Skip to main content

Κωνσταντίνος Ζέρβας: Μία ακόμη χαμένη (εκλογική) μεταρρύθμιση

Ο Κων. Ζέρβας καταθέτει στον δημόσιο διάλογο την πρότασή του για μία πραγματική εκλογική μεταρρύθμιση που θα οδηγήσει τη χώρα στη Νέα Μεταπολίτευση.

Άρθρο του Κωνσταντίνου Ζέρβα*

Από το 1974 και με την έναρξη της 3ης Δημοκρατίας έγιναν συνολικά 17 εθνικές εκλογές. Ο εκλογικός νόμος που κυοφορείται αυτές τις μέρες θα είναι αισίως ο 9ος! Για κάθε δύο εκλογές δηλαδή ισχύει και ένα διαφορετικό εκλογικό σύστημα. Εφαρμόσθηκαν τα χρόνια αυτά, η ενισχυμένη αναλογική, «σύστημα απλής αναλογικής» (που δεν υπήρξε καθόλου αναλογική!), απλή αναλογική με ρήτρα +1, απλή αναλογική αλλά με bonus 40 ή 50 εδρών στο 1ο κόμμα. Όριο 17% για είσοδο στη 2η κατανομή,  και όριο 3% για την είσοδο στη βουλή. Οι περισσότερες εκλογές έγιναν με σταυρό αλλά και κάποιες με λίστα.

Η κραταιά πεποίθηση ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις είναι απαραίτητες για την ομαλή διακυβέρνηση ξεπεράσθηκε βίαια, όταν η μεγάλη οικονομική κρίση ξέσπασε στη διάρκεια της παντοκρατορίας του ενός (και πλειοψηφούντος) κόμματος. Οι πολίτες μοιράζουν την προτίμηση τους πλέον σε περισσότερους πολιτικούς σχηματισμούς. Τα ποσοστά ακόμη και των παραδοσιακά κυρίαρχων κομμάτων είναι σαφώς χαμηλότερα και –επιτέλους!- γεννήθηκε η κουλτούρα της πολιτικής συνεννόησης κομμάτων που παλαιότερα δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν ούτε στο πλαίσιο μιας κοινωνικής εκδήλωσης. Τραγική συνέπεια της κρίσης βέβαια είναι η αποχή που ενώ το 2000 ήταν 25% το Σεπτέμβριο του 2015 έφτασε στο 44%. Σχεδόν πλέον μόνο 1 στους 2 ψηφίζει, και κατά συνέπεια κυβερνά η επιλογή του 20% των πολιτών!

Να λοιπόν που μετά από πολύ καιρό και μέσα σ’ ένα περιβάλλον εσωτερικής αλλά και διεθνούς αστάθειας και συγκρούσεων, συζητάμε για πολιτική. Ο κυβερνητικός συνασπισμός, με καλή ή με λιγότερο καλή πρόθεση για τους θεσμούς και την προοπτική εαυτού και αλλήλων άνοιξε το θέμα του εκλογικού νόμου. Ήταν 15 Μαΐου όταν ήρθαν οι πρώτες διαρροές για το νέο εκλογικό νόμο, μεταξύ των οποίων:

-Το σπάσιμο των μεγάλων εκλογικών περιφερειών. Καμία εκλογική περιφέρεια δεν θα έχει εφεξής περισσότερους από δέκα βουλευτές. Ειδικά η Β' Αθηνών, η μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια της χώρας σπάει σε τέσσερα κομμάτια.
-Το μπόνους των εδρών μειώνεται από 50 σε 30 και για κόμματα ή συνεργασία κομμάτων με ποσοστό 40%
-Καθιερώνεται η απλή αναλογική για 270 βουλευτές.
-Καθιερώνεται μεικτό σύστημα και με σταυρό (στο νομό) και με λίστα (στην περιφέρεια).
-Μένει ανοικτό το θέμα της μείωσης των εδρών από 300 στις 200.
-Καθιέρωση κοινωνικού ελέγχου των υποψήφιων βουλευτών. Αν περάσει αυτή η πρόταση σημαίνει ότι καθιερώνονται για την επιλογή των υποψηφίων βουλευτών οι προκριματικές εκλογές κατά νομό.
-Καθιερώνεται για πρώτη φορά 12ετής θητεία στους βουλευτές
Ψήφο δικαιούνται όσοι συμπληρώνουν το 17ο έτος της ηλικίας τους.

