Skip to main content

Μαξίμου: Σωρευτικά αντίμετρα 7,5 δισ. για τα έτη 2018 - 2021

Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι το 2021 που δεν υπάρχουν μέτρα η κυβέρνηση θα προχωρήσει κατευθείαν σε αντίμετρα τα οποία θα αγγίζουν τα 3,5 δισ ευρώ

Με αντίμετρα που έως το 2021 θα αγγίξουν τα 7,5 δισ. ευρώ, σχεδιάζει η κυβέρνηση τη διάθεση των πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε η οικονομική ανάκαμψη της χώρας και το δημοσιονομικό περιθώριο που θα δημιουργήσει να επιστραφεί στην κοινωνία, την ώρα μάλιστα που στη δημόσια συζήτηση γίνεται λόγος για μέτρα που εμπεριέχονται στο πολυνομοσχέδιο που ξεπερνούν τα 5 δισ. ευρώ, όπως αναφέρουν κυβερνητικές πηγές στο ΑΠΕ.

Πηγές του Μαξίμου ξεκαθάριζαν πως τα μέτρα που έχουν συμφωνηθεί αφορούν σε 1% για το 2018 και 1% για το 2019, με αντίστοιχου ύψους αντίμετρα και τόνιζαν ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα αποτελούν προβλέψεις και επ΄ ουδενί στόχους. Σε απόλυτους αριθμούς, τα μέτρα του 2019 αγγίζουν τα 2,1 δισ. ευρώ και τα μέτρα του 2020 αγγίζουν το 1,9 δισ. ευρώ, ενώ τουλάχιστον στο ίδιο ύψος υπολογίζονται και τα αντίμετρα. Ειδικά σημείωναν πως στο μεσοπρόθεσμο προβλέπεται ποσό ύψους 132 εκατ. ευρώ που προκύπτει, από την αύξηση της έκπτωσης των φαρμακευτικών εταιρειών, αφήνοντας αιχμές για τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μερίδας των μέσων που «κακοπροαίρετα», όπως τονίστηκε, «υπολογίζουν αυτό το ποσό ως δαπάνη».

Οι ίδιες πηγές μάλιστα τόνιζαν ότι οι δαπάνες στον προϋπολογισμό για την Υγεία είναι συγκεκριμένες και δεν μεταβάλλονται.

Επίσης τόνιζαν πως δεν μπορεί να υπολογίζονται ως περικοπές που αφορούν την ευρεία κοινωνική πλειοψηφία, η κατάργηση των φοροαπαλλαγών των βουλευτών, η αύξηση της φορολογίας των εφοπλιστών. «Η πραγματική δημοσιονομική επίπτωση είναι 1% από τα μέτρα και 1% από τα αντίμετρα, με μία μικρή απόκλιση στις περικοπές των συντάξεων, όπου θα αγγίξει το 1,02%, καθώς υπολογίζεται η περικοπή επί του μεικτού» σημείωναν χαρακτηριστικά κυβερνητικές πηγές.

Στα 2 δισ. υπολογίζονται τα αντίμετρα του 2019 και θα είναι παραμετρικά, σημείωναν οι ίδιες κυβερνητικές πηγές, υπογραμμίζοντας ότι θα εφαρμόζονται κάθε χρόνο από το 2019 και θα καταργηθούν μόνο εάν κάποια κυβέρνηση αποφασίσει να νομοθετήσει διαφορετικά στο μέλλον.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών, όπως αποτυπώθηκαν και στον σχετικό πίνακα που παρέθεταν αργά το βράδυ κυβερνητικές πηγές, το 2019, από την υπεραπόδοση και την αυθόρμητη κίνηση της οικονομίας, η κυβέρνηση θα εξασφαλίσει πέραν των προβλεπόμενων αντιμέτρων, επιπλέον 660 εκατομμύρια ευρώ τα οποία θα διατεθούν σε κοινωνικές δαπάνες του υπουργείου Εργασίας.

Οι εκτιμήσεις μάλιστα είναι εξαιρετικά αισιόδοξες και για το 2020, καθώς το οικονομικό επιτελείο «βλέπει» ότι χωρίς παρεμβάσεις μόνο με την αυθόρμητη κίνηση της οικονομίας το πρωτογενές πλεόνασμα θα άγγιζε το 4,62% έναντι στόχου για 3,5%. Οι ίδιες πηγές διευκρίνιζαν πως αυτό το αποτέλεσμα δίνει τη δυνατότητα να προχωρήσουν επιπλέον ελαφρύνσεις 1,5% του ΑΕΠ. Επίσης διευκρινίστηκε ότι η επίπτωση ενός μέτρου δεν συνυπολογίζεται σε κάθε προϋπολογισμό, προσθετικά. Δεν μπορούν να μετρηθούν οι περικοπές των συντάξεων δύο και τρεις φορές, σημείωναν χαρακτηριστικά.

