Skip to main content

Ο πληγωμένος πατριωτισμός των επιχειρηματιών του Βορρά

Οι επιχειρηματίες της Βορείου Ελλάδας είδαν ξαφνικά ότι στα Βαλκάνια προέκυψε ο ζωτικός χώρος που τους έλλειπε επί δεκαετίες για να αναπτυχθούν.

Στην Ελλάδα πολύ συχνά –μάλλον υπερβολικά συχνά- μας εκπλήσσουν πράγματα που είναι φυσιολογικά και καταστάσεις απολύτως αναμενόμενες. Διότι μπορεί πριν από 2500 χρόνια ο Ηράκλειτος να διατύπωσε στα ελληνικά το περίφημο «τα πάντα ρει», αλλά οι σημερινοί νεοέλληνες αντιδρούν σαν να βρίσκονται μονίμως υπό την επήρεια σοκ ξαφνιάσματος, αφού είναι σαφές ότι θα προτιμούσαν την πλήρη ακινησία, παρά το ότι (έπρεπε να) γνωρίζουν πως κάτι τέτοιο είναι πρακτικά αδύνατο να συμβεί.

Τον τελευταίο καιρό πυκνώνουν πάλι οι αναφορές για τη μετακόμιση επιχειρήσεων –κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα- στις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Κι αν πριν από δύο δεκαετίες βασική αιτία του φαινομένου ήταν το φθηνό εργατικό κόστος, σήμερα οι κυριότεροι λόγοι σχετίζονται με τη χαμηλή φορολογία και την ευχερέστερη και φθηνότερη χρηματοδότηση.

Ιδίως η Βουλγαρία και η Κύπρος, που έχουν επενδύσει στην προσέλκυση επενδύσεων και εταιρειών με αυτό τον τρόπο, καρπούνται τα περισσότερα οφέλη, καθώς στα υπέρ τους είναι ότι πρόκειται για χώρες πλήρη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η Κύπρος είναι και μέλος της Ευρωζώνης.

Πέρα από την έκπληξη που εκφράζεται στο εσωτερικό της χώρας για τη συγκεκριμένη κατάσταση, το ακόμη χειρότερο είναι ότι οι όποιες «μετακομίσεις» παραγωγής ή φορολογικής έδρας, που δε συνιστούν παρά επιχειρηματικές επιλογές, γίνεται προσπάθεια να συνδεθούν με το βαθμό πατριωτισμού των επιχειρηματιών που εμπλέκονται. Τώρα γιατί αυτός που θέλει να σώσει και αναπτύξει τη δουλειά του -και κάνει γι’ αυτό τις κινήσεις που ο ίδιος νομίζει ως καλύτερες- είναι λιγότερο πατριώτης από αυτόν που αναγκάζεται συχνά να κινείται λάθρα ανάμεσα σε ρυθμίσεις στην εφορία ή δόσεις στα ασφαλιστικά ταμεία και στα capital controls, που άλλοι του επέβαλαν, κανείς λογικός άνθρωπος δεν το καταλαβαίνει. Και δεν το καταλαβαίνει, διότι είναι παράλογο.

Οι μεγάλες αλλαγές και το νέο περιβάλλον

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η ιστορία του πλανήτη γύρισε σελίδα, με κύρια χαρακτηριστικά αφενός την πτώση των καθεστώτων –και του οικονομικού συστήματος- του υπαρκτού σοσιαλισμού και αφετέρου την παγκοσμιοποίηση. Οι ισορροπίες άλλαξαν και ως γνωστόν στη φύση επιβιώνουν όσοι προσαρμόζονται. Με αυτά τα δεδομένα, τα οποία δεν μπορούσε να επηρεάσει ή πολύ περισσότερο να αλλάξει, όφειλε –και οφείλει- να κινηθεί η χώρα, αλλά και οι επιχειρήσεις της. Αυτομάτως οι δουλειές εντάσεως εργασίας βρέθηκαν ενώπιον των ακόλουθων επιλογών:

1.    Να μετακομίσουν  για να συμμετάσχουν επιτυχώς στον διεθνή ανταγωνισμό.
2.    Να μειώσουν δραματικά τις αμοιβές των εργαζομένων στην Ελλάδα, επίσης για λόγους ανταγωνισμού.
3.    Να βάλουν λουκέτο.
4.    Να μετεξελιχθούν επιχειρησιακά σε καινοτόμες κατευθύνσεις, ώστε να βελτιώσουν την ποιότητά της παραγωγής, να εξακολουθήσουν τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τους να έχουν διεθνή ζήτηση και με αυτό τον τρόπο να διατηρήσουν θέσεις εργασίας και αξιοπρεπείς αμοιβές εντός των συνόρων.

Άλλη επιλογή δεν υπάρχει, εκτός κι αν έχουμε κάποιο συνδυασμό αυτών των τεσσάρων δυνατοτήτων, όπως –για παράδειγμα- παραγωγή στα Βαλκάνια και παθητική τελειοποίηση και ποιοτικός έλεγχος στην Ελλάδα.

Σε αυτό το νέο περιβάλλον –στην ουσία σε αυτόν τον ανταγωνισμό κρατών και ηπείρων- η Ελλάδα από την αρχή αντέδρασε όπως συνηθίζει, με πλήρη αφασία. Σα να συνέβαιναν όλα αυτά σε άλλο πλανήτη. Οι κυβερνήσεις –πολύ πριν από την κρίση- αντιμετώπισαν την κατάσταση σαν ένα φυσικό φαινόμενο, μπροστά στην ένταση του οποίου δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο από το να κλείσουν πόρτες, παράθυρα και πατζούρια, να κατεβάζουν τον κόσμο στα υπόγεια και να το ρίξουν στις προσευχές και στην επίκληση της τύχης. Καμία σοβαρή μελέτη και προσέγγιση, καμία απολύτως κίνηση. Κάτι αποσπασματικά μέτρα που ελήφθησαν στη δεκαετία του 1990 με αφορμή τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία και την αποκοπή για ορισμένα χρόνια των οδικών διόδων της χώρας προς το Βορρά, στο τέλος γύρισαν μπούμερανγκ κατά των επιχειρήσεων.

Κάπως έτσι φτάσαμε στην κρίση, στα χρόνια που το μόνο που ενδιαφέρει τις κυβερνήσεις είναι η αρτιμέλεια του δημοσίου τομέα. Την ίδια ώρα στη γειτονιά μας, αλλά και πολύ πιο πέρα,  χώρες και οικονομικά συστήματα λάμβαναν τα μέτρα τους. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες επένδυσαν στην καινοτομία και στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση, οι υπό ανάπτυξιν στη χαμηλή φορολογία και στις χαμηλές αμοιβές. Όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε η Ελλάδα των δανεικών και της υπερκατανάλωσης δε χωράει πουθενά. Βρέθηκε στη χαραμάδα μεταξύ 20ου και 21ου αιώνα και από εκεί στο κενό του πολύ χαμηλού επιπέδου της ανταγωνιστικότητας. Κάποιες επιχειρήσεις –δηλαδή κάποιοι άνθρωποι που τις διευθύνουν- αντέδρασαν κι εξακολουθούν να προσαρμόζονται. Είναι παράλογο να συζητάμε εάν έχουν δίκιο ή άδικο. Εάν είναι με τους καλούς ή με τους κακούς. Εάν είναι λιγότερο ή περισσότερο πατριώτες την ώρα που ψάχνουν χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και δάνεια με χαμηλό επιτόκιο.

Η κατάσταση στη Βόρεια Ελλάδα

Περισσότερο παράλογη είναι αυτή η συζήτηση όταν αφορά επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος, οι οποίες πριν από το 1990 είχαν να αντιμετωπίσουν αφενός τα κλειστά εξωτερικά σύνορα προς Βορράν και αφετέρου τα… προβληματικά εσωτερικά σύνορα προς Νότον! Είναι οι επιχειρήσεις –σωστότερα οι επιχειρηματίες-, που ξαφνικά είδαν ότι στα Βαλκάνια προέκυψε ο ζωτικός χώρος που τους έλλειπε επί δεκαετίες για να αναπτυχθούν. Τι έπρεπε να κάνουν; Να περιμένουν για να φτάσουν καταϊδρωμένοι μετά τους Ιταλούς, τους Γερμανούς και στους Αυστριακούς, οι οποίοι επίσης έσπευσαν; Διότι εκτός από ελαφρύτερους φόρους και χαμηλότερα μεροκάματα οι ελληνικές επιχειρήσεις στα Βαλκάνια βρήκαν εκατομμύρια καταναλωτές, κάλυψαν σημαντικό μέρος της τοπικής αγοράς, ενώ παράλληλα επέκτειναν τις εξαγωγές τους με βάση τις ειδικές συμφωνίες κάθε χώρας της περιοχής με συμμάχους της. Όπως –για παράδειγμα- της Σερβίας με τη Ρωσία.  

Τα τελευταία 20 χρόνια και βάλε το επενδυτικό περιβάλλον στην Ελλάδα δεν είναι φιλικό προς την επιχειρηματικότητα. Δεν βρίσκεται στο επίπεδο που θα έπρεπε και θα μπορούσε. Σε ό,τι αφορά τις εγχώριες επενδύσεις αυτή η παράμετρος αφορά πρωτίστως το Βορρά και λιγότερο το Νότο της χώρας, που «βολεύτηκε» για τα καλά επειδή εξυπηρετούσε το κράτος (προμήθειες, μεγάλα έργα κ.λπ.) και την κατανάλωση στην πρωτεύουσα, με τα κοινοτικά κονδύλια, τα φτηνά δανεικά της ΟΝΕ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Ο Βορράς εν πολλοίς έμεινε έξω από αυτό το πάρτι, με αποτέλεσμα οι επιχειρηματίες της περιοχής να παλέψουν μόνοι τα Βαλκάνια –ούτε μια πτήση από τη Θεσσαλονίκη προς οποιαδήποτε βαλκανική πρωτεύουσα δεν είχε καταδεχθεί να δρομολογήσει η πάλαι ποτέ δημόσια Ολυμπιακή- και τις υπόλοιπες εξαγωγές. Ακόμη και χωρίς τραπεζικό σύστημα τον πρώτο καιρό, με το ρευστό –κυρίως το δολάριο- να πηγαινοέρχεται σε μαύρες πλαστικές σακούλες σκουπιδιών εκατέρωθεν των συνόρων. Είναι οι επιχειρήσεις που θαυμάζουν πολλοί Ευρωπαίοι, αλλά κατηγορεί το εγχώριο κατεστημένο. Γερμανός τραπεζίτης δήλωσε στη Θεσσαλονίκη πριν από ένα χρόνο ότι αν στη χώρα του, σε καιρό ειρήνης, υπήρχαν επτά – οκτώ χρόνια συνεχούς ύφεσης τίποτε δεν θα είχε μείνει όρθιο. Αντίθετα στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχουν επιχειρήσεις που άντεξαν και αναπτύχθηκαν.  

ΥΓ1. Πρόσφατα μια από τις καλύτερες επιχειρήσεις όχι μόνο της Β. Ελλάδος, αλλά της χώρας συνολικά, εξαγωγική 100%, με καινοτομικότητα απίστευτη και ακόμη πιο απίστευτο πελατολόγιο, που απασχολεί πάνω από 250 επιστήμονες λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, μετέφερε τη φορολογική της έδρα. Όχι στα Βαλκάνια, αλλά σε μια προηγμένη χώρα, όπου οι φόροι μόνο χαμηλοί δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Κάτι έχουν στο μυαλό τους οι άνθρωποι, το οποίο οφείλει πρώτο και καλύτερο να «δει» το δημόσιο.

ΥΓ2. Η ίδια επιχείρηση για να πάρει άδεια από την πολεοδομία για επέκταση των εγκαταστάσεων της χρειάζεται γύρω στα δύο χρόνια, αφού το «κουβάρι» των συντελεστών δόμησης είναι πολύ μπερδεμένο. Ούτε αυτό το «βλέπει» η δημόσια διοίκηση.