Έσπευσα να πανηγυρίσω: «από αλλού το περιμέναμε και από αλλού μας ήρθε;», αναρωτήθηκα. Όλα τα παραπάνω θα συνιστούσαν μια βαθιά τομή, καθώς θα διαμόρφωναν ένα διαφορετικό τρόπο πολιτικής κουλτούρας και συμπεριφοράς πολιτών αλλά και κομμάτων. Και σαφέστατα θα καθορίζει τις γενικότερες εξελίξεις.

Όμως τι θα ισχύσει τελικά σε λίγες ώρες από όλα αυτά που ο Υπουργός Εσωτερικών έθεσε το Μάιο σε (υποτίθεται ειλικρινή) διαβούλευση; Απολύτως τίποτε. Εκτός ίσως της ψήφου στα 17!

Και το θέμα δεν είναι ότι οι παραπάνω οι αλλαγές δεν έγιναν νόμος του κράτους αλλά ότι ελάχιστα συζητήθηκαν. Η όποια συζήτηση εστιάσθηκε απλώς στην αναλογικότητα του νόμου (στο πόσο «αριστερή» είναι ή πρέπει να είναι η απλή αναλογική!) και στη δυνατότητα να λάβει 200 ψήφους και να ισχύσει από τις αμέσως επόμενες εκλογές, εμποδίζοντας τον πολιτικό αντίπαλο από την επερχόμενη εκλογική του νίκη. Όλα τα άλλα θα αποτελούν συζητήσεις ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Τα κόμματα (πιστά στη μεταπολιτευτική παράδοση) παραμένουν περιχαρακωμένα σε ιδεοληψίες και αντί για θεσμικές θέσεις επιλέγουν μικροπολιτικούς τακτικισμούς. Τα χαμένα οφέλη από αυτές τις τομές είναι θεμελιώδη για την εφαρμογή πολιτικών τομών και μεταρρυθμίσεων:

Το σπάσιμο των μεγάλων περιφερειών προφανώς θα βοηθούσε στην αντιπροσωπευτικότητα. Η μικρότερη περιφέρεια φέρνει τον υποψήφιο κοντά στην εκλογική του βάση, ενώ αντίθετα η αχανής εκλογική περιφέρεια τον στέλνει σε πρωινάδικα και «παράθυρα» υψηλής τηλεθέασης αλλά και σε τεράστιες προεκλογικές δαπάνες.

Το περίφημο bonus των εδρών θα πρέπει να δίνεται ως υποστήριξη σε μεγάλους πολιτικούς σχηματισμούς που θα ξεπερνούν κάποιο εκλογικό όριο. Και να δίνεται στο πρώτο και στο δεύτερο ή ακόμη και στο τρίτο κόμμα για τη δυνατότητα δημιουργίας βιώσιμων κυβερνήσεων. Προφανώς αυτό θα δίνεται σε ποσοστό ανάλογο της εκλογικής δύναμης του κάθε πολιτικού σχηματισμού και έτσι ώστε να μην ανατρέπει ριζικά τον εκλογικό συσχετισμό των 2-3 πρώτων κομμάτων. (Ήταν, για παράδειγμα, απαράδεκτο το γεγονός ότι στις εκλογές του Μάιου του 2012 από τις 108 έδρες που έλαβε η ΝΔ οι 50 ήταν bonus αλλά και το γεγονός ότι με τον προτεινόμενο νόμο ακόμη και με 48% ένα ή και δύο ή και τρία κόμματα δε θα έχουν την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία!).

Στόχος πρέπει να είναι η διατήρηση της αναλογικότητας, η πριμοδότηση των μεγάλων κομμάτων, αλλά και να αποφεύγεται η ανάγκη σύμπραξης πολλών κατακερματισμένων κομμάτων για την επίτευξη της απαραίτητης πλειοψηφίας.

