Skip to main content

Ένα παραμύθι του K. Ζέρβα: Ο αλχημιστής που χάθηκε στους καπνούς του

Ο δημοτικός σύμβουλος Κωνσταντίνος Ζέρβας γράφει στη Voria.gr ένα μικρό παραμύθι για τον αλχημιστή που έγινε κυβερνήτης σε μια κατατρεγμένη πολιτεία.

(ένα μικρό παραμύθι για μια κατατρεγμένη πολιτεία)

Του Κωνσταντίνου Ζέρβα, kvzervas@gmail.com*

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας αλχημιστής. Ήταν σπουδαίος στην τέχνη του και ο κόσμος τον θαύμαζε. Είχε ζήσει μια ζωή έντονη, γεμάτη προκλήσεις και λαμπρά επιτεύγματα. Με επιτυχίες αλλά και αποτυχίες. Και για ένα απρόσμενο λόγο -όπως συμβαίνει πάντα σε ανήσυχες εποχές- ήταν αυτές  οι αποτυχίες του που τον είχαν κάνει ακόμη πιο ξακουστό.

O αλχημιστής ζούσε σε μια πόλη που ήταν ξακουσμένη και πολυχρονεμένη στους αιώνες. Όλοι την μνημόνευαν και ήθελαν να ζήσουν, έστω για λίγο, την ανέμελη ατμόσφαιρα της. Αλλά τα τελευταία χρόνια, σκοτεινά σύννεφα είχαν σκεπάσει τον ουρανό της. Προβλήματα σοβαρά, συσσωρευόταν χωρίς να λύνονται. Η μία αποτυχία και ήττα ερχόταν μετά την άλλη. Γκρίνια και απογοήτευση. Η πολιτεία έψαχνε μάταια να βρει έναν ηγέτη  που θα την οδηγούσε ξανά στα μονοπάτια της ευημερίας, της περηφάνιας και της ευτυχισμένης καθημερινότητας. Και τότε πολλοί στράφηκαν στον αλχημιστή: «Αυτός θα μπορέσει να φέρει τη μαγεία του στην πόλη και τη ζωή μας» έλεγαν.

Όμως ποτέ το παλιό δε δίνει με ευκολία τη θέση του στο καινούριο. Γι αυτό χρειάσθηκαν πολλές προσπάθειες. Χρειάσθηκε ο αλχημιστής να μαζέψει γύρω του βοηθούς παλιούς και νέους, επιστήμονες και μαστόρους από κάθε γωνιά της πολιτείας. Και όλοι μαζί να πείσουν τον κάθε πολίτη ότι η αυριανή μέρα μαζί τους θα ήταν καλύτερη.  Οτι θα χτίσουν και θα διορθώσουν, ό,τι ήταν παρατημένο και κατεστραμμένο. Θα σταματήσουν την αδικία που επικρατούσε στην πόλη, και θα δημιουργήσουν μια πόλη όπου όλα θα ήταν ισορροπημένα και κυρίως δίκαια προς όλους τους ανθρώπους. Σε μια πόλη λαμπρή, με πλατείες και πολύ πράσινο, μια πόλη καθαρή που θα έλαμπε σαν τον Πολικό Αστέρα, το αστέρι του Βορρά, μια πόλη που δε θα είχε να ζηλέψει τίποτε και από τα καλύτερα βασίλεια του υπόλοιπου κόσμου.

Και μια Κυριακή, αργά το βράδυ, με τη βοήθεια του λαού κατάφερε ν’ ανέβει στο θρόνο. Την ίδια ώρα ο παλιός κυβερνήτης έφευγε με κραυγές και ψίθυρους ν’ ακούγονται γι’ αυτόν.

Κυβερνήτης πλέον ο αλχημιστής, κάθε πρωί έβγαινε από το εργαστήριο του και μάζευε τους ακολούθους του. Καπνοί τον τύλιγαν διαρκώς καθώς έδινε οδηγίες, κι αυτοί οι καπνοί τον έκαναν τόσο μυστηριώδη όσο και γοητευτικό, σχεδόν μαγικό. Έλεγε διαφορετικά, πολλές φορές παράξενα λόγια, ταξίδευε πολύ. Έβλεπε οράματα και τα περιέγραφε στους υπηκόους του. «Αυτό κι εκείνο θα κάνω. Θ’ αργήσω –βέβαια- γιατί παρέλαβα το χάος, αλλά μια μέρα όλα όσα σας λέω θα γίνουν έργο».

Τα πρώτα χρόνια ο λαός τα άκουγε και τα πίστευε όλα αυτά. Αλλά και από άλλες, ξένες, πολιτείες πολλοί έρχονταν ν ακούσουν και να δουν το θαύμα του καπνού με τα οράματα και τα ωραία, καινοτόμα λόγια.