Πέραν αυτού, το 2021 που δεν υπάρχουν μέτρα η κυβέρνηση θα προχωρήσει κατευθείαν σε αντίμετρα τα οποία με τις σημερινές εκτιμήσεις θα αγγίζουν τα 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ, καθώς υπάρχει τέτοιο δημοσιονομικό περιθώριο βάσει των προβλέψεων χωρίς να χάνεται ο στόχος για πλεόνασμα 3,5%. Με αυτά μάλιστα τα αντίμετρα το πλεόνασμα για το 2021 εκτιμάται πως θα κλείσει στο 4.03%, έχοντας και μαξιλαράκι ασφαλείας 0,5%, τόνιζαν οι ίδιες πηγές. Αυτό συνεπάγεται πως από την πρώτη εφαρμογή των αντιμέτρων το 2018 έως και το 2021, θα έχουν διατεθεί στην κοινωνία 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Υπενθυμίζεται πως τα αντίμετρα αφορούν σε επιδόματα, όπως ενοικίου, τέκνων κ.λπ., αλλά και σε κοινωνικές δομές όπως παιδικοί σταθμοί, σχολικά γεύματα, καθώς και σε φορολογικές ελαφρύνσεις φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων.

Σκληρές διαπραγματεύσεις ΔΝΤ - Γερμανίας για το χρέος

Ωστόσο πέρα από το πολυνομοσχέδιο που ψηφίζεται εντός της εβδομάδας και αφορά στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης ψηλά στην ατζέντα της κυβέρνησης παραμένει το ζήτημα του χρέους όπως διεφάνη και από το τετ-α-τετ του πρωθυπουργού με την Κριστίν Λαγκάρντ στο Πεκίνο, όπου διαπιστώθηκε ταύτιση θέσεων. Σύμφωνα με αναφορές κυβερνητικών πηγών στο ΑΠΕ, η διευθέτηση του χρέους κρίνεται σημαντική για να ανοίξει το δρόμο για την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές βρίσκονται σε εξέλιξη σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου προκειμένου να βρεθεί η χρυσή τομή που θα επιτρέψει σε όλες τις πλευρές να δεχτούν με ικανοποίηση μία λύση. Ήδη στο Μπάρι διεξήχθησαν επί της ουσίας συζητήσεις και υπήρξαν και τοποθετήσεις σε τεχνικά ζητήματα. Το ΔΝΤ δεν θέλει καθυστερήσεις και σύμφωνα με τις ίδιες πηγές δεν σκοπεύει να αφήσει τη λύση για μετά το πέρας των Γερμανικών εκλογών. Και για την κυβέρνηση πάντως ο στόχος είναι να υπάρξει συμφωνία και για το χρέος στο Eurogroup της 22ας Μαΐου ή το αργότερο τις πρώτες μέρες του Ιουνίου, προκειμένου να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο QE.

Αναφορικά με το ελληνικό πρόγραμμα και αν αυτό θα υφίσταται στην περίπτωση που το ΔΝΤ αποχωρήσει οι ίδιες κυβερνητικές πηγές σημείωναν πως βάση της συμφωνίας του Ιουνίου, όπως αναφέρει ο ESM, το Ταμείο δύναται να συμμετέχει στο πρόγραμμα χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται νομική υποχρέωση. Μάλιστα οι ίδιες πηγές έδειχναν το Βερολίνο, το οποίο ζητά την απαρέγκλιτη και καθολική συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Αν ωστόσο το Ταμείο αποχωρήσει τότε δεν θα εφαρμοστεί κανέναν από τα μέτρα του πολυνομοσχεδίου, κάτι το οποίο κυβερνητικές πηγές σημείωναν πως έχει ξεκαθαρίσει και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Ενώ ανεξάρτητα από την έκβαση της συμμετοχής ή όχι του Ταμείου στο Ελληνικό πρόγραμμα δεν υπάρχει καμία ανησυχία για τη δόση των 7,5 δισεκατομμυρίων που θα ακολουθήσει του κλεισίματος της αξιολόγησης.

Τέλος, οι ίδιες πηγές εξηγούσαν πως σε περίπτωση που το ΔΝΤ αποχωρήσει «η ΕΚΤ τεχνικά έχει τη δυνατότητα να μας βάλει στο QE», καθώς και ότι ακόμα και σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν αλλάζει ο σχεδιασμός της κυβέρνησης για έξοδο στις αγορές αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας.