Skip to main content

Ο Κοροβίνης, ο Καβάφης και η χαμένη λαϊκότητα της Ελλάδας

Συνέντευξη του Θωμά Κοροβίνη στη Voria.gr με αφορμή το νέο του βιβλίο «Σκίρτημα ερωτικόν - Ο Κ. Π. Καβάφης εις την Πόλιν, αφηγηματικός μονόλογος».

Το 1882 ο Κωνσταντίνος Καβάφης ήταν 19 ετών. Τότε βρέθηκε και τρεις μήνες στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του παππού του με θέα το Βόσπορο. Όπως ο ίδιος συνειδητοποίησε μετά η περίοδος αυτή τον καθόρισε, αφού τότε άρχισε να συνειδητοποιεί την ερωτική του ταυτότητα. Δεκαετίες μετά –γέρος πια- σκέφτεται συνομιλώντας με τον εαυτό του εκείνους τους τρεις μήνες…

Το «Σκίρτημα ερωτικόν - Ο Κ. Π. Καβάφης εις την Πόλιν, αφηγηματικός μονόλογος» είναι το νέο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ. Το θέμα –το ερωτικό σκίρτημα του Καβάφη-, το ύφος –ο ποιητής στοχάζεται και μονολογεί- και η γλώσσα –η αυστηρή καθαρεύουσα- καθιστούν το βιβλίο ξεχωριστό και εξ’ ορισμού ενδιαφέρον.

Στη συνέντευξη που παραχώρησε στη Voria.gr ο Κοροβίνης εξηγεί τα πώς και τα γιατί της σχέσης του με τον Καβάφη, που αυτομάτως τον κατατάσσουν στους θαρραλέους αυτού του κόσμου. Συγχρόνως μιλάει για την απουσία λαϊκότητας στη σημερινή Ελλάδα, που «αποθεώνει Μαρινέλες», τον πολυξερισμό των Ελλήνων, που τον φοβίζει, την υποβάθμιση της εκπαίδευσης στη χώρα, που τον τρομάζει, αλλά και την ψυχαναλυτική λειτουργία του γραψίματος, που δικαιολογεί την λογοτεχνική υπερπαραγωγή του καιρού μας. Όλα αυτά συντροφιά με ένα φλιτζάνι καπουτσίνο, σε κάποιον από τους πεζόδρομους του κέντρου της Θεσσαλονίκης.    

Θωμά πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με τον Καβάφη;

Το καθένα από τα 35 βιβλία που έχω γράψει είναι διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Τόσο ως προς το περιεχόμενο, ως και ως προς το ύφος. Άλλα είναι έρευνες, άλλα καθαρή μυθοπλασία, άλλα έχουν ιστορικά στοιχεία. Υπάρχουν στοιχεία ταυτότητας που με χαρακτηρίζουν σε όλα, αλλά η αίσθηση που αφήνουν είναι διαφορετική. Το γενικό ύφος μου είναι διακριτό, δεν έχω όμως μανιέρα. Το «Σκίρτημα ερωτικόν - Ο Κ. Π. Καβάφης εις την Πόλιν, αφηγηματικός μονόλογος» είναι κάτι τελείως αλλιώτικο. Με αυτό αισθάνομαι ότι καλύπτω μία από τις οφειλές μου. Από  τους Έλληνες λογοτέχνες τρεις με καθόρισαν όχι μόνο με το έργο τους, αλλά και με τη ζωή τους. Τους νιώθω πολύ κοντά μου. Ο Βυζηινός, ο Παπαδιαμάντης και ο Καβάφης. Με τους δύο πρώτους είχα «ξεμπερδέψει» με το «Πρώτο φιλί» ένα ανατολίτικο παραμύθι για τον Βυζηινό και με «Το αγγελόκρουσμα – Η τελευταία νύχτα του κυρ – Αλέξανδρου», μία νουβέλα για τον Παπαδιαμάντη. Και τώρα ο Καβάφης. Το θέμα είναι η ερωτική μύηση του ποιητή από έναν συνομήλικο του που η παρουσία του τον συνταράσσει, διότι ενώ κάποια πράγματα τα αντιλαμβανόταν, γίνεται, πλέον, μέσα του ένα μεγάλο μπαμ.

Ο Καβάφης μπαίνει στη θέση του ανθρώπου, ο οποίος αυτοαναλύεται. Προσπαθεί να πει τι του συμβαίνει και πώς θα το αντιμετωπίσει, διεκδικώντας το δικαίωμά του, ενώ γνωρίζει τις προκαταλήψεις του καιρού του. Κατά κάποιο τρόπο νιώθει ότι μπορεί να εξελιχθεί σε έναν προφήτη μιας νέας ηθικής που θα οδηγήσει στο άνοιγμα μιας εποχής με τα ποιήματα που θα γράψει. Παλεύει ανάμεσα στην ανάγκη του να εκφραστεί και στην πραγματικότητα. Στα 19 του δεν είχε ακόμη ξεκινήσει να γράφει ποιήματα, αλλά διάβαζε πολύ. Στο βιβλίο τα θυμάται όλα αυτά μεγάλος, επομένως αντιλαμβάνεται με τις αναμνήσεις του για ποια πράγματα στη ζωή του τον επηρέασε καθοριστικά εκείνο το διάστημα που νεαρός έμεινε στην Κωνσταντινούπολη.   

Η χρήση της καθαρεύουσας τι εξυπηρετεί;

Στο βιβλίο βάζω τον Καβάφη σε μεγάλη ηλικία να θυμάται ένα περιστατικό των νιάτων του, όταν, 19 ετών, το 1882 επί σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, βρίσκεται ήδη επί τρεις μήνες στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του παππού του Γιωργάκη Φωτιάδη στο Βόσπορο, με τη χήρα μητέρα του και τα αδέλφια του. Πρόκειται για πραγματικό γεγονός. Άλλωστε ο ίδιος ήταν υπερήφανος για την Κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή του.

Η αυστηρή καθαρεύουσα είναι η γλώσσα στην οποία ο Καβάφης έγραψε όλα του τα πεζά. Η καθαρεύουσα για ανθρώπους που ωριμάζουν και γερνάνε, για όσους ζήσαμε τη δικτατορία ως μαθητές, ήταν μια απωθητική γλώσσα, στην οποία μας υποχρέωναν να γράφουμε τις εκθέσεις μας. Ήταν η γλώσσα των γραφειοκρατών, η γλώσσα των δικαστών, η γλώσσα των χωροφυλάκων. Μια γλώσσα αποκρουστική. Πρόκειται για μια παρωχημένη γλώσσα, η οποία όμως έπαιξε σοβαρό -αν και διφορούμενο- ρόλο στα ελληνικά γράμματα. Ας μην ξεχνάμε ότι στην καθαρεύουσα, ο καθένας με την ιδιαιτερότητά του έγραψαν πολλοί κορυφαίοι μας : ο Ροίδης, ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Εμπειρίκος. Επίσης έχει κάποια προσόντα. Είναι γλώσσα οικονομική. Πυκνή και συνεκτική. Από αυτή την πλευρά βοηθάει να πεις μια ολόκληρη πρόταση μέσα σε μια μετοχή. Έκανα το πείραμα μου, αλλά με τον τρόπο του Καβάφη. Ούτε για πλάκα, ούτε για να προκαλέσω. Ίσως η καθαρεύουσα να δυσκολέψει τον κόσμο, αλλά μήπως η δημοτική δεν τον δυσκολεύει; Αφού είμαστε αγράμματοι.

Η μεγάλη πρόκληση για σένα στο βιβλίο είναι η γλώσσα ή το περιεχόμενο;

Και τα δύο, αλλά περισσότερο το περιεχόμενο. Ήθελα να κάνω τον Καβάφη λογοτεχνικό ήρωα σωματικό, σάρκινο. Διότι αν και έγραψε πολλά ποιήματα που αναφέρονται σε ωμά ερωτικά περιστατικά με το ίδιο φύλο, τον αντιμετωπίζουμε κυρίως σαν εξαυλωμένο, σα να μην είχε σαρκική υπόσταση.

Θεωρείς τον Καβάφη λαϊκό ποιητή; 

Μάλλον είναι ένας λόγιος, αριστοκράτης και λίγο σνομπ από ιδιοσυγκρασία, ο οποίος όμως επειδή έχει άμεση σχέση με το λαό μέσα από την ιστορία, αλλά και την ανάγκη του να αναδείξει λαϊκούς ήρωες, γνωρίζει πολύ καλά την διαταξική κλίμακα. Ο ίδιος ανήκε σε μια μεσαία, αλλά ξεπεσμένη, τάξη. Ήξερε όμως τον λαϊκό τρόπο ζωής, για παράδειγμα στα καπηλειά. Μέχρι και η λέξη μπαρ υπάρχει στα γραπτά του. Είναι διαχρονικός, έχοντας αφήσει πίσω του ονόματα όπως ο Μαγιακόφσκι, ο Λόρκα, ο Πάουντ, ο Χικμέτ, ο Έλιοτ, όλα τα μεγάλα ποιητικά αναστήματα του καιρού μας.  

Υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα λαϊκή ζωή;

Μάλλον ανθυπολαϊκή. Μπακαλοποιημένη λαϊκότητα, που δε νομίζω ότι οδηγεί κάπου. Είμαστε ένας άλλος λαός πια. Πηγαίνουμε σε μια εκδήλωση –για παράδειγμα- μελοποιημένης ποίησης και νομίζουμε ότι πάμε στα μπουζούκια. Στην Τουρκία, όπου ο λαός είναι πιο αστοιχείωτος από την Ελλάδα, πιο σκοταδιστικός και σκοταδισμένος, έχω παρατηρήσει κοινωνικές συμπεριφορές που είναι καλύτερες από  μας εδώ. Κατ’ αρχήν δε φωνασκούν στα λεωφορεία και στις δημόσιες εκδηλώσεις, αλλά κυρίως οι αγράμματοι αντιλαμβάνονται την κατάσταση τους και δεν αποφαίνονται επί παντός. Σε αντίθεση με μας που όλοι μιλούν και έχουν άποψη για το κάθε τι, στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στις παρέες, παντού. Και το κυριότερο: στην Ελλάδα συχνά οι αγράμματοι θέλουν να μάθουν γράμματα στους εγγράμματους. Πώς γίνεται αυτό; Έχουμε ένα πολυξερισμό απίστευτο.

Πώς χάθηκε η λαϊκότητα; Εξαιτίας της ευμάρειας;

Η γιαλαντζί ευμάρεια παίζει τεράστιο ρόλο σε αυτή την εξέλιξη. Ξαφνικά όλοι νόμισαν ότι πρέπει να κυκλοφορούν όπως στο Χόλιγουντ. Αφού δεν υπάρχει υποδομή, αυτά συμβαίνουν. Όταν στη χώρα είναι σούπερ σταρ τύποι χωρίς περιεχόμενο και σκέψη, που δεν ξέρουν την ιστορία και δεν πονούν ούτε τον τόπο, ούτε τους ανθρώπους του, μαλακίες θα λένε και μαλακίες θα ακούγονται. Η φθορά της ελληνικής ταυτότητας είναι πολύ σημαντικό θέμα. Τι αναφορές θα έχουμε αύριο μεθαύριο;

Η υποβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε φοβίζει;  

Είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα της χώρας μας. Το βλέπω σε αποφοίτους πανεπιστημίου, σε κάποιους διακεκριμένους δημοσιογράφους, οι οποίοι στερούνται δομημένου λόγου. Δεν μπορούν να διατυπώσουν μία ολοκληρωμένη πρόταση, καθαρή και σαφή. Είναι σημαντικό για έναν άνθρωπο να μπορεί να εκφράσει αυτά που σκέφτεται εύστοχα, καίρια. Για να τον καταλαβαίνουν οι άλλοι, αλλά και για να μην παρανοείται ο λόγος του. Αυτό το πρόβλημα θα το έχουμε από εδώ και πέρα σαν προίκα, όσες κυβερνήσεις κι αν αλλάξουν.   

Σε αυτό το περιβάλλον πώς εξηγείται η λογοτεχνική υπερπαραγωγή; Υπάρχει μια αντίφαση…

Καμία αντίφαση. Οι άνθρωποι που γράφουν σε μεγάλο βαθμό εκτονώνονται. Η διαδικασία είναι δηλαδή ψυχαναλυτική.

Αυτό που βλέπεις γύρω τριγύρω σε τρομάζει;

Περισσότερο με θλίβει και με στεναχωρεί, διότι δεν μπορώ να συνεννοηθώ. Είμαι ελληνοκεντρικός με την έννοια ότι θέλω να κρατηθεί η ελληνική ταυτότητα που είχε αξίες που συγκροτούσαν έναν χαρακτήρα που μας διαφοροποιούσε από τους άλλους. Εδώ μπαίνει και το θέμα της γλώσσας. Για παράδειγμα το φιλότιμο, μια λέξη που δεν υπάρχει σε άλλες γλώσσες. Πού είναι το ελληνικό φιλότιμο, που υπήρξε σωτήριο σε δύσκολες περιόδους; Στην κατοχή, στον Εμφύλιο. Όταν ένας σκόνταφτε στο δρόμο, κάποιος έσκυβε να τον σηκώσει αμέσως, χωρίς υπολογισμούς ή τη  σκέψη να έχει προβάδισμα στον παράδεισο.   

