Skip to main content

Ο έλεγχος της Δικαιοσύνης ταιριάζει σε τριτοκοσμικά κράτη

Από τη στιγμή που η εξουσία υποκύψει μια φορά στις ομάδες πίεσης και η ατιμωρησία γίνει καθεστώς, φυσικά εξαλείφεται ο φόβος της παραβίασης του νόμου.

Δεν είναι μόνον ο Αριστοτέλης που προέβη στην διάκριση των εξουσιών (που οι ημιμαθείς πολιτικοί μας την αποδίδουν άλλοι στον Ρουσσώ, άλλοι στον Μοντεσκιέ, ο οποίος ήταν απλός αντιγραφέας) αλλά και ο Πλάτων τονίζει παραστατικά την σημασία που έχει για την Πολιτεία η υπεροχή του Νόμου.

Στους «Νόμους» (Δ, 715d) ο Αθηναίος πολίτης συνομιλητής του Σωκράτους, λέγει: «Σε όποια πόλη ο νόμος υποτάσσεται και ακυρώνεται από τους άρχοντες, βλέπω πολύ γρήγορη την καταστροφή της. Σ' όποια όμως πόλη ο νόμος είναι απόλυτος κυρίαρχος των αρχόντων και οι άρχοντες δούλοι του νόμου, βλέπω καθαρά ότι υπάρχει σωτηρία κι όλα τα καλά που έχουν δώσει οι θεοί στις πόλεις».

Προφανώς, αυτές οι διδαχές απορρίπτονται από τους μαρξιστές, συμφώνως από τους οποίους άλλοτε «νόμος είναι το δίκαιο του εργάτη» (ασαφώς και κατά βούληση οριζόμενο», άλλοτε νόμος είναι η αυθεντία της απόφασης κομμουνιστή δικτάτορα.

Υπό αυτές τις αντιλήψεις εμφορούμενοι, οι εγχώριοι μαρξιστές, δεν είναι περίεργο που επιδιώκουν τον έλεγχο της Δικαιοσύνης, με τον γνωστό και επιτυχώς εφαρμοσμένο εκφοβισμό των δικαστών, προκειμένου να καταστούν υποχείρια του κόμματος, και στην περίπτωση ακόμη που αυτό δεν κυβερνά. Το είδαμε με τις παροτρύνσεις περί συνειδητής παραβιάσεως των νόμων από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ με το κίνημα "Δεν Πληρώνω" και άλλα συναφή. Ο δε πρωθυπουργός ομολόγησε την πρόθεσή του να παρακάμψει τους θεσμούς.

Καμία αξία δεν έχουν οι αντίθετοι λόγοι περί δήθεν σεβασμού της Δικαιοσύνης, αφού τα ίδια λέγει και ο Ερντογάν. Αξία έχουν οι πράξεις, που δεν είναι άλλες από τις επαναλαμβανόμενες επιθέσεις κατά του δικαστικού σώματος. Σήμερα, δεν παρατηρούμε κριτική επί μιας αποφάσεως, αλλά γενική επίθεση που δεν αποκρύπτει τις προθέσεις.

Στον άλλο διάλογο του Πλάτωνος «Κρίτων», ο καλός μαθητής του φιλόσοφου επιχειρεί να τον πείσει ότι πρέπει να δραπετεύσει, και μεταξύ άλλων λόγων του αναφέρει ότι ο νόμος που τον καταδίκασε είναι άδικος και η απόφαση των δικαστών δεν ήταν σωστή. Ο Σωκράτης του απάντησε ότι το γνωρίζει, αλλά ο «νόμος, είναι νόμος». Και ότι τον άδικο νόμο οφείλουμε σύμφωνα με το πολίτευμα να προσπαθήσουμε να τον αλλάξουμε, αλλά μέχρι τότε έχουμε χρέος να τον εφαρμόζουμε. Και προτίμησε να πεθάνει, παρά να παραβιάσει τον νόμο.

Δεν είναι το καινούργιο το θέμα, δηλαδή. Έκτοτε, έχει απασχολήσει φιλοσόφους και πολιτικούς επί αιώνες. Και σε περιόδους εξασθενημένης κεντρικής εξουσίας, το νόμο υποκαθιστά η θέληση των «ομάδων πίεσης». Σιωπηρά, δηλαδή, η ίδια η πολιτεία -που ρόλο έχει όχι μόνο να νομοθετεί αλλά και να επιβάλλει την τήρηση των νομοθετημάτων της-, καθιστά ανενεργό το νόμο, για να αποφύγει το «πολιτικό κόστος» ή είναι δεσμευμένη από ύποπτες συνδιαλλαγές των φορέων της.

Από τη στιγμή που η εξουσία υποκύψει μια φορά στις ομάδες πίεσης, και η ατιμωρησία γίνει καθεστώς, φυσικά εξαλείφεται ο φόβος της παραβίασης του νόμου, η δε συνειδητή υπακοή στους κανόνες υποχωρεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μια φιλική προς την κυβέρνηση εξτρεμιστική οργάνωση, της οποίας τα μέλη παρανομούντα, αφίενται ελεύθερα με εντολή του Προέδρου της Βουλής.

Τελικά, φιλόνομος θα καταστεί, όχι αυτός που εθελούσια αποδέχεται την ισχύ του νόμου, ούτε αυτός που θέλει να αποφύγει την ποινή σε περίπτωση ανομίας, αλλά αυτός που δεν του δόθηκε ακόμη η ευκαιρία να τον παραβιάσει.

Οδηγούμαστε επομένως στην πράξη, σε διαμόρφωση πολιτεύματος όπου δεν ισχύει ο κανόνας της πλειοψηφικής επικράτησης στη διαμόρφωση των αποφάσεων, αλλά η βούληση των μικρών αριθμητικά ομάδων, αλλά ισχυρών στην πίεση, ιδιαιτέρως όταν έχουν κυβερνητική κάλυψη. Και δεν ακούμε μόνον ότι νόμος είναι «το δίκαιο του εργάτη». Τώρα, νόμος είναι και «το δίκαιο των φιλάθλων», «το δίκαιο των γνωστών-αγνώστων», «το δίκαιο των αγροτών ή των μεταφορέων» και έπεται μακροσκελής κατάλογος.

Αυτό εμβάλλει σε ανησυχίες. Δεν προοιωνίζει αυτή η τακτική ύπαρξη πολιτείας δικαίου. Από την άλλη, πρέπει να υπάρξει τρόπος αντίστασης, όταν η εξουσία δεν λαμβάνει υπόψη το κοινό αίσθημα και κυβερνά αυταρχικά.