Skip to main content

Μονή Οσίου Λουκά: Οι φλόγες έκαψαν κτήρια, αλλά δεν έσβησαν την πολύχρονη και σπουδαία ιστορία της

Η Μονή Οσίου Λουκά το σημαντικότερο μοναστηριακό συγκρότημα των μεσοβυζαντινών χρόνων στην Ελλάδα κι ένα από τα πιο σπουδαία στον κόσμο, σώθηκε την τελευταία στιγμή

Η μεγάλη φωτιά που κινούνταν με πρωτοφανή μανία το απόγευμα της Τετάρτης στην περιοχή Διστόμου-Αράχοβας-Αντίκυρας στη Βοιωτία, πέρασε στον αυλόγυρο της φημισμένης Μονής Οσίου Λουκά. Έντρομοι οι επισκέπτες και οι μοναχοί την εγκατέλειψαν, ενώ ισχυρές δυνάμεις της πυροσβεστικής υπηρεσίας ρίχτηκαν στη μάχη με τις φλόγες που έζωναν τα ιστορικά κτήρια σε ένα σπουδαίο μοναστηριακό συγκρότημα. 

Image

 

 


Επί τόπου έσπευσε η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, συνοδευόμενη από την Διευθύντρια Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων Ιουλία Παπαγεωργίου και την προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας Αλεξάνδρα Χαραμή, ενδεικτικό της σημαντικότητας του μνημείου, που αποτελεί το μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρημένο μοναστηριακό συγκρότημα των μεσοβυζαντινών χρόνων στον ελληνικό χώρο κι ένα από τα πιο ξακουστά στον κόσμο. 

Η φωτιά κατέστρεψε τμήμα του περιβάλλοντος χώρου της Μονής, κατέκαψε τη στέγη του εγκαταλελειμμένου κελιού του μοναχού Ιωάσαφ, που χρονολογείται στον  19ο αιώνα στη νοτιοανατολική πτέρυγας του συγκροτήματος, με αποτέλεσμα την κατάρρευση του κτηρίου, ενώ προκάλεσε βλάβες στους χώρους υγιεινής των επισκεπτών.

Image

 

 


Η σπουδαιότητα του μοναστηριακού συγκροτήματος

Η Μονή του Οσίου Λουκά θεωρείται από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία στον κόσμο, αφενός λόγω της αρχιτεκτονικής του κι αφετέρου επειδή περιέχει ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα σύνολα ψηφιδωτών από την περίοδο της Μακεδονικής Αναγέννησης.

Εντάχθηκε στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO από το 1990  και μαζί με τη Νέα Μονή Χίου και τη Μονή Δαφνίου είναι τα μοναδικά ελληνικά μοναστήρια που συγκαταλέγονται στον Κατάλογο.
Χτισμένο στις δυτικές πλαγιές του Ελικώνα κοντά στην αρχαία Στείριδα, το μοναστήρι του Οσίου Λουκά αποτελεί το σημαντικότερο ίσως μνημείο της μεσοβυζαντινής εποχής όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα και στη μακραίωνη ιστορία του συνδέθηκε με σπουδαία γεγόνοτα, ενώ απολάμβανε της εύνοιας και της προσοχής Βυζαντινών αυτοκρατόρων και αξιωματούχων. 

Image

 


Γνωστή και ως βασιλομονάστηρο, λόγω της μεγαλοπρέπειας και της τελειότητάς της, αλλά και της εμπλοκής των ίδιων των Βυζαντινών αυτοκρατόρων στην ανέγερση του καθολικού της, Μονή αποτελεί ένα έξοχο δείγμα της περιόδου αυτής και ανεγέρθηκε, προκειμένου αφενός να εκδηλωθεί μια θρησκευτική αντεπίθεση μετά την περίοδο της Εικονομαχίας (726-842) και αφετέρου να διασφαλιστεί η ενότητα του πληθυσμού μετά τις αλλεπάλληλες επιδρομές βαρβαρικών φύλων.

Η αρχιτεκτονική

Το μοναστηριακό συγκρότημα περικλείεται από περίβολο, περιλαμβάνει  διώροφα και τριώροφα συγκροτήματα κελιών, κωδωνοστάσιο, τράπεζα, κρύπτη και δύο ενωμένους ναούς, την εκκλησία της Παναγίας και το Καθολικό.

Η Μονή Οσίου Λουκά προστατεύεται από περίβολο με γωνιακούς πύργους. Η τράπεζα, αναστηλωμένη σήμερα, λειτουργεί από το 1993 ως μουσείο γλυπτών, όπου εκτίθενται εξαιρετικής ποιότητας μαρμάρινα μέλη από κτίσματα του μοναστηριού και της ευρύτερης περιοχής. Στο βορδοναρείο (σταύλος), επίσης αναστηλωμένο, εκτίθενται αποτοιχισμένες τοιχογραφίες του 18ου αι., προερχόμενες από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνος Μεδεώνος στην περιοχή της Αντίκυρας.

Image


Ο Ναός της Παναγίας είναι ο παλαιότερος. Χρονολογείται στον 10ο αιώνα και ανήκει στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο που στηρίζεται σε τέσσερις κίονες. Χτίστηκε πιθανόν με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Ρωμανού Β’ (959-963) αμέσως μετά το μεγάλο ιστορικά γεγονός που είχε προφητέψει ο όσιος Λουκάς, δηλαδή την ανακατάληψη από τους Βυζαντινούς της υπόδουλης στους Άραβες Κρήτης, το 961.