Το μεικτό σύστημα σταυρού και λίστας ή τοπικής μονοεδρικής και περιφέρειας (όπως εφαρμόζεται από το 1953 στη Γερμανία) δίνει τη δυνατότητα επιλογής διαφορετικού βουλευτή από τη λίστα που (μπορεί και πρέπει να) προτείνεται από το κόμμα ή ακόμη και την ψήφο σε δύο διαφορετικά κόμματα, εφόσον τοπικά εκφράζεται καλύτερα από έναν εκπρόσωπο άλλου κόμματος από αυτό που θα ήθελε  να εκπροσωπηθεί στην περιφέρεια ή επικράτεια.

Η καθιέρωση κοινωνικού ελέγχου των υποψήφιων βουλευτών ή οι προκριματικές εκλογές συνιστούν κορυφαίες κομματικές διαδικασίες σε τοπικό επίπεδο και ουσιαστική αναφορά στον τόπο και στους ανθρώπους του και όχι στην επιλογή μιας κεντρικής επιτροπής εκλογικού αγώνα. Θα διαμόρφωνε μια διαρκή ζύμωση στην κοινωνία και ανοιχτές δημοκρατικές διαδικασίες στα κόμματα. Οι υποψήφιοι θα προέρχονταν πια σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνία των πολιτών.

Η καθιέρωση ορίου θητείας για τους βουλευτές θα προσέφερε έναν αέρα ανανέωσης στους πολιτικούς σχηματισμούς αλλά και στην πολιτική εκπροσώπηση. Η βουλευτική ιδιότητα ως μόνιμο επάγγελμα (και για κάποιους μάλιστα από εξαιρετικά νεαρή ηλικία) θα έδινε τη θέση της σε νέες παρουσίες, με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα πολιτικής δράσης. Το όριο αυτό θα μπορούσε να λειτουργεί παράλληλα με τη δημιουργία ενός μητρώου βουλευτών στο οποίο η ένταξη και παραμονή των βουλευτών θα προκύπτει από την αξιολόγηση του κοινοβουλευτικού έργου. Στο σύστημα αξιολόγησης θα λαμβάνεται υπόψη η κοινοβουλευτική παρουσία, η κοινοβουλευτική δραστηριότητα η σχέση με την κοινωνία των πολιτών, και η ανάληψη πρωτοβουλιών για θέματα της εκλογικής περιφέρειας.

Φαίνεται ότι όλοι συμφωνούν για τη διατήρηση του 3% ως πλαφόν για την αποτροπή δημιουργίας μειονοτικού κόμματος. Σχεδόν όλα τα κόμματα όμως φιλοξενούν μειονοτικούς υποψήφιους στα ψηφοδέλτια τους οι οποίοι και κατά κανόνα εκλέγονται. Υποθέτω πάντα με τις αρχές του κόμματος που τους φιλοξενεί. Ας λάβουμε υπόψιν πάντως ότι η έλλειψη αντιπροσωπευτικότητας γεννά την (πολιτική) απελπισία, και νομοτελειακά την παρανομία.

Η συζήτηση για την ψήφο στα 17 μου θυμίζει ανάλογες αντιρρήσεις με αυτές της καθιέρωσης της ψήφου στα 18 το 1982 (μέχρι τότε ίσχυε η άποψη της ωριμότητας, της ενηλικίωσης και της ψήφου στα 21!). Δεν πιστεύω ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα μετατοπισθεί προς συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση, καθώς οι 17αρηδες δεν αποτελούν εκλογική πελατεία κανενός. Το ζητούμενο είναι οι πολιτικοί να εμπνεύσουν τους 17ρηδες να προσέλθουν στις κάλπες και να ψηφίσουν. Είμαι σίγουρος ότι οι νέοι συμπολίτες μας θα το πράξουν το ίδιο ευσυνείδητα, ίσως και με πολλή λιγότερη πελατειακή διάθεση από πολλούς γηραιότερους τους.

