργικές εργασίες.

Λέγεται, ότι υπάρχει ένας αριθμός αγροτών -νέων κυρίως- που εξ ανάγκης επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι. Δεν υπάρχει επίσημος αριθμός. Είναι όμως ένα ενθαρρυντικό βήμα. Με νέες αντιλήψεις και με όρεξη για δουλειά, αλλά και με ενασχόληση όχι με προϊόντα που απαιτούν φροντίδα ένα μήνα το χρόνο συνολικά, μπορούν να έχουν εισόδημα πολλαπλάσιο από τον μισθό στο Δημόσιο, που ήταν το όνειρο. Κι όταν έχει πορτοφόλι γεμάτο, δεν θα διστάζει να λέγει ότι είναι γεωργός.

Αλλά, πώς μπορεί να είναι μεγάλος ο αριθμός όσων επιστρέφουν, από την στιγμή που δεν συνήθισε κάποιος από μικρή ηλικία την γεωργική εργασία; Δεν πέρασαν πολλά χρόνια που δημοσιεύθηκε σχετική αγγελία από την Αυθόρμητη Κίνηση Αγροτών του νομού Ημαθίας, που ζητούσαν εργάτες γης. Από τους 28 Έλληνες που ενδιαφέρθηκαν, μόνον δύο, μια μητέρα με τον γιο της από τη Θεσσαλονίκη, πήγαν στην Ημαθία, αλλά μόλις ενημερώθηκαν ακριβώς για τη δουλειά που θα έπρεπε να κάνουν, αποχώρησαν.

«Αν πάει κανείς τώρα στη Βέροια, οι καφετέριες είναι γεμάτες από νέα παιδιά που κάθονται και πίνουν καφέ, αδιαφορώντας για το μεροκάματο που θα μπορούσαν να βγάλουν στα χωράφια», είχε περιγράψει τότε, μιλώντας στη Voria.gr, το μέλος της Αυθόρμητης Κίνησης Αγροτών Ημαθίας, Κώστας Λιλιόπουλος.

«Εμείς προτιμάμε τους Έλληνες, αλλά αυτοί που έρχονται, μόλις πάρουν τα πρώτα χρήματα φεύγουν και μας αφήνουν ξεκρέμαστους» τόνισε, ο οποίος απασχολεί στα χωράφια τους ίδιους Αλβανούς εργάτες εδώ και 20 χρόνια.