Σιγά σιγά όμως, όπως γίνεται δυστυχώς πάντα, κοντά στους πολύτιμους συνεργάτες του μαζεύτηκαν πολλοί που τον κολάκευαν, του έδειχναν ότι –τάχα- τον θαύμαζαν και του μιλούσαν με δέος. Άνθρωποι που έβλεπαν και αυτοί οράματα μες στους καπνούς, και με την ίδια άνεση, έλεγαν πολλά, αλλά έκαναν λίγα. Μεθυσμένοι από την εξουσία, λησμόνησαν από πού ξεκίνησαν. Απέκτησαν αλαζονική συμπεριφορά κι έπαψαν να τηρούν ακόμα και εκείνα που είχαν υποσχεθεί στο λαό.

Αντιθέτως, όποιος του έφερνε κακά μαντάτα, λέγοντας του την πικρή αλήθεια ή διαφωνούσε μαζί του, έχανε την εύνοια που είχε.

Και περνούσαν τα χρόνια. Η αρχική αίγλη του καινούριου, κι ελπιδοφόρου, άρχισε να ξεφτίζει. Στον ουρανό της πολιτείας ξαναμαζεύτηκαν τα μαύρα σύννεφα. Ο άνεμος της αλλαγής δε φυσούσε πια για να τα διώξει. Και το χειρότερο, δεν πάρθηκαν τα μέτρα που έπρεπε, οι συνεργασίες δεν έγιναν ποτέ. Χάθηκε η τεράστια δύναμή της αρχικής προσπάθειας: οι αιχμηρές πλευρές, οι ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες. Έγιναν όπως καταλήγουν όλες οι πέτρες όταν τις χτυπάει αλύπητα το κύμα. Κατακερματισμένα κομμάτια. Βότσαλα και άμμος.

Ο αλχημιστής ψυχανεμίστηκε την προβληματική κατάσταση. Κοίταξε γύρω του πώς ζούσαν οι υπήκοοι του, και πώς έκριναν την τακτική της διοίκησης του. Και αυτό που είδε, δεν του άρεσε καθόλου. Κάλεσε λοιπόν τους ακολούθους που είχε απομακρύνει.

Μήπως τελικά, κάνει κάτι λάθος; Μήπως τα πειράματα δεν έβγαζαν πουθενά; Μήπως ερχόταν η ώρα να μοιρασθεί το εργαστήριο και τα μυστικά του με κάποιους άλλους; Μήπως η αλχημεία να δώσει τη θέση της στη γνώση και την επιστήμη;

«Είναι επικίνδυνο ξέρεις», του είπε ένας παλιός σύμβουλος του, «είναι πολύ επικίνδυνο να βρίσκεσαι διαρκώς τόσο κοντά στη φωτιά. Τη φωτιά που ανάβει το τσιγάρο σου και τη φλόγα μέσα σου. Κινδυνεύεις να καείς και να χαθείς μέσα στους καπνούς. Εκείνοι οι καπνοί που στο παρελθόν προσέφεραν μυστήριο και προκαλούσαν δέος, είναι οι ίδιοι  που σε προκαλούν να χάσεις το όραμά σου, τη δική σου ορατότητα. Και ίσως, έχεις πάψει να βλέπεις καθαρά, όχι μονάχα τον μακρινό ορίζοντα μα και τον δρόμο που περπατάς». Ο αλχημιστής – κυβερνήτης όμως δεν τον άκουσε. Τον έδιωξε με κραυγές. Κραυγές που ακούστηκαν στο βασίλειο σαν κι εκείνες της σκοτεινής βραδιάς που έφευγε ο παλιός κυβερνήτης.

«Θα πορεύομαι μόνος μου. Για πάντα! Θα ακολουθώ τα οράματα μου, και όσοι άλλοι δεν μπορούν να τα δουν να εξαφανισθούν από προσώπου γης. Τους εξορίζω μακριά μου!», είπε και ξαναγύρισε στο εργαστήριο του.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας αλχημιστής, μα όπως γνωρίζουμε η μετατροπή των κοινών μετάλλων σε χρυσό δεν γίνεται με καπνούς και μαγικά ξόρκια, σε μυστικά εργαστήρια. Ούτε φιλοσοφική λίθος ανακαλύφθηκε που φέρνει την αιώνια ζωή και αθανασία. Οι αλχημείες, όπως τα κύματα με τον καιρό θ’ αφήσουν στη θέση της πέτρας άγονη άμμο. Στη θέση της ελπίδας αγανάκτηση και θυμό.

Και δυστυχώς το παραμύθι αυτό δε θα τελειώσει όπως όλα: Έζησαν αυτοί καλά, εμείς όμως;

*Ο Κωνσταντίνος Ζέρβας είναι Πολιτικός Μηχανικός και Δημοτικός Σύμβουλος του Δήμου Θεσσαλονίκης