Θα πρέπει επιτέλους να γίνει υποχρεωτική η ψήφος στον τόπο διαμονής και εργασίας. Καλή η πατροπαράδοτη συνάντηση με συγγενείς, παλαιούς συμμαθητές και φίλους στον τόπο καταγωγής, αλλά η άσκοπη μετακίνηση ετεροδημοτών (που τόσο σημάδεψε σε χρώμα αλλά και σε χρήμα τη μεταπολίτευση) θα πρέπει να λάβει τέλος. Το κόστος της μετακίνησης πλέον είναι αποτρεπτικό και οδηγεί και σε μεγαλύτερες αποχές. Η έννοια της αντιπροσωπευτικότητας πάει δυστυχώς και αυτή μακρινό ταξίδι όταν ο πολίτης ψηφίζει εκπροσώπους που ουσιαστικά δεν τον εκπροσωπούν.

Η ψήφος στους μετανάστες, παλαιούς και –ιδιαίτερα- καινούργιους (υπενθυμίζω ότι τουλάχιστον 550.000 συμπατριώτες μας, υψηλής επιστημονικής κατάρτισης μετανάστευσαν οριστικά εκτός Ελλάδας από το 2010) είναι εξαιρετικά χρήσιμη καθώς ένα τόσο σημαντικό κομμάτι του ελληνισμού, με πολύ πιο ανεπηρέαστη κρίση για την καθημερινότητα, και χωρίς την πελατειακή σχέση με τον εκλέκτορα τους θα πρέπει να συμμετέχει στο πολιτικό γίγνεσθαι. Με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό αντιπροσώπευσης (ειδικές περιφέρειες, επιστολική ψήφο, ψήφο στο εξωτερικό) είναι κάτι που τεχνικά πρέπει να επιλυθεί. Αλλωστε εφαρμόζεται σε πολλές χώρες καθιστώντας τους ομογενείς πολίτες συμμέτοχους των πολιτικών εξελίξεων. Ας μην είμαστε μόνο περήφανοι για όλα όσα πετυχαίνουν εκτός Ελλάδας τόσοι πολλοί συμπατριώτες μας. Ας τους το δείχνουμε κιόλας έμπρακτα!

Τα περί της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με άμεση λαϊκή εκλογή, απαιτούν προφανώς συνταγματική ρύθμιση. Μια τέτοια αλλαγή βέβαια για σύστημα προεδρευομένης Δημοκρατίας αποτελεί ελληνική πατέντα που εκπορεύεται από αυτούς που κατ’ επάγγελμα προκαλούν συζητήσεις περί ανεφάρμοστων και ανερμάτιστων πολιτειακών και πολιτικών θεμάτων. Φαίνεται πάντως παράλληλα να απεμπολείται σκόπιμα και η ευκαιρία για μια ουσιαστική μεταρρυθμιστική συζήτηση για τη Συνταγματική αναθεώρηση. Αλλά με τόσους επιφανείς συνταγματολόγους στο δημόσιο λόγο, η δική μου άποψη μάλλον περιττεύει...

Κανείς λοιπόν δεν διαφωνεί ότι η πολυφωνία και η αντιπροσωπευτικότητα είναι κορυφαίο ζητούμενο. Όταν όμως τα εκλογικά συστήματα αποστρέφουν το πρόσωπο τους από την πραγματικότητα και καθορίζουν ένα πολιτικό περιβάλλον που σε μεγάλο βαθμό δεν μπορεί να περιγράψει την πραγματική κατάσταση και τις πραγματικές ανάγκες κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Με αυτές τις τελευταίες εξελίξεις λοιπόν είναι προφανές ότι αναβάλλονται οι προσπάθειες μιας βαθιάς θεσμικής αλλαγής. Η ίδρυση της 4ης Ελληνικής Δημοκρατίας και η πολυπόθητη Νέα Μεταπολίτευση μετατίθενται στο αόριστο (αλλά και αβέβαιο) μέλλον. Φοβικές πολιτικές ατζέντες καθυστερούν τη γέννηση του καινούριου. Τελικά τι φοβάται αλλά και τί επιδιώκει η δημοκρατία μας; Πόσες ευκαιρίες ακόμη θα χαθούν;

*Ο Κωνσταντίνος Ζέρβας είναι πολιτικός μηχανικός και Δημοτικός Σύμβουλος του Δήμου Θεσσαλονίκης, kzervas@otenet.gr