Skip to main content

Μένουμε Θεσσαλονίκη: Αδιαφορία από Πολιτεία για παιδικούς σταθμούς

Όπως σημειώνει η παράταξη, ένας από τους τρόπους αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος είναι οπωσδήποτε η βοήθεια προς τους νέους γονείς.

Στη δημιουργία παιδικών σταθμών αναφέρεται η δημοτική παράταξη «Μένουμε Θεσσαλονίκη», σημειώνοντας ότι το πρόβλημα του δημογραφικού είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες.

Όπως σημειώνει η παράταξη, ένας από τους τρόπους αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος είναι οπωσδήποτε η βοήθεια προς τους νέους γονείς. 

«Το γεγονός ότι ο κρατικός κορβανάς έχει στεγνώσει, δεν αποτελεί δικαιολογία, ιδίως αν αναγνωρίσουμε την αντιμετώπιση του ζητήματος ως ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της κοινωνίας», υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση της δημοτικής παράταξης.

Αναλυτικά η ανακοίνωση:

Ανακοινώθηκε πριν από μερικές μέρες ο αριθμός των παιδιών που δεν θα μπορέσουν να εγγραφούν δωρεάν στους βρεφονηπιακούς σταθμούς της χρονιάς 2017-2018 μέσω του προγράμματος ΕΣΠΑ. Ενώ πέρσι έμειναν περίπου 30.000 παιδιά εκτός παιδικών σταθμών, φέτος ο αριθμός τους θα αυξηθεί και ίσως φτάσει τα 38.000 παιδιά. Έχουμε, δηλαδή, φέτος μια αύξηση κατά 26% των παιδιών οι γονείς των οποίων θα πρέπει να αναζητήσουν άλλες λύσεις, που κοστίζουν. Από τα 132 χιλιάδες παιδιά (έγκυρες αιτήσεις), το ένα τρίτο δεν θα ενταχθεί στο πρόγραμμα. Επίσης, ο αριθμός των σχετικών αιτήσεων αυξάνεται και φέτος, όπως ήταν αυξημένος και πέρσι σε σχέση με πρόπερσι, πράγμα που δείχνει και την επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση των ελληνικών οικογενειών.

Το ζήτημα δεν είναι απλά το κοινωνικό κράτος ή το λαϊκό εισόδημα. Είναι η υπογεννητικότητα, που αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα. Δίχως την δημογραφική ανανέωση, έχουμε ως αποτέλεσμα ότι το ασφαλιστικό καταρρέει, η κοινωνία μετατρέπεται σε ένα τεράστιο ΚΑΠΗ, ο οικονομικός μαρασμός επιτείνεται, κι ότι η ασφάλεια της χώρας δεν είναι σίγουρη. Για το πρόβλημα αυτό έχει γίνει αρκετή συζήτηση, κι έχουν προταθεί πολλά πράγματα. Ένας από τους τρόπους αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος είναι οπωσδήποτε η βοήθεια προς τους νέους γονείς και ειδικά στις νέες μητέρες ή τις υποψήφιες νέες μητέρες. Πέρα από τα άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει μια μητέρα (και θα αντιμετωπίσει όποια σκέφτεται να γίνει μητέρα), οικονομικά κ.λπ., ένα ακανθώδες ζήτημα είναι η δουλειά της και η φροντίδα του παιδιού τις ώρες κατά τις οποίες απουσιάζει στη δουλειά. Έτσι, έχουμε μια κατάσταση που περιγράφεται από τη ρήση «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Η απουσία λύσεων στο πρόβλημα της φροντίδας των παιδιών κατά τις ώρες δουλειάς των γονιών τους σίγουρα αποθαρρύνει κατά πολύ τα νέα ζευγάρια και νέους γονείς από το να κάνουν παιδιά.

Τα αποτελέσματα της τραγικής αδιαφορίας της πολιτείας για το δημογραφικό πρόβλημα είναι φανερά και όσον αφορά τις προσφερόμενες θέσεις για παιδιά σε παιδικούς σταθμούς. Για να έρθουμε στα δικά μας, σύμφωνα με την απογραφή του 2011 (Γ01), ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει 315 χιλιάδες μόνιμους κατοίκους. Από αυτούς, μόνο οι 11 χιλιάδες είναι παιδιά ηλικίας 0-4 ετών (το 1/28 του πληθυσμού, 3,49% – ενώ οι ηλικίας άνω των 70 είναι 51.000, το 1/6, δηλ. 16,3% ). Κι όμως, οι θέσεις σε δημοτικούς παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς αγγίζουν μόνο τις 2.000 (το 2017). Πού θα αφήσουν τα παιδιά τους οι γονείς των υπόλοιπων 9.000; Πώς θα διευκολυνθεί η ζωή όσων εργαζόμενων σε πείσμα των καιρών και των «λάιφ στάυλ» νοοτροπιών αποκτούν παιδιά; Όποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται πολύ γρήγορα σε ένα τεράστιο καφενείο γερόντων, ζει πολύ απλά στον αγγελικό κόσμο του, ίσως γιατί στον μικρόκοσμό του δεν έχει τόσους γέροντες. Ειδικά, η παρούσα κυβέρνηση ζει σε έναν κόσμο όπου η μετανάστευση είναι ευλογία (όπως είχαν πει, μετεμφυλιακά, κάποιοι), και θα αναπληρώσει τη γήρανση του ελληνικού πληθυσμού με άλλους. Γι’ αυτό και η αδιαφορία της, που ενίοτε φτάνει τα όρια της αντιπάθειας, προς τους πολύτεκνους, με ιδεολογήματα περί συντηρητισμού (ενώ οι κοινωνίες γερόντων αναπόφευκτα είναι εγγενώς πιο συντηρητικές).

Η αλήθεια είναι ότι το πρόβλημα του δημογραφικού είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες. Θα έπρεπε, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δημιουργία παιδικών σταθμών, να υπάρχουν κατάλληλες κτηριακές δομές και προσωπικό. Σε κάθε περιοχή, ακριτική και μη. Με προγραμματισμό, χωρίς λανθασμένες εκτιμήσεις όσον αφορά τις ανάγκες ανά περιοχή της χώρας. Με θέληση για να στηρίξουν τις εργαζόμενες μητέρες, στηρίζοντας έτσι τόσο τον μισό πληθυσμό αλλά και την ίδια την επιβίωσή μας.

Το γεγονός ότι ο κρατικός κορβανάς έχει στεγνώσει, δεν αποτελεί δικαιολογία, ιδίως αν αναγνωρίσουμε την αντιμετώπιση του ζητήματος ως ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της κοινωνίας μας. Γι’ αυτό, εξάλλου, οι Δήμοι αποτελούν ανεξάρτητη βαθμίδα, και μάλιστα αυτοδιοικούμενη: Θα μπορούσε λοιπόν, ο Δήμος Θεσσαλονίκης, αντί να στηρίζει τις διαφημιστικές εκστρατείες της Κόκα Κόλα, να προχωρήσει στην σύσταση ενός Κοινωνικού Ταμείου για την Σχολική Στέγη, όπου φορείς αλλά και πολίτες που επιθυμούν θα μπορούν να συνεισφέρουν σε κεφάλαια για την άμεση κάλυψη αυτών των αναγκών. Είναι μια πρακτική που μας κληροδοτείται από την παράδοση των αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων, και μπορούμε να την εκσυγχρονίσουμε ώστε να αποτελέσει εργαλείο κοινωνικής πολιτικής στο σήμερα.