Skip to main content

Όσα αγνοούν και πρέπει να μάθουν οι Έλληνες για τον Κινέζο τουρίστα

Οι ελληνικές εταιρείες πρέπει να συνεργαστούν για να προσεγγίσουν την κινεζική αγορά. Ευκαιρία το Έτος Τουρισμού ΕΕ - Κίνας.

Η Ελλάδα μπορεί σταθερά να είναι μέσα στις top-10 πιο δημοφιλείς χώρες για τους Κινέζους, αλλά δεν έχει ως τώρα καταφέρει να μπεί σε αυτή την τεράστια τουριστική αγορά, αφού βάσει στοιχείων ΕΛΣΤΑΤ τη χώρα μας επισκέφθηκαν μόλις 55.000 πολίτες της ασιατικής υπερδύναμης, όταν 120 εκατ. ταξίδεψαν στο εξωτερικό το 2015, από τα οποία 12 εκατομμύρια επισκέφθηκαν την Ευρώπη.

Η Ελλάδα, αν θέλει να προσελκύσει τουρίστες από την Κίνα, πρέπει να κάνει στοχευμένο μάρκετινγκ και να προετοιμαστεί για να υποδεχτεί επισκέπτες που διαφέρουν πολύ σε προφίλ, συνήθειες και προτιμήσεις από τους Δυτικούς. Αν γίνει σοβαρή δουλειά, ως το 2020 η χώρα μας μπορεί να δεχτεί μέχρι και 250.000 Κινέζους τουρίστες, είπε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Tourism Generis κ. Γιώργος Δρακόπουλος από την εκδήλωση "Εξερχόμενος τουρισμός από την Κίνα: (σχεδόν) όλα όσα θα θέλατε να μάθετε" που πραγματοποιήθηκε στη ΔΕΘ στο πλαίσιο των εκθέσεων Philoxenia και Hotelia.

Όπως τόνισαν τόσο ο κ. Δρακόπουλος όσο και ο κ. Ανέστης Αναστασίου, εκπαιδευτής της AA& Partners, οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να επιλέξουν αγορές στόχους στην Κίνα, να κάνουν έρευνα αγοράς και συνεργαζόμενες με τον ΕΟΤ να επιχειρήσουν με το σύγχρονο μάρκετινγκ και μέσω Διαδικτύου, να δημιουργήσουν ζήτηση για την Ελλάδα, ώστε να υπάρξει απευθείας αεροπορική σύνδεση της Αθήνας με κάποια από τις μεγάλες πόλεις της Κίνα.

Οι Έλληνες θα πρέπει να στοχεύσουν σε μία από τις πόλεις με ελληνικές διπλωματικές αρχές και προτείνονται κάποια από τις Πεκίνο, Σαγκάη, Καντόνα ή ΣενΤζεν, πόλεις με ενδοχώρα τουλάχιστον 30 εκατομμυρίων

Όπως τόνισαν οι κύριοι Δρακόπουλος και Αναστασίου, οι Έλληνες πρέπει να καταλάβουν τις ιδιαιτερότητες των Κινέζων και τι προσδοκούν όταν πηγαίνουν για τουρισμό στο εξωτερικό.

Οι Κινέζοι δεν ταξιδεύουν για να έχουν εμπειρίες, αλλά για να συλλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερες στιγμές και φωτογραφίες που θα ανεβάσουν στο internet. Ελάχιστοι ξέρουν ξένες γλώσσες και οι περισσότεροι δεν ενδιαφέρονται να μάθουν. Ταξιδεύουν σε ομάδες και όχι σαν άτομα, ενώ διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, από περιοχή σε περιοχή, στη γαστρονομια, τις συνήθειες.

Ο Κινέζος είναι ο επισκέπτης που πίνει το νερό ζεστό, που τρώει για πρωΐνό μαγειρεμένο φαγητό, συχνά πολύ πικάντικο, πιθανότατα αυτό που θα φάει για μεσημεριανό ή για βραδυνό. Ο Κινέλος είναι ένας φασαριόζος τουρίστας που τρέχει για να προλάβει να πάει σε όσο περισσότερα μέρη γίνεται, στο δυνατόν συντομότερο χρόνο, προκειμένου να βγάλει πλήθος φωτογραφιών που θα ανεβάσει στο internet και θα στείλει στους φίλους του.

Αν οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις θέλουν να προσελκύσουν Κινέζους επισκέπτες θα πρέπει να έχουν web sites στα κινέζικα και να φιλοξενηθούν στα δίκτυα, ταξιδιωτικά και κοινωνικά της Κίνας, να τυπώσουν προωθητικό υλικό στα κινέζικα, να εκπαιδεύσουν το προσωπικό τους έστω στην ασιατική κουλτούρα. Τα ξενοδοχεία να συνδεθούν με κάποιο από τα κινέζικα τηλεοπτικά κανάλια και, για πληρωμές, με την Union Pay Credit Card γιατί οι Κινέζοι δεν συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τις γνωστές πιστωτές κάρτες όπως dinners και visa.

Το κόστος για μια ελληνική επιχείρηση, ακόμη και μεγάλη, για να κάνει έρευνα αγοράς και να προσεγγίσει μία κινεζική πόλη-στόχο, είναι υψηλό, γι' αυτό ο κ. Δρακόπουλος σύστησε τον συνασπισμό μεταξύ πολλών επιχειρήσεων, ίσως και 50, που συνεργαζόμενες με τον ΕΟΤ, θα έχουν τη δυνατότητα να κινηθούν με αξιώσεις για την προσέλκυση τουριστών.

Οι ομιλητές τόνισαν ότι μία πολύ καλή ευκαιρία για το άνοιγμα στην κινεζική αγορά είναι η ανακήρυξη του 2018 σε Έτος Τουρισμού ΕΕ- Κίνας, για το οποίο θα πρέπει να εργαστούν συστηματικά οι ελληνικές επιχειρήσεις.

Η κινεζική αγορά είναι τεράστια και ένα μικρό μέρος των τουριστών της που βγαίνουν στο εξωτερικό, θα αποτελούσε ισχυρότατη ενισχυτική ένεση για τον ελληνικό τουρισμό. Να σημειωθεί ότι το 2016 η τουριστική δαπάνη των Κινέζων αυξήθηκε κατά 38% και υπολογίζεται να ανέλθει σε 229 δισ. δολάρια.