Νομίζεις ότι εξαιτίας των δυσκολιών των τελευταίων χρόνων ο Έλληνας έβγαλε προς τα έξω τον κακό του εαυτό;

Νομίζω ότι βγάζει ένα κομμάτι του κανονικού του εαυτού. Το θηρίο παραμονεύει πάντα και στις ζόρικες στιγμές βγαίνει στο προσκήνιο. Ένα παράδειγμα είναι ο ύψιστος λαϊκός δημιουργός Άκης Πάνου, τον οποίο όλοι αγαπήσαμε παρά τις αντινομίες του και βέβαια το σκληρό τέλος με το φόνο και τη φυλακή. Νομίζω ότι εκφράζει έναν τύπο Έλληνα με όλη του τη σχιζοφρένεια. Από τη μία έχουμε έναν λαϊκό άνθρωπο, τον κοινωνικά αδικημένο, και από την άλλη έναν αιμοβόρο άνθρωπο. Στο ίδιο κορμί. Δεν είμαστε άγιοι. Γίναμε κυνικοί. Στην πραγματικότητα περιφρονούμε οτιδήποτε λαϊκό, παρά τον βαθύχρονο λαϊκό πολιτισμό που έχουμε. Περισσότερους μελετητές αυτού του πολιτισμού θα βρεις στο εξωτερικό, παρά μέσα στην Ελλάδα.   

Υπάρχει ελπίδα μέσα σε όλα αυτά;

Βλέπω ωραίους, ουτοπικούς Δονκιχώτες, στους οποίους πάντα στηριζόταν η Ελλάδα. Είναι άνθρωποι τους οποίους κανείς δεν βοηθάει, ότι κάνουν το κάνουν μόνοι τους και το κάνουν καλά, ο καθένας στον τομέα του.

Όλοι αυτοί οι νέοι που φεύγουν είναι μεγάλες απώλειες. Μπορούν να επιστρέψουν;

Όταν η μητριά πατρίδα σε διώχνει, δύσκολα επιστρέφεις. Πολλοί δεν θα γυρίσουν, θα ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους. Πάντα έτσι γινόταν. Ο Ξενάκης δε γύρισε και γιατί να γυρίσει; Ο Γαβράς εάν έμενε εδώ, δεν θα μας έδινε αυτά τα φωτεινά που μας έδωσε. Η Αρβελέρ έκανε σπουδαία πράγματα στη Γαλλία. Η Ελλάδα –δυστυχώς- μπορεί να καταξιώσει Μαρινέλες. Δεν μπορεί να βγάλει ούτε Αξελό, ούτε Καστοριάδη.

Η άλλη σου μεγάλη αγάπη είναι το λαϊκό τραγούδι, όπου κι εκεί υπάρχει έκπτωση. Έτσι δεν είναι;

Υπάρχει κατακρημνισμός τα τελευταία χρόνια. Η φθορά είναι μεγάλη. Το λαϊκό τραγούδι από τη στιγμή που διαδέχθηκε το ρεμπέτικο μέχρι τη δεκαετία του 1980 που άρχισε να φθίνει εξέφρασε έναν τρόπο ζωής και μια νοοτροπία ανθρώπων που δεν υπάρχουν πλέον. Μπορεί το μπουζούκι να έγινε εθνικό όργανο και να επικρατεί παντού ή να ακούγονται λαϊκότροπες μελωδίες, αλλά κατ' ουσίαν λαϊκό τραγούδι δεν υπάρχει πια. Ο κύκλος του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού έκλεισε. Δεν μπορούμε ούτε να γράψουμε, ούτε να τραγουδήσουμε μ' αυτό τον τρόπο. Μπορεί, όμως, μέσα από την εποχή των κραδασμών και των κλυδωνισμών που περνάμε να προκύψει κάτι καινούριο. Να υπάρχει ένα σπέρμα που να δώσει καρπούς. Κανείς δεν ξέρει…