Ο αρχιτεκτονικός του τύπος, πρωτοποριακός για τον ελλαδικά χώρο, είναι ο σύνθετος τετρακιόνιος, τύπος με μεγάλη διάδοση στην Κωνσταντινούπολη. Έργο Κωνσταντινουπολίτη ζωγράφου είναι επίσης η γεμάτη σφρίγος μορφή του Ιησού του Ναυή, η μόνη που απέμεινε από τον αρχικό τοιχογραφικό διάκοσμο του μνημείου. Η τοιχογραφία αποκαλύφθηκε στο σύνολό της τον Αύγουστο του 1964 και σε αυτήν ο Ιησούς του Ναυή -αρχηγός των Ισραηλιτών και διάδοχος του Μωυσή- φέρει φολιδωτό θώρακα και στο αριστερό μέρος του στήθους του κρέμεται ένα ξίφος. Στο κεφάλι φορά κράνος, στο αριστερό χέρι κρατά ένα μακρύ δόρυ, ενώ το δεξί είναι ορθωμένο με ανοιχτά δύο δάχτυλα σαν να μιλάει προς τον λαό τον οποίο οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Η παράσταση ήταν ορατή στο δυτικό εξωτερικά τοίχο του ναού της Παναγίας, μέχρι που χτίστηκε ο δεύτερος ναός και η πλευρά αυτή ενσωματώθηκε στη βορειοανατολική γωνία του.

Το Καθολικό, η νότια και μεγαλύτερη εκκλησία, είναι διώροφο και ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του λεγόμενου «ηπειρωτικού» οκταγωνικού σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, ενώ ο ψηφιδωτός διάκοσμός του αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σωζόμενα σύνολα. 
Η οικοδόμηση του Καθολικού, που τοποθετείται χρονολογικά στις δεκαετίες του 11ου αιώνα, αποδίδεται, σύμφωνα με την παράδοση, σε τρεις αυτοκράτορες του Βυζαντίου: Τον Ρωμανού Β΄ (959-963), τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο (976-1028) και τον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο (1042-1056).

Image

 

 

Εντυπωσιακός είναι ο πλούσιος εξωτερικός κεραμοπλαστικός διάκοσμός του, με τα γράμματα αραβικής γραφής, καθώς και ο μαρμάρινος τρούλος του. Στο εσωτερικό, το μαρμάρινο τέμπλο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της τέχνης του 10ου αιώνα, ενώ στο διακονικό διατηρούνται λίγες τοιχογραφίες του 12ου αιώνα. 

Ως δωρητές φέρονται ο ηγούμενος Φιλόθεος ή ο Θεόδωρος Λεωβάχος, επιφανείς οικογένειες γαιοκτημόνων και κρατικών αξιωματούχων της Θήβας, ή ίσως και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Μονομάχος. 

Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας, μετά το 1204, περιήλθε στην κατοχή τάγματος καθολικών μοναχών και επέστρεψε στους Έλληνες στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. 
Κατά την επανάσταση του 1821 ήταν το ορμητήριο των οπλαρχηγών και των αγωνιστών της Βοιωτίας, της Λοκρίδας και της Φωκίδας. Ο ηρωικός επίσκοπος των Σαλώνων, Ησαΐας, ύψωσε εκεί τη σημαία της Επανάστασης στη Ρούμελη, στις 26 Μαρτίου 1821 μαζί με τους μοναχούς και πολλούς αγωνιστές, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Πανουργιά, τον Δυοβουνιώτη, τον Σκαλτσά, τον Τράκκα και άλλους.

Image

 

 

Η βιογραφία του Όσιου Λουκά

Στο σημείο όπου το καθολικό ενώνεται με τον δεύτερο ναό, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, υπάρχει σήμερα το λείψανο του Οσίου, ο οποίος ασκήτευσε εκεί στα τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 946 έως το 953, εποχή κατά την οποία ξεκινά η μοναστική ζωή στην περιοχή.

Ιστορικά στοιχεία για το μοναστήρι παρέχουν δύο αξιόπιστα κείμενα: ο Βίος του Οσίου και οι Ακολουθίες της Κοιμήσεως και της Ανακομιδής του λειψάνου του. Στον Βίο, κείμενο αγνώστου συγγραφέα -πιθανόν μαθητή του- γραμμένο περίπου δέκα  χρόνια μετά το θάνατο του Οσίου Λουκά, αναφέρεται πως ήταν γόνος προσφύγων από την Αίγινα και γεννήθηκε στο χωριό Καστρί Φωκίδας το 896. Κατά τα τέλη του 910 ή στις αρχές του 911 μόνασε στην Αθήνα, στη μονή της Μεγάλης Παναγίας και κατόπιν σε διάφορα μοναστήρια ή ησυχαστήρια της Φωκίδας και της απέναντι κορινθιακής ακτής. Οι μετακινήσεις του υπαγορεύονταν από την ανάγκη να αποφύγει τον κίνδυνο από τις επιδρομές των Βουλγάρων του Συμεών, ενώ το 946/7, εγκαταστάθηκε στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι.

Image

 

Η Μονή Οσίου Λουκά αποτελεί τόπο προσκυνήματος για μεγάλο αριθμό πιστών και χώρο ξενάγησης επισκεπτών από όλο τον κόσμο, καθώς η ιστορία της είναι γνωστή και αναφέρεται σε πλήθος ελληνικών και ξένων εκδόσεων. 

Η σπουδαιότητα του μνημείου, για την αρχιτεκτονική, την αγιογράφηση και την ιστορία του περικλείεται σε μια φράση του αείμνηστου καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Άγγελου Προκοπίου, ο οποίος έγραψε πως ήταν ένα κέντρο για την αναζωπύρωση της Ορθοδοξίας, ένα δοξαστικό μνημείο για τη νίκη της Κρήτης αλλά και ο εκθαμβωτικός μαγνήτης για τον εξελληνισμό των βαρβάρων λαών που ήλθαν να κατοικήσουν στον ελλαδικό